Πάνω στη μαυρίλα του, σκάνε δύο προξενιά. Τι τύχη κι αυτή! Ο ένας πλούσιος, ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης και τεμπελχανάς, χαραμοφάης. Ο άλλος φτωχός αλλά δουλευταράς, κοντός, μελαχρινός, μπαμπάτσικος, μα τίμιο παλληκάρι. Τώρα, με ποιόν θα ευτυχίσει η θυγατέρα;
Τη λύση -μισοαστεία μισοσοβαρά- του τη δίνει ο Μήτσος. «Να αποφασίσει η βάση» του λέει.
«Ποια είναι η βάση;»
«Φίλοι, γνωστοί, συγγενείς, γείτονες…»
Το καλοσκέφτηκε ο Θανάσης. Δεν είναι κι άσχημα. Φεύγει και από την ευθύνη για τον έγγαμο βίο της κακοξόδευτης θυγατέρας. Τρέχει αμέσως, γράφει μια ανακοίνωση και την κολλάει στην τζαμόπορτα του φούρνου της γειτονιάς. Την επόμενη Κυριακή ελάτε να διαλέξετε γαμπρό για τη θυγατέρα μου. Προσφέρω και σοκολατάκι. Εσείς, μην φέρετε γλυκίσματα και λουλουδικά, στο μεγάλο βάζο, στο σαλόνι, θα ρίξετε την ψήφο σας και τρία ευρώ ο καθένας.
Την επόμενη Κυριακή ξεχείλισε το σπιτικό του από γείτονες, συγγενείς, φίλους και εχθρούς. Γιατί, ο Θανάσης, λίγο ιδιότροπος άνθρωπος, είχε και εχθρούς, όλοι έχουμε. Έμπαιναν, έβγαιναν, γνώριζαν τους γαμπρούς, τους άγγιζαν, τους κάτσιαζαν, τίγκα και το μεγάλο βάζο από τα τρίευρα… Η έκφραση «του Κουτρούλη ο γάμος» εδώ πηγαίνει γάντι. Φεύγοντας, ο καθένας, έδινε και την ευχή του για να ευοδωθεί το προξενιό με κείνον που επέλεξε ο ίδιος. Ο καθένας, για το δικό του λόγο. Γιατί είπαμε, δεν ήταν όλοι φίλοι, ήταν και εχθροί, ήταν και συμβουλάτορες και τοκιστές και σουλατσαδόροι και κατακάθια από το βαθύ παρακράτος της γειτονιάς. Ήταν κι άλλοι που ήρθαν να ψηφίσουν με έτοιμο το ψηφοδέλτιο στην κωλότσεπη, τσιράκια των γαμπρών αυτοί.
Κόσμος και κοσμάκης. Θηράματα και θηρευτές.
Ήρθε και ο Μήτσος μα δεν ψήφισε. Το καλοσκέφτηκε. «Δεν είναι δική μου ευθύνη αυτή» είπε, χαιρέτησε και έφυγε χωρίς να ευχηθεί. Γιατί άραγε; Ο Μήτσος ήταν άνθρωπος καλός, αγνός, ντόμπρος και ιδεολόγος. Καθώς έφευγε, τον άκουσε ο Θανάσης να μονολογεί «για πόσο μαλάκα με περνάς, ρε φίλε;»
Την άλλη μέρα που ξύπνησε ο Θανάσης, είδε τα χάλια του σπιτιού του και του κόπηκε η ανάσα. Του έλειπαν όλα τα ασημικά, ενθύμια της προγιαγιάς του. Ο καναπές του παλαντζάριζε με ένα πόδι λιγότερο που τελικά το βρήκε στην αυλή. Το τραπέζι του καμένο από τσιγάρα και πάνω στο χαλί του ξεραμένα ένα σωρό σκατά από κάποιον που τα πάτησε στο δρόμο κι ήρθε να τα σκουπίσει εδώ.
Στο θέαμα αυτό, ο Θανάσης, έκρυψε με τις παλάμες του τα μούτρα του κι έκλαψε για ώρα. Ύστερα μέτρησε τα τρίευρα. Ούτε για αστείο δεν έφταναν για να καλύψει τις ζημιές. Όσο για τις ψήφους, 50/50 ήρθανε. Δεν έλυσε το πρόβλημά του. Και δεν θα το έλυνε σε καμία περίπτωση γιατί δεν ήταν δυνατό να ξεχωρίσει τις προθέσεις των ψηφοφόρων. Γιατί αυτός ψήφισε αυτόν και όχι τον άλλο; Έλα μου, ντε!
Και ήταν πολλοί. Πολλοί περισσότεροι από κείνους που είχαν πατήσει έστω μια φορά στο σπίτι του. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί, ο Θανάσης, τι πρεμούρα τους έπιασε και ήρθαν τώρα, μα δεν αναρωτήθηκε. Στου Θανάση το κεφάλι περίσσιες ερωτήσεις δεν χωρούν.
Εγώ όμως έχω μια απορία. Πώς γίνεται στους σύγχρονους καιρούς και ζητούν τα κόμματα, προκειμένου να αλλάξουν αρχηγούς, την ψήφο της βάσης; Δηλαδή, των φίλων και ψηφοφόρων του κάθε κόμματος. Δεν διεισδύουν και αντίπαλοι που εξυπηρετούν ίδια οφέλη;
Ή μπα, όλοι μια παρέα είμαστε, ελάτε κερνάμε και σοκολατάκια…
karalitsa2@gmail.com