ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΣΙΟΥΤΑΣ

Η επιστροφή του Λάκη

Ο
Δημιουργός, έπλασε άλλα πλάσματα με δόντια και άλλα με κέρατα. Άλλα με νύχια και άλλα με δηλητήριο για να υπερασπίζονται τον εαυτό τους και να πλήττουν τους εχθρούς τους.

Μόνο στον άνθρωπο έδωσε το χάρισμα της ομιλίας.

Άλλοι αυτό το χάρισμα το χρησιμοποιούν για να εκδηλώνουν την αγάπη και την αλληλεγγύη τους και άλλοι για να εξαπατούν, να διασύρουν και να κατευθύνουν με την προπαγάνδα τους την μάζα για ίδιο όφελος.

Ο «σύγχρονος Αριστοφάνης» κατά την εκτίμηση κάποιων στην εποχή της παντοδυναμίας του, μετά από κάποια χρόνια απουσίας επανέρχεται στην τηλεόραση, ομολογώντας για πρώτη φορά την κομματικοποίηση του τσαντιριού του σε πρόσφατη συνέντευξή του:

«Εάν η χώρα πήγαινε ακροδεξιά, αυτή τη στιγμή δεν θα είχε συνέλθει. Πίστεψα ότι ο κόσμος πέρναγε μέσα από τη λογική του Αλέξη Τσίπρα».

Μάλλον θέλει να του χρωστάμε που «προστάτεψε» κατά την κρίση του, την δημοκρατία μας από την ακροδεξιά.

Μόνο που μέσα από το τσαντίρι του δεν στοχοποιούσε την ακροδεξιά, παρά μόνο τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ, πρόσωπα και κόμματα.

Εκτός αν πίστευε ότι ακροδεξιά ήταν η Ν.Δ και το ΠΑΣΟΚ και αριστερά ο ΣΥΡΙΖΑ.

Για τέσσερα χρόνια ήταν κήνσορας της δημόσιας ζωής με πρόσχημα τη σάτιρα, εκφραστής μιας κομματικής προπαγάνδας και έγινε η φωνή του «κάθε αγανακτισμένου».

Των «αγανακτισμένων» του Συντάγματος, των «μπουρλοτιέρηδων» των Σκουριών, του «ακηδεμόνευτου» κινήματος του «δεν πληρώνω», των «αυθορμήτως» προσερχόμενων στις πλατείες και των μουτζών στις παρελάσεις.

Αρκεί όλοι αυτοί οι «αγανακτισμένοι» να εκπροσωπούσαν το δικό του κομματικό αφήγημα.

Με αποκορύφωμα την προτροπή του προς τα «εξοργισμένα παιδιά» «να μην ηρεμήσουν», να «μην δηλώσουν υπακοή και να διεκδικήσουν αυτά που πρέπει, ξέρουν αυτά»

Μια προπαγάνδα που φυσικά δεν πήγε στράφι.

Ο Α. Τσίπρας δεν ήταν αγνώμων.

Το όνομά του «έπαιξε» σαν πιθανή υποψηφιότητα του ΣΥΡΙΖΑ για τον Δήμο Αθηναίων, για να τον ανταμείψει τελικά τοποθετώντας τον επικεφαλή του ευρωψηφοδελτίου του ΣΥΡΙΖΑ. Μια υποψηφιότητα που την άφηνε όμως να «σέρνεται» για 10 μέρες, κερδίζοντας τις εντυπώσεις και «αδειάζοντας» τελικά τον Αλέξη.

Για τέσσερα χρόνια κάθε τρίτη, πέρα από την κομματική χειραγώγηση και τον ρόλο του καθοδηγητή που είχε αναλάβει, κακοποιούσε και την αισθητική της σάτιρας, με τους γέρους που κλάνουν, τους μακάκους που αυνανίζονται, με τα σαχλά σεξιστικά υπονοούμενα και με τα ρατσιστικά σχόλια για το βάρος, το ύψος, το πάχος και το φάρδος.

Οι γεμάτες αίθουσες, τα υψηλά ποσοστά τηλεθέασης που άγγιζαν το 50% και η υποστήριξη του πλήθους, πίστευε ότι νομιμοποιούσαν και δικαίωναν την άθλια αισθητική της σάτιράς του.

Και όσο μεγαλύτερη η στήριξη της μάζας τόσο μεγάλωνε η κακοποίηση.

Εκτός αν θεωρούσε ότι οι γκέι καρικατούρες με τα φτερά και τα πούπουλα πότε με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο (τι κρίμα) πότε με τον Καλυβάτση και τα άτσαλα μονταρισμένα κεφάλια σε κουτσουρεμένα κορμιά, είχαν αισθητική.

Ξέρετε, κάποιοι αρκούνται στην αρχή ότι η σάτιρα δεν έχει όρια, αρνούνται όμως να δεχτούν ότι έχει αισθητική και κανόνες.

Κάποιοι εκμεταλλευόμενοι την ελευθερία της έκφρασης που περιβάλλει την τέχνη, φτάνουν στο άλλο άκρο, του σαχλού, του ανόητου και της ισοπέδωσης.

Και στο όνομα αυτής της ελευθεριότητας, προκαλούν τις ευαισθησίες και τα αντανακλαστικά της κοινωνίας που δυστυχώς υπήρξαν λίγα τότε και ευτυχώς υπάρχουν πολλά σήμερα.

Η σάτιρά του ήταν μια χοάνη που καταβρόχθιζε τα πάντα. Από τα παρωχημένα αστεία, τα ανόητα ανέκδοτα που τα έψαχνε στο ίντερνετ, μέχρι την εμμονική στοχοποίηση πότε του Α. Κούγια, πότε της Ε. Σαρρή και πότε της Μ. Ντενίση.

Και το χειρότερο ήταν η χαρά που έβλεπες στο βλέμμα του που έφτανε στα όρια της μικρότητας, όταν λοιδορούσε άτομα της trash ΤV και ευπαθείς κοινωνικές ομάδες για λίγους ακόμα πόντους τηλεθέασης, επιβεβαιώνοντας αυτό που έλεγε ο Ουμπέρτο Έκο: «Στο είδος του είναι ιδιοφυής, αλλά το είδος του είναι σκατά!»

Ελπίζω τούτη την φορά να αφήσει πίσω του το παλιακό, να θυμηθεί κάτι από τους «Δέκα Μήτσους» και να μείνει πιστός στην δήλωσή του:

«Αν δεν έχει αλήθεια το Αλ Τσαντίρι δεν θα επιβιώσει»

Γιατί τούτη την φορά αλήθειες θέλουμε Λάκη. Μπουχτίσαμε από τους καθοδηγητές και τους σωτήρες.

Εύχομαι στο καινούριο εγχείρημά του, να αφήσει πίσω τον κακό του εαυτό που αντί για γέλιο απέχθεια προκαλεί, να μην εκμεταλλευτεί για άλλη μια φορά την ανάγκη που έχουμε όλοι για λίγες στιγμές χαλάρωσης και να καταλάβει ότι τούτος ο λαός δεν αντέχει άλλους σωτήρες, ούτε άλλα προκάτ φερέφωνα επανάστασης.

Γιατί όπως έλεγες και εσύ Λάκη: «Από πότε οι σωτήρες διαλέγουν τους λαούς και όχι οι λαοί τους σωτήρες».