«Ρε συ, ξέρεις ποιος είναι αυτός! Ξέρεις πόσο αξιόλογος άνθρωπος ήταν…» είπε ο φίλος στο φίλο από τον οποίο έμαθα κι εγώ την ιστορία.
Όταν η ιστορία του Αντρέα διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, πολλοί ήταν εκείνοι που τον επισκέπτονταν στο κατάλυμά του στο υπόγειο μιας ημιτελούς οικοδομής μ’ ένα πιάτο φαί στα χέρια, μ’ ένα μπόγο με ρούχα, με μια κουβέρτα παλιά. Ο Αντρέας ήταν πλέον προστατευόμενος της γειτονιάς των συνανθρώπων μου. Γιατί; Γιατί κάποιος είπε πως κάποτε ήταν άνθρωπος σημαντικός. Λες και ο καθένας μας δεν είναι άνθρωπος σημαντικός. Λες και οι άνθρωποι νιώθουν ιδιαίτερα σημαντικοί όταν προσφέρουν την αγάπη και την αλληλεγγύη τους μόνο σε σημαντικούς ανθρώπους.
Κι αυτό γιατί από την ημιτελή οικοδομή πέρασαν κι άλλοι δύο άστεγοι οι οποίοι με την παρουσία τους ενεργοποίησαν το φόβο και την καχυποψία στις ψυχές των συνανθρώπων της γειτονιάς μου.
Προχτές, συνάντησα τον Αντρέα έξω από το φούρνο. Δεν ζητιάνευε μα δεχόταν ό,τι οι γείτονες του πρόσφεραν. Μαζί του κι ένας σκύλος μαυρόασπρος αποστεωμένος, που πάντα τον ακολουθεί. Μοιραζόντουσαν το κουλούρι που κάποιος του έδωσε.
«Καλημέρα Αντρέα» του είπα.
Με κοίταξε αδιάφορα σαν να μην ήξερε ποιος είναι ο Αντρέας.
«Θέλεις να σε κεράσω έναν καφέ;»
«Ναι» είπε με το ίδιο αδιάφορο ύφος.
Πήγαμε απέναντι στο μικρό καφενείο. Παράγγειλα τους καφέδες. Ο Αντρέας αμίλητος. Εγώ αμήχανος μπροστά σ’ έναν άνθρωπο σημαντικό μα λειψό από ψυχή κι από μυαλό, που τώρα πια θα μπορούσες να τον πεις και πρώην άνθρωπο.
Με την πρώτη ρουφηξιά στύλωσε το βλέμμα του διερευνητικά επάνω μου.
«Τι θέλεις από μένα;»
Αποφάσισα να είμαι ειλικρινής.
«Έχω ακούσει κάποια πράγματα για την ζωή σου. Θα ήθελα να μου μιλήσεις γι αυτήν… ξέρεις, γράφω σε μια εφημερίδα και θα ήθελα… το βρίσκω ενδιαφέρον να…»
«Ενδιαφέρον είναι το σήμερα. Το χτες ανήκει στις μνήμες και αν υπήρξε καλό ή κακό αλλάζει κάθε φορά ανάλογα με το σήμερα. Το χτες δεν είναι ενδιαφέρον».
«Ναι, αλλά, αν το διαγράψεις, πώς θα τροχοδρομήσεις το μέλλον;»
«Εσύ θα τροχοδρομήσεις το μέλλον; Το δικό σου μέλλον;»
Ένα τοξικό χαμόγελο διέγραψε μια ίσια θλιβερή γραμμή στα χείλη του.
«Μιλάς σαν να μην ελπίζεις σ’ ένα καλλίτερο μέλλον».
«Είπες ¨τροχοδρομώ¨ όχι ¨ελπίζω¨. Τροχοδρομώ θα πει συμμετέχω στη διαδικασία. Ελπίζω, αφήνομαι στην τύχη. Εγώ μια ζωή τροχοδρομούσα το μέλλον μου. Και το μέλλον μου είναι αυτό, σήμερα. Το κουλούρι, ο σκύλος, ο καφές».
«Όχι Αντρέα, δεν είναι μόνο αυτό και πάει τελείωσε. Πρέπει ν’ αφήνουμε κάποια περιθώρια αισιοδοξίας στη ζωή μας. Για παράδειγμα, τώρα υπάρχουν κέντρα βοήθειας αστέγων και μπορεί να σε δεχτούν κι εσένα. Έτσι η ζωή σου θα βελτιωθεί. Δεν θα είναι το ίδιο …»
Με μια γερή γροθιά στο τραπέζι έχυσε πάνω του τον καφέ.
«Την ζωή μου θέλω, την ζωή που μου πήραν κι άλλο τίποτα από δαύτους δεν θέλω».
Άρχισε κι ο σκύλος να γαυγίζει. Σηκώθηκα. Μου γρύλισε. Κάθισα πάλι.
«Αντρέα ηρέμησε, σε παρακαλώ. Εντάξει, αν δεν θέλεις μην πας στα κέντρα αυτά. Έλα να πούμε τώρα κάτι άλλο. Να πούμε για την ζωή σου».
Ο σκύλος γαύγισε πάλι. Οι λιγοστοί θαμώνες κοιτούσαν εμάς. Ο καφετζής καθάρισε το τραπέζι.
«Η ζωή μου, φίλε, σαν τη δική σου ήταν, όπως την ξέρεις. Δούλευα, πλήρωνα, ονειρευόμουν έλπιζα και ψήφιζα. Αυτό να γράψεις στη φυλλάδα. Τροχοδρομούσα για το μέλλον, που λες και συ. Μα για πότε βρέθηκα κάτω απ’ τους τροχούς, ούτε που κατάλαβα. Γράφτο κι αυτό. Κι άστα, άστα τ’ άλλα».
Σηκώθηκε να φύγει. Ο σκύλος ξοπίσω του. Φτάνοντας στην πόρτα είπε «γεια».
«Γεια σου» του είπα σιγανά, σχεδόν αποσβολωμένος.
Στάθηκε, έκανε δυο βήματα πίσω και ψέλλισε λόγια που δεν άκουσα. Ύστερα, χάθηκε από μπρος μου όπως χάνεται μια εικόνα μαγική.
Καθώς το βλέμμα μου τον ακολουθούσε, η μαγική εικόνα ζωντάνεψε ξανά.
Εκείνος, καλοντυμένος, σ’ ένα χασάπικο ψωνίζει ένα αρνίσιο μπουτάκι. Εγώ, έξω από το χασάπικο, στο πεζοδρόμιο. Και να πεινάω και να κρυώνω και ο σκύλος δίπλα μου να γαβγίζει. Απλώνω το χέρι, Αντρέα… Αντρέα… φωνάζω. Το τζάμι της βιτρίνας του χασάπικου απομονώνει τη φωνή μου. Χάνω κάθε ελπίδα να χορτάσω την πείνα μου.
Ένα τζάμι ανάμεσά μας μόνο.
Πόσο ανθεκτικό ή πόσο εύθραυστο κανείς μας δεν ξέρει…
karalitsa2@gmail.com