Ήμουν, λέει, αραχτή στον καναπέ και παρακολουθούσα το αγαπημένο μου σίριαλ. Έξω, κωλόκαιρος. Μια μπόρα ανοιξιάτικη έσκαβε λακκούβες στη γη κι ο άγριος βοριάς τρομοκρατούσε τον ύπνο του δικαίου. Ο ουρανός, πίσω από σύννεφα πυκνά, έκρυβε τις σκοτεινές του προθέσεις
Ο ήχος της βροχής στο τζάμι συχνά αποσπούσε την προσοχή μου από το αγαπημένο μου σίριαλ, ένα σίριαλ που παρακολουθούσα για χρόνια, γεμάτο διαπλοκές, ανατροπές και συμφωνίες, στο οποίο έπαιζε ένας θίασος με τριακόσιες μία μαριονέτες. Οι μορφές ήταν γνωστές. Οι τριακόσιες. Η μία, η μόνη βωβή μορφή, ήταν ένας ανθρωπάκος, ολόιδιος μ’ ένα μυθικό ήρωα που είχα δει κάποτε σ’ ένα βιβλίο και τον έλεγαν Σίσυφο.
Ο Σίσυφος, βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας που σήμερα λέγεται Κόρινθος, λίγο ρουφιάνος, λίγο πανούργος μα ιδιαίτερα ευφυής, μετά τα πέρα δώθε του στον κάτω κόσμο νικήθηκε από τις σκοτεινές δυνάμεις και καταδικάστηκε να κουβαλήσει έναν πελώριο βράχο ως την κορυφή του βουνού. Κάθε φορά που πλησίαζε τη βουνοκορυφή, ο βράχος κυλούσε πίσω στην πλαγιά κι εκείνος τον ζαλωνόταν πάλι και τον κουβαλούσε ξανά και ξανά και ξανά… χωρίς ποτέ να καταφέρει να φτάσει ως την κορφή.
Στο σίριαλ, ολόκληρος ο θίασος – μαριονέτες, παραταγμένος στους πρόποδες του βουνού, παρακολουθούσε τον άτυχο άνδρα καβγαδίζοντας και εκτοξεύοντας βρισιές και απειλές μεταξύ τους, ενώ κάποιες απ’ τις μαριονέτες σκαρφάλωναν κι έστηναν εμπόδια στο δρόμο του Σίσυφου ή του έβαζαν τρικλοποδιές. Την ίδια στιγμή έχυναν μαύρα δάκρυα για την κακή του μοίρα. Ωστόσο, επεισόδιο το επεισόδιο, ο Σίσυφος -ή μπορεί να ήταν και σωσίας του- όλο την ανηφόρα τράβαγε μα ποτέ δεν έφτανε στην κορυφή.
Κι εγώ είχα, λέει, ταυτιστεί τόσο πολύ με τον Σίσυφο! Ήταν κι ο αέρας, έξω… με τρόμαζε. Και ο απαίσιος ήχος της βροχής καθώς έσκαγε στο τζάμι…
Ώσπου, ξαφνικά, σταμάτησε να λυσσομανάει ο βοριάς. Σταμάτησε και να βρέχει. Έξω από την μπαλκονόπορτα η νύχτα, τώρα, έμοιαζε να κοιμάται γαλήνια στην αγκαλιά ενός ουρανού αθώου, γεμάτου μ’ αστέρια. Σηκώθηκα και κόλλησα τη μύτη μου στη τζαμένια πόρτα. Είδα τ’ αστέρια να στραφταλίζουν το φως τους στο χέρσο χωράφι μου. Και τότε, λέει, άρχισε να χιονίζει. Ένα χιόνι που έπεφτε από τ’ αστέρια, μια και σύννεφα στον ουρανό δεν υπήρχαν. Ένα χιόνι χρυσό, ολόχρυσο.
Το χρυσαφένιο χιόνι άπλωσε στο χωράφι μου, στη μάντρα, στα σκαλιά, στην μπαλκονόπορτα κι ύστερα πέρασε μέσα από το τζαμωτό, τις αλουμινένιες κάσες της, τα μονωμένα ντουβάρια του σπιτιού κι ήρθε και γέμισε το δωμάτιο. Τα σκέπασε όλα.
Τρομαγμένη από τη μεταφυσική μαγεία του χρυσαφένιου χιονιού κούρνιασα στο καναπέ, κρύβοντας το πρόσωπό μου στις παλάμες μου. Ανάμεσα από τα ξυλιασμένα μου δάκτυλα κρυφοκοιτούσα την συνέχεια του σίριαλ που δεν έπαψε να παίζει στην σαράντα δύο ιντσών οθόνη της τηλεόρασής μου.
Μα χιόνιζε και μέσα στο σκηνικό του σίριαλ. Το χιόνι απλωνόταν στο βουνό που ανεβοκατέβαινε ο Σίσυφος, ο οποίος τώρα δυσκολευόταν περισσότερο να το ανέβει. Οι μαριονέτες γλιστρούσαν κι εκείνες πάνω στο χρυσαφένιο χιόνι αλλά δεν έφευγαν. Έμεναν εκεί να ορίζουν, σα μικροί αστείοι σκηνοθέτες, τα βήματά του.
Εκείνη την στιγμή είδα τον Σίσυφο, φορτωμένο με τον βράχο που κουβαλούσε, να σταματάει στα μισά του βουνού, να χειρονομεί και να φωνάζει. Οι φωνές του αντιλαλούσαν στο απέναντι βουνό κι ερχόντουσαν πάλι πίσω.
«Ε, σεις, εκεί κάτω… μαριονέτες και ορτινάντζες των μαριονέτων, σκηνοθέτες, σεναριογράφοι και διεκπεραιωτές, παραγωγοί, προαγωγοί και σύμβουλοι… ακούστεεεε. Εγώ ποτέ δεν συμφώνησα να παίξω σ’ ένα τέτοιο σενάριο εξοντωτικό για τη ζωή μου. Εγώ ποτέ δεν συμφώνησα να πλουτίζετε εσείς απ’ τον ιδρώτα μου. Ε, σεις, λαμόγιααααα… ακούστε με… ακούστε με… Ή θα μου αλλάξετε σενάριο πληρώνοντάς μου τα χρέη σας όλα, ή….»
Οι μαριονέτες από κάτω έβαλαν τα γέλια. Κάποιες έμειναν αμίλητες κοιτάζοντάς τον με οίκτο. Κάποιες του φώναξαν να συνεχίσει λίγο ακόμη, όπου να ‘ναι τελειώνει η δύσκολη σκηνή, και κάποιες τον διαβεβαίωναν να μην φοβάται, θα πληρωθεί για όλους του τους κόπους. Πάντα οι μαριονέτες τον διαβεβαίωναν κι ελπίζοντας ότι εκείνος είχε ξεχάσει τις διαβεβαιώσεις τους, τον διαβεβαίωναν ξανά και ξανά και ξανά…
Τότε, ο Σίσυφος, σήκωσε το βράχο με τα χέρια του που τώρα έσταζαν αίματα και με όση δύναμη του είχε απομείνει τον πέταξε μέχρι τους πρόποδες του βουνού. Είδα, λέει, πως καταπλάκωσε πολλές από τις μαριονέτες.
Τρόμαξα. Ξύπνησα λουσμένη στον ιδρώτα λες κι ο βράχος ερχόταν να σκάσει κατευθείαν στο κεφάλι μου. Φόρεσα τις παντόφλες μου, πήγα στο μπάνιο κι έριξα δυο χούφτες νερό στο πρόσωπό μου. Ύστερα, βούρτσισα τα μαλλιά μου. Μια μικρή χρυσαφένια νιφάδα χιονιού είδα να πέφτει μαλακά στον νιπτήρα. Κι ύστερα την είδα να λειώνει και να χάνεται στου νιπτήρα την τρύπα.
Ναι, φίλε μου, ξύπνια ήμουν και στ’ αλήθεια την είδα.
Μάλιστα, σκέφτηκα να πάω στην μπαλκονόπορτα να κολλήσω ξανά στο τζάμι τη μύτη μου και να περιμένω εκεί μέχρι να πέσει η νύχτα. Μέχρι να κοπάσει ο αέρας που έξω λυσσομανούσε στ’ αλήθεια. Να σταματήσει κι η βροχή. Μήπως ρίξουν και πάλι τ’ αστέρια στη γη χρυσαφένιες νιφάδες χιονιού και συντελεστεί το θαύμα. Αλλά τότε, μια άλλη σκέψη μου πέρασε απ’ το νου.
Μήπως, τελικά, το θαύμα είμαι εγώ;
karalitsa2@gmail.com