Πόσα από αυτά τα 277 εκατ. ευρώ έχουν εισπραχθεί μέσω πλειστηριασμών στην Ελλάδα δεν είναι εύκολα διαθέσιμη, καθώς τα σχετικά δεδομένα δεν δημοσιεύονται τακτικά ή με λεπτομέρεια. Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσίευμα του 2016 («Σε ιστορικό χαμηλό οι πλειστηριασμοί ακινήτων», 29.12.2016, reporter.gr), το συνολικό τίμημα που εισπράχθηκε από πλειστηριασμούς ακινήτων εκείνη τη χρονιά ανήλθε σε περίπου 1 δισ. ευρώ. Εξ αυτού και μόνον θα μπορούσε να συναχθεί ότι η πλειονότητα των 277 εκατ. ευρώ εισπράχθηκε μέσω πλειστηριασμών που επίσπευσαν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, γνωστές ως servicers.
Ποια είναι όμως η ταυτότητα αυτών των servicers; Τί είδους εταιρείες είναι; Είναι χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως άλλωστε ορίζεται στην ελληνική νομοθεσία ή, κατά το κοινώς λεγόμενο, εισπρακτικές εταιρείες;
Η Διαφοροποίηση μεταξύ Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων και Διαχειριστών Πιστώσεων στο Εθνικό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Η σύγχρονη χρηματοπιστωτική πραγματικότητα απαιτεί την ύπαρξη ειδικών νομικών μορφών για τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων και πιστώσεων. Στην Ελλάδα, με τον νόμο 4354/2015, εισήχθησαν δύο νέα εταιρικά σχήματα: οι Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ) και οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ). Ωστόσο, η ερμηνεία και η εφαρμογή αυτών των νομικών μορφών συχνά έρχεται σε αντιπαράθεση με τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, ιδίως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό τους ως χρηματοδοτικά ιδρύματα ή διαχειριστές πιστώσεων.
- Χαρακτηρισμός Οντοτήτων κατά το Εθνικό Δίκαιο
Σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, οι ΕΔΑΔΠ χαρακτηρίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα. Αυτός ο χαρακτηρισμός βασίζεται στην άποψη ότι οι εταιρείες αυτές διαχειρίζονται απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα. Η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει αυτές τις εταιρείες, οι οποίες απαιτούν ειδική άδεια για τη λειτουργία τους. Ο νόμος 5072/2023, που ενσωματώνει την Οδηγία 2021/2167/ΕΕ, επιβεβαιώνει αυτόν τον χαρακτηρισμό, θεωρώντας τους διαχειριστές πιστώσεων ως χρηματοδοτικά ιδρύματα.
Ωστόσο, αυτή η εθνική νομοθεσία φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, το οποίο κάνει σαφή διάκριση μεταξύ χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και διαχειριστών πιστώσεων. Σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013, τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, τα χρηματοδοτικά ιδρύματα είναι θυγατρικές εταιρείες πιστωτικών ιδρυμάτων, οι οποίες ασκούν συγκεκριμένες δραστηριότητες όπως η χορήγηση πιστώσεων, η χρηματοδοτική μίσθωση και η διαχείριση χαρτοφυλακίων. Αντίθετα, οι διαχειριστές πιστώσεων, σύμφωνα με την Οδηγία 2021/2167/ΕΕ, είναι νομικά πρόσωπα που διαχειρίζονται και επιβάλλουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με μη εξυπηρετούμενες πιστώσεις.
- Χαρακτηρισμός Οντοτήτων κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο κάνει σαφή διάκριση μεταξύ χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και διαχειριστών πιστώσεων. Τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013 και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, είναι επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες όπως η χορήγηση πιστώσεων, η χρηματοδοτική μίσθωση και η διαχείριση χαρτοφυλακίων. Αντίθετα, οι διαχειριστές πιστώσεων, σύμφωνα με την Οδηγία 2021/2167/ΕΕ, είναι νομικά πρόσωπα που διαχειρίζονται μη εξυπηρετούμενες πιστώσεις για λογαριασμό αγοραστών πιστώσεων.
Η διάκριση αυτή βασίζεται σε λειτουργικά κριτήρια. Τα χρηματοδοτικά ιδρύματα ασκούν δραστηριότητες που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση και τη διαχείριση κεφαλαίων, ενώ οι διαχειριστές πιστώσεων εστιάζουν στην είσπραξη και τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων πιστώσεων. Επιπλέον, τα χρηματοδοτικά ιδρύματα απαιτούν κεφαλαιακή επάρκεια και πολιτική ανάληψης κινδύνων, κάτι που δεν ισχύει για τους διαχειριστές πιστώσεων.
- Η Υπαγωγή των Πραγματικών Περιστατικών στους Κανόνες Δικαίου
Στην πράξη, οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην Ελλάδα, όπως η DoValue, η Cepal και η Intrum, δεν πληρούν τα κριτήρια για να χαρακτηριστούν ως χρηματοδοτικά ιδρύματα σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Η δραστηριότητά τους περιορίζεται στη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων πιστώσεων, χωρίς να ασκούν δραστηριότητες όπως η χορήγηση πιστώσεων ή η διαχείριση χαρτοφυλακίων. Επιπλέον, δεν διαθέτουν την απαραίτητη κεφαλαιακή επάρκεια και πολιτική ανάληψης κινδύνων που απαιτούνται για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, αν και εποπτεύει αυτές τις εταιρείες, δεν τις χαρακτηρίζει ως χρηματοδοτικά ιδρύματα, αλλά ως εταιρείες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού. Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι πιο συμβατός με τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, το οποίο θεωρεί τους διαχειριστές πιστώσεων ως ξεχωριστή κατηγορία οντοτήτων.
- Η Προτεραιότητα του Ευρωπαϊκού Δικαίου
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο απολαύει προτεραιότητας έναντι του εθνικού δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι οι εθνικές διατάξεις που αντιβαίνουν στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Στην περίπτωση των ΕΔΑΔΠ, ο χαρακτηρισμός τους ως χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από τον ελληνικό νομοθέτη είναι αντίθετος με τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, το οποίο κάνει σαφή διάκριση μεταξύ χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και διαχειριστών πιστώσεων.
Επομένως, οι εθνικές διατάξεις που χαρακτηρίζουν τις ΕΔΑΔΠ ως χρηματοδοτικά ιδρύματα δεν μπορούν να εφαρμοστούν, καθώς αντιβαίνουν στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Οι εταιρείες αυτές πρέπει να χαρακτηριστούν ως διαχειριστές πιστώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ.
Συμπέρασμα
Η ανάλυση των εθνικών και ευρωπαϊκών διατάξεων δείχνει ότι οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρηματοδοτικά ιδρύματα, αλλά ως διαχειριστές πιστώσεων. Ο χαρακτηρισμός τους ως χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από τον ελληνικό νομοθέτη είναι αντίθετος με τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, το οποίο κάνει σαφή διάκριση μεταξύ των δύο κατηγοριών οντοτήτων. Επομένως, οι εθνικές διατάξεις που χαρακτηρίζουν τις ΕΔΑΔΠ ως χρηματοδοτικά ιδρύματα δεν μπορούν να εφαρμοστούν, καθώς αντιβαίνουν στην αρχή της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Συνεπώς, όλες οι συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης σε αυτές, δυνάμει του ν.4354/2015, πάσχουν απόλυτης ακυρότητας διότι η ανάθεση δυνάμει του ανωτέρω νόμου γίνεται αποκλειστικά σε «χρηματοδοτικά ιδρύματα» και όχι σε τρίτον· Οι δε συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης δυνάμει του ν.3156/2003, που ο νόμος αυτός δίνει τη δυνατότητα να αναλάβουν τη διαχείριση όχι μόνον χρηματοδοτικά ιδρύματα αλλά και τρίτοι, θα μπορούσαν να θεραπευτούν στο μέλλον, εφόσον οι εν θέματι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις καταστούν εγγυητές των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, όπως ορίζεται στο αρ.10§14 ν.3156/2003.
Το μόνον σίγουρο, βέβαιο και ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι, όλοι οι πλειστηριασμοί που έχουν διενεργηθεί μέχρις σήμερον από τις εταιρείες αυτές, πάσχουν ακυρότητας.
* Ο κ. Λεωνίδας Χ. Στάμος είναι δικηγόρος Αθηνών παρ’ Αρείω Πάγω