Σήμερα τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής βιομηχανίας, πέραν του ενεργειακού κόστους το οποίο εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις διεθνείς συνθήκες, εδράζονται στις υπερβολικές απαιτήσεις του κράτους, το οποίο είναι ένας άπληστος και κακός, αλλά αναγκαστικός συνέταιρος για κάθε επιχείρηση. Ένας συνέταιρος ο οποίος χωρίς να προσφέρει τίποτα, ούτε καν αξιόπιστες υποδομές, παίρνει το μερίδιο του λέοντος από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Προεισπράττει φόρους και εισφορές, στραγγίζει τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, βάζει πλήθος εμποδίων στις επενδύσεις και την ανάπτυξη, κρατά καθηλωμένες τις αμοιβές των εργαζομένων και λειτουργεί επιβαρυντικά για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής. Για να λυθούν αυτά τα προβλήματα, οι βιομήχανοι, αλλά και πολλοί άλλοι επιχειρηματίες απ’ όλους τους κλάδους καταθέτουν κάθε χρόνο πολύ συγκεκριμένες προτάσεις.
Και έχουμε φτάσει σήμερα σε ένα σημείο που για πρώτη φορά όλοι αυτοί οι φορείς θα συνευρεθούν σε κοινή διάσκεψη την οποία διοργανώνει η Ελληνική Ένωση Επιχειρηματιών (ΕΕΝΕ) την επόμενη εβδομάδα και στην οποία θα παρουσιαστούν οι προτάσεις των επιχειρηματικών θεσμών συνολικά αλλά και οι εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ για την επίδραση των προτάσεων αυτών στην οικονομία.
Οι προτάσεις είναι λίγο πολύ γνωστές πολύ προτού παρουσιαστούν, η κυβέρνηση τις γνωρίζει, αλλά δεν έχει μπει καν στον κόπο να τις αξιολογήσει, ούτε φυσικά τις έχει αιτιολογημένα απορρίψει. Αδιαφορεί πλήρως αγνοώντας τους πάντες επιδεικτικά.
Τι προτείνουν, λοιπόν, όλοι αυτοί οι επιχειρηματικοί φορείς;
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος, ένας βιομήχανος με μεγάλη ιστορία επιτυχιών, κατέθεσε δημόσια τις προτάσεις του, οι οποίες περιλαμβάνουν την υπεραπόσβεση των επενδύσεων με σκοπό να αυξηθούν ταχύτατα οι επενδύσεις που θα ενισχύσουν την παραγωγή και την ανάπτυξη. Εξήγησε πολύ σαφώς ότι το κράτος δεν θα έχει δημοσιονομικό κόστος από αυτό το μέτρο, αλλά όφελος. Εντόπισε τα προβλήματα της βιομηχανίας χαρακτηρίζοντάς τα «επτά πληγές», οι οποίες όλες σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση και είναι: η ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης, η χωροταξία, το κόστος ενέργειας, η πολυνομία και η γραφειοκρατία, η ελλιπής διασύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, οι ελλείψεις σε υποδομές, ειδικά αυτές που αφορούν τη βιομηχανία, και η ανεπαρκής πρόσβαση των ΜμΕ σε τραπεζική χρηματοδότηση.
Τα ίδια, φυσικά, υποστηρίζουν και όλες οι άλλες οργανώσεις και τα επιμελητήρια, τα οποία επίσης έχουν καταθέσει δικές τους, συγκεκριμένες προτάσεις που αγνοούνται από την κυβέρνηση.
Ο κ. Χριστιανός Χατζημηνάς, πρόεδρος της ΕΕΝΕ, επιχειρηματίας που επενδύει στην ιδιαίτερα υψηλή τεχνολογία που παράγεται στην Ελλάδα και εξάγεται στις προηγμένες χώρες (ΗΠΑ, Γερμανία κ.α.), έχει καταθέσει προτάσεις για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της προσπάθειας για την «ψηφιακή επαναβιομηχανοποίηση της χώρας», όπως τη χαρακτηρίζει, προτείνει να εκμηδενιστεί το μη μισθολογικό κόστος για τις αυξήσεις μισθών που θα πάρουν όσοι εργαζόμενοι πιστοποιημένα εκπαιδευτούν σε νέες δεξιότητες. Με την πρόταση αυτή αποσκοπεί στο να αρθούν τα αντικίνητρα για αυξήσεις μισθών και να βελτιωθούν τόσο η παραγωγικότητα των εργαζομένων όσο και η ανταγωνιστικότητα των βιομηχανιών. Η ΕΕΝΕ συμφωνεί επίσης με τον ΣΕΒ για την επιτάχυνση των αποσβέσεων των επενδύσεων και ζητά την κατάργηση της προκαταβολής φόρου και επιπλέον φορολογικά κίνητρα για τις ταχέως αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις.
Με την ΕΕΝΕ συμφωνούν και άλλες επιχειρηματικές ενώσεις Ελλήνων παραγωγών, όπως η ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ, η Ελληνική Παραγωγή, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο κ.ά.
Προκειμένου να αξιολογηθούν οι προτάσεις τους και να φανούν οι θετικές επιδράσεις τους στην ελληνική οικονομία, η ΕΕΝΕ ανέθεσε στο ΙΟΒΕ μελέτη που θα παρουσιαστεί στη διάσκεψη της 11ης Νοεμβρίου.
Συνεπώς, διαπιστώνεται μια σύγκλιση απόψεων των ελληνικών βιομηχανιών και άλλων επιχειρηματικών κλάδων τόσο στον εντοπισμό των προβλημάτων όσο και στις λύσεις που πρέπει να υιοθετήσει η κυβέρνηση. Σημειώνεται επίσης ότι ο πρόεδρος της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έχει επανειλημμένως τονίσει την ανάγκη μείωσης του μη μισθολογικού κόστους για την ενίσχυση της ελληνικής επιχειρηματικότητας και φυσικά την ανάγκη τόνωσης των επενδύσεων και της ελληνικής παραγωγής ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών.
Όταν όλοι οι οικονομικοί θεσμοί διαπιστώνουν τα ίδια προβλήματα και συνιστούν τις ίδιες λύσεις, το να κωφεύει η κυβέρνηση είναι πολύ παράξενο. Ειδικά μάλιστα όταν το ΙΟΒΕ, ο πλέον αξιόπιστος ερευνητικός θεσμός για την οικονομία, πιστοποιεί την αποτελεσματικότητα αυτών των λύσεων.
Αντί ριζικών λύσεων, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχει βαφτίσει την παροχή επιδοτήσεων αναπτυξιακή πολιτική, αλλά κάνει λάθος, όταν όλοι ανεξαιρέτως οι βιομήχανοι σαφέστατα ζητούν από την κυβέρνηση αντικατάσταση των επιδοτήσεων με πραγματικά αναπτυξιακά μέτρα.
Δυστυχώς, τα υπουργεία που σχετίζονται με την οικονομία και την ανάπτυξή της δεν έχουν καταφέρει να πραγματοποιήσουν καμία μεταρρύθμιση, περιορίζονται σε διαχείριση, δεν στηρίζουν την ελληνική παραγωγή όπως οφείλουν και ελπίζουν μόνο στις ξένες επενδύσεις, οι οποίες, όπως αποδεικνύεται τα τελευταία χρόνια, είναι όλες αντιπαραγωγικές και εξυπηρετούν αποκλειστικά και μόνο τους ξένους επενδυτές. Την ίδια στιγμή η ελληνική παραγωγή είναι καθηλωμένη δημιουργώντας πλείστα όσα προβλήματα, από τις θέσεις εργασίας και τα εισοδήματα μέχρι τα ελλείμματα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.
Στην ανοιχτή γενική συνέλευση του ΣΕΒ ο πρόεδρός του Σπύρος Θεοδωρόπουλος εξήγησε με μεγάλη σαφήνεια: «Προκειμένου η Ελλάδα να αυξήσει τις παραγωγικές επενδύσεις της στο 13% του ΑΕΠ της, που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος, χρειάζεται επιπλέον περίπου 11 δισ. ευρώ κάθε χρόνο. Είναι απαραίτητη, λοιπόν, η δημιουργία ενός επενδυτικού εργαλείου το οποίο θα λειτουργεί ανεξαρτήτως μεγέθους επιχείρησης, κλάδου και περιοχής, είτε για επέκταση – εκσυγχρονισμό υφιστάμενης δραστηριότητας, είτε για δημιουργία νέας, και θα δίνει έμφαση στην κατά προτεραιότητα αξιοποίηση των ιδίων πόρων των επιχειρήσεων με φορολογικές επιβραβεύσεις αντί για επιδοτήσεις».
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, το μήνυμα έχει σταλεί επανειλημμένως και ηχηρά, από παντού, προς την κυβέρνηση.
Η αδιαφορία της είναι ανεξήγητη και, όπως φαίνεται, επικίνδυνη για τις προοπτικές της οικονομίας.
nikolopoulos@reporter.gr