ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Λαϊκισμός, Ακροδεξιά, ανισότητα και οικονομία

Η
στροφή πολλών Ευρωπαίων ψηφοφόρων προς τα ακροδεξιά κόμματα και η ενίσχυση του λαϊκισμού σε όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Ελλάδας, είναι μία πολύ σοβαρή ένδειξη ότι οι κυβερνήσεις δεν ικανοποιούν τους πολίτες.

Δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι λαοί είναι ηλίθιοι, ότι οι πολίτες είναι «ψεκασμένοι» και πιστεύουν τους λαϊκιστές πολιτικούς.

Η λογική λέει ότι οι προσδοκίες των ψηφοφόρων από τις κυβερνήσεις διαψεύδονται και γι’ αυτό τις εγκαταλείπουν και ψηφίζουν π.χ. ακροδεξιά.

Το ερώτημα είναι γιατί οι κυβερνήσεις των παραδοσιακών δημοκρατικών κομμάτων, της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς, των σοσιαλιστών, των συντηρητικών, των φιλελεύθερων, δεν καταφέρνουν να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των ψηφοφόρων.

Η απάντηση δεν είναι προφανής, ούτε η ίδια για όλες τις χώρες. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι κυβερνήσεις δεν έχουν καταφέρει να συνδυάσουν τις απαιτήσεις των ψηφοφόρων με αυτές των διεθνών οργανισμών, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, Ε.Ε. Για παράδειγμα, τα κριτήρια υγείας μιας οικονομίας καθορίζονται από τους διεθνείς οργανισμούς με βάση το ύψος των ελλειμμάτων και του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ κάθε χώρας.

Τα κριτήρια είναι σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετα. Είναι αυθαίρετο π.χ. ότι πρέπει το έλλειμμα να είναι μικρότερο από το 3% και το χρέος μικρότερο από το 100% του ΑΕΠ. Όμως αυτό είναι το κριτήριο που έχει συμφωνηθεί, συνεπώς οι κυβερνήσεις είναι αναγκασμένες να επιδιώκουν την επίτευξή του.

Αν δεν το πετύχουν, έρχεται η τιμωρία από τις αγορές κεφαλαίων, που αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού της «αποτυχημένης» χώρας και της δημιουργούν μια ασφυκτική πίεση για την επίτευξη των κριτηρίων. Αυτό αναγκάζει όλες τις κυβερνήσεις να κινηθούν εντός ενός πλαισίου που περιορίζει τις δυνατότητές τους να ασκήσουν πολιτική ικανοποίησης των προσδοκιών των ψηφοφόρων. Καθώς λοιπόν η οικονομική πολιτική προσαρμόζεται στην επίτευξη αυτών των κριτηρίων, εμφανίζεται το φαινόμενο των «αλαζονικών κυβερνήσεων».

Διότι οι ηγέτες που πετυχαίνουν τα κριτήρια, μειώνουν π.χ. το έλλειμμα και το χρέος, εισπράττουν τα εύσημα των διεθνών οργανισμών και των αγορών και νιώθουν πολύ επιτυχημένοι, με αποτέλεσμα να μη δίνουν τη δέουσα σημασία στη δυσαρέσκεια των πολιτών της χώρας τους. Η περίπτωση της ελληνικής κυβέρνησης είναι ενδεικτική. Ο Μητσοτάκης έχει βελτιώσει την εικόνα της χώρας με βάση τα διεθνή οικονομικά κριτήρια, αλλά οι πολίτες υποφέρουν από την ακρίβεια που εξαντλεί το μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημά τους μέσα στο δεκαπενθήμερο.

Ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο οι ψηφοφόροι στρέφονται προς λαϊκιστικά κόμματα είναι η αδυναμία των κυβερνήσεων να προστατέψουν τους πολίτες από τις γεωπολιτικές αλλαγές. Το Μεταναστευτικό π.χ. είναι πρόβλημα για πολύ μεγάλο μέρος των πληθυσμών της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Πολλοί νιώθουν ότι οι μετανάστες τους παίρνουν τις δουλειές, ότι εισπράττουν ενισχύσεις από το κράτος που κανονικά έπρεπε να εισπράττουν οι ίδιοι, έχουν ίσα δικαιώματα με τους ντόπιους, ενώ δεν συνεισφέρουν το ίδιο κ.λπ.

Σήμερα, η αύξηση του κόστους της ενέργειας που εκτίναξε τα κόστη προϊόντων και υπηρεσιών στις ευρωπαϊκές χώρες είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες δυσαρέσκειας. Αυτά τα προβλήματα δεν μπορεί να τα λύσει καμία κυβέρνηση – ούτε οι ακροδεξιές και λαϊκιστικές κυβερνήσεις. Δεν μπορούν να περιορίσουν το ενεργειακό κόστος της Ε.Ε., μπορούν να δώσουν επιδόματα στήριξης, αλλά αυτά θα εκτροχιάσουν το έλλειμμα και το χρέος και θα δημιουργήσουν άλλα προβλήματα. Κι όμως, οι λαϊκιστές και οι ακροδεξιοί υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια και οι ψηφοφόροι τους ψηφίζουν. Θα απογοητευτούν στο μέλλον, αλλά τώρα αφενός ελπίζουν και αφετέρου τιμωρούν τα συστημικά κόμματα που δεν τους προστάτεψαν από τις κρίσεις.

Και δεν είναι μόνο οι πολίτες που δυσανασχετούν, είναι και οι επιχειρήσεις. Στην Ευρώπη έχουν κλείσει οι μισές βιομηχανίες λόγω υψηλού ενεργειακού κόστους, το οποίο οφείλεται αφενός στη ρήξη των σχέσεων της Ε.Ε. με τη Ρωσία που προμήθευε με φθηνό φυσικό αέριο την Ευρώπη και αφετέρου λόγω της ενεργειακής πολιτικής της Ε.Ε. για μηδενικούς ρύπους.

Η ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε. αποσκοπεί στο να μηδενιστούν άμεσα οι ρύποι που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη. Θεμιτός στόχος μεν, αλλά κακοσχεδιασμένη η ενεργειακή πολιτική, διότι το κόστος ενέργειας εκτινάσσεται και παρασύρει μαζί του το κόστος όλων των προϊόντων και υπηρεσιών στην Ευρώπη. Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός υποφέρει, η ευρωπαϊκή βιομηχανία κλείνει και η ευρωπαϊκή ηγεσία δεν έχει καταφέρει να βρει λύσεις.

Πώς όμως μπορούν να λυθούν τόσο μεγάλα προβλήματα από τις εθνικές κυβερνήσεις; Με δύο τρόπους:

Αφενός σε εθνικό επίπεδο, ενισχύοντας τις πολιτικές περιορισμού του βάρους των πολιτών και μειώνοντας, μέσω της φορολογικής πολιτικής κυρίως, το πρωτοφανές χάσμα ανισότητας μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων ομάδων του πληθυσμού. Τη στιγμή αυτή η μεσαία εισοδηματικά τάξη συνθλίβεται σε όλη την Ευρώπη, τα πιο αδύναμα στρώματα φτωχοποιούνται και ο πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια πολύ λίγων.

Αφετέρου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου οι εθνικές κυβερνήσεις θα πρέπει να πιέσουν τα ευρωπαϊκά όργανα για εξορθολογισμό των πολιτικών.

Δυστυχώς οι κυβερνήσεις είναι εντελώς ανίσχυρες μπροστά στην παντοδύναμη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, η οποία δεν εκλέγεται από τους λαούς και δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Λειτουργεί προς όφελος της δικής της ισχύος, συνεχώς μεγεθύνεται, παρεμβαίνει και ρυθμίζει κάθε πτυχή της καθημερινότητας των Ευρωπαίων, ακόμη και αν εδώ θα τρώμε κοκορέτσι και σπληνάντερο, και παίρνει αποφάσεις σε γεωπολιτικό επίπεδο επιβαρύνοντας τους φορολογούμενους. Για παράδειγμα, ο πόλεμος με τη Ρωσία έχει ανυπολόγιστο κόστος για την Ε.Ε., ενώ δεν έχει το ίδιο κόστος για τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο. Το ίδιο και η ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αναγκαίο τελικά όλα τα πολιτικά κόμματα και οι κυβερνήσεις να εστιάσουν στη μείωση των ανισοτήτων και στη βελτίωση των εισοδημάτων των πολιτών, διότι μόνο έτσι θα μπορέσουν να ανακόψουν την επέλαση των λαϊκιστών, που μπορεί στο τέλος να διαψευστούν, αλλά τώρα γοητεύουν με τα ψέματά τους.

 

nikolopoulos@reporter.gr