Οι θεσμοί της δυτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχουν μια παράδοξη ομοιότητα με τις τράπεζες: η σταθερότητά τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πίστη των πολιτών σε αυτούς, σχεδόν τόσο, όσο και οι τράπεζες εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη των καταθετών τους.
Από αυτή την άποψη, η κρίση εμπιστοσύνης στη θεσμική φερεγγυότητα μιας δημοκρατικής πολιτείας παράγει αποτελέσματα ούτως ή άλλως, ανεξαρτήτως αν είναι βάσιμη ή και δικαιολογημένη. Αρκεί να υφίσταται και να αγγίζει μια κρίσιμη μάζα πολιτών.
Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, αλλά διεθνές, σαν την τραπεζική κρίση του 2008. Όπως τότε η οικονομία μας κάθε άλλο παρά θωρακισμένη ήταν, παρά τις αλήστου μνήμης υπουργικές διαβεβαιώσεις, σήμερα φαίνεται πως είμαστε ξανά το παροιμιώδες καναρίνι στο ανθρακωρυχείο. Το κύμα του «αντισυστημισμού» θεριεύει, καθώς το θρέφει το πιο διαβρωτικό αίσθημα που μπορεί να υπάρξει σε μια κοινωνία: αυτό της αδικίας. Ένα μεγάλο τμήμα και της ελληνικής κοινωνίας, αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, νιώθει σήμερα ξένο προς το θεσμικό οικοδόμημα της χώρας.
Το μέγεθος των διαδηλώσεων για τα δύο έτη από την τραγωδία των Τεμπών οφείλεται και σε αυτό το αίσθημα. Ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που έβαλε αγόγγυστα «πλάτη» κατά τα χρόνια των μνημονίων και δεν βγήκε στις πλατείες, ενώ έδωσε πίστωση χρόνου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να προχωρήσει σε αλλαγές, σήμερα διαμαρτύρεται γιατί δεν μπορεί να ανεχθεί άλλο την απουσία δικαιοσύνης και ισονομίας. Δεν μπορεί να δεχθεί ότι θα συνεχίσουμε σαν να μην άλλαξε τίποτε.
Η πραγματικότητα είναι ότι, για μια σειρά από ιστορικούς και πολιτικούς λόγους, η Πολιτεία μας δεν απέκτησε ποτέ επαρκή θεσμικά αντίβαρα και ελεγκτικούς μηχανισμούς απέναντι στη δύναμη της εκτελεστικής εξουσίας: Ο εκάστοτε Έλληνας πρωθυπουργός είναι πρακτικά ένας από τους ισχυρότερους δυτικούς ηγέτες μέσα στη χώρα του. «Προνόμιά» του δεν είναι μόνο ο σχηματισμός της κυβέρνησης και η νομοθετική πρωτοβουλία, αλλά η προκήρυξη εκλογών, η επιλογή του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο διορισμός της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και πλήθος άλλα.
Αυτή η υπερτροφία της εκτελεστικής εξουσίας αποτελεί στρέβλωση για τη δημοκρατία και σοβαρό παράγοντα καθυστέρησης της χώρας. Η κατάληψη ολοένα μεγαλύτερου χώρου από το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα εξουσίας σε βάρος της Βουλής, της Δικαιοσύνης και των Ανεξαρτήτων Αρχών κρατά την πατρίδα μας πίσω και πρέπει να αντιμετωπιστεί με γενναιότητα στην προσεχή συνταγματική αναθεώρηση. Το πολιτικό μας μοντέλο έχει προ πολλού φτάσει στα όριά του και χρειάζεται γενναίες τομές.
Ορισμένες από αυτές: Πρέπει η Βουλή να ισχυροποιηθεί με πραγματικές ελεγκτικές αρμοδιότητες και ισχυρά δικαιώματα για τις μείζονες μειοψηφίες. Πρέπει η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης να αποσυνδεθεί από τη βούληση του εκάστοτε πρωθυπουργού και να αποτελεί προϊόν ευρύτερης συναίνεσης με καθοριστικό ρόλο και των δικαστικών λειτουργών. Πρέπει να ξαναδούμε από την αρχή τον τρόπο που εκλέγουμε τους βουλευτές μας, τη σχέση μας με αυτούς ως εντολέων και όχι πελατών, αλλά και την πραγματική διαφάνεια στους πόρους κομμάτων και υποψηφίων.
Μόνο η οικοδόμηση ισχυρών θεσμών, που θα λειτουργούν με αξιοκρατία και αίσθημα δικαίου, ανεξάρτητα από πρόσωπα και συγκυριακούς πολιτικούς συσχετισμούς, μπορεί να εγγυηθεί την επιβίωση της χώρας σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο. Η κοινωνία το ζητά – είναι καιρός το πολιτικό μας προσωπικό να ανταποκριθεί.
* Ο κ. Χρήστος Απ. Κακλαμάνης είναι Γραμματέας Τομέα Δικαιοσύνης ΠαΣοΚ – ΚΙΝΑΛ και σύμβουλος ΔΣΑ