ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ

Κατανοώ άρα υπάρχω

Σ
ε μια εποχή όπου η τεχνητή νοημοσύνη καλπάζει, αλλά οι ίδιοι οι χρήστες της δυσκολεύονται να αναγνώσουν και να κατανοήσουν απλά κείμενα, η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών δεν είναι πρόβλημα: είναι μέρος της λύσης.

Η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στην Ελλάδα δεν έχει γνωρίσει, ιστορικά, καμία ουσιαστική μεταβολή μεθόδου. Παρά τις κατά καιρούς ανανεώσεις των σχολικών εγχειριδίων, παραμένει προσανατολισμένη κυρίως στην κατανόηση κειμένων και στη διδασκαλία γραμματικοσυντακτικών κανόνων. Είναι, ίσως, το μόνο μάθημα που εδώ και δεκαετίες διδάσκεται με σχεδόν αμετάβλητο τρόπο. Αυτό εξηγεί και τη δυσπιστία απέναντι σε κάθε πρόταση ανανέωσης: απουσιάζει προηγούμενο αλλαγής, αλλά και παράδοση μεταρρύθμισης πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί κάτι νέο. Όμως τα ευρήματα της εκπαιδευτικής έρευνας δείχνουν πλέον καθαρά ότι η αλλαγή δεν είναι επικίνδυνη, αλλά αναγκαία και όσο καθυστερεί, τόσο πιο επιτακτική γίνεται.

Και εξηγώ: στις διεθνείς εκπαιδευτικές αξιολογήσεις, οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών αποτυπώνουν σταθερή φθορά στην κατανόηση λόγου. Το πρόβλημα είναι πολύ πιο σοβαρό καθώς αφορά την ικανότητα συγκέντρωσης, επιχειρηματολογίας και νοηματικής επεξεργασίας – δεξιότητες που, πλέον, θεωρούνται κρίσιμες για την αποτελεσματική χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης.

Το Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025, στο συνέδριο της Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος, παρουσιάστηκαν τα πρώτα αποτελέσματα μιας μελέτης που διεξάγουν καθηγητές από τα Πανεπιστήμια Αθηνών, Cambridge και Πελοποννήσου. Η έρευνα έδειξε ότι η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών με την «ενεργό μέθοδο» – την προσέγγιση που δίνει έμφαση στην παραγωγή προφορικού και γραπτού λόγου και εφαρμόζεται διεθνώς στη διδασκαλία κάθε γλώσσας (active/direct method) – οδήγησε σε σημαντική βελτίωση της κατανόησης και της παραγωγής λόγου στα Νέα Ελληνικά. Οι μαθητές δεν ωφελήθηκαν μόνο γλωσσικά, αλλά χαρακτήρισαν και την εμπειρία ως θετική – κάτι σπάνιο για το συγκεκριμένο μάθημα. Η αλλαγή, επομένως, δεν είναι μόνο δυνατή, αλλά και παιδαγωγικά βιώσιμη.

Αξίζει να τονιστεί ότι η «επικοινωνιακή» προσέγγιση δεν είναι πρόσφατη επινόηση. Όπως έχει τεκμηριώσει μεταξύ πολλών άλλων η φιλόλογος Eleanor Dickey, οι Ρωμαίοι και αργότερα οι Ευρωπαίοι μάθαιναν Αρχαία Ελληνικά με διαλόγους, ασκήσεις και πρακτικά παραδείγματα. Η μέθοδος αυτή – βιωματική, λειτουργική, εφαρμοσμένη, απαλλαγμένη από τεχνητές δυσκολίες – κυριάρχησε για αιώνες στην παιδαγωγική παράδοση της Δύσης. Επομένως, η αλλαγή της μεθόδου δεν εισάγει κάτι καινούργιο, αλλά επαναφέρει έναν τρόπο διδασκαλίας που είχε λειτουργήσει και απλώς εγκαταλείφθηκε.

Αυτό που χρειάζεται επιπλέον, είναι το μάθημα να αποκτήσει συνάφεια: να εξηγεί στον μαθητή γιατί τα νοήματα των αρχαίων κειμένων τον αφορούν. Μιλώντας πρόσφατα στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, τόνισα ότι η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών απαιτεί νοηματική σύνδεση με το παρόν. Όταν ο μαθητής αντιλαμβάνεται πως έννοιες όπως η αρετή, το μέτρο, η ευθύνη εξακολουθούν να είναι επίκαιρες στην δική του καθημερινότητα, τότε το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών γίνεται συναρπαστικό.

Η πρόταση για ίδρυση κλασικών λυκείων, κατά το ιταλικό πρότυπο, επίσης μία πρόταση που απασχολεί τα τελευταία χρόνια την ακαδημαϊκή κοινότητα, μπορεί να δημιουργήσει τον χώρο για μαθητές που επιθυμούν να εμβαθύνουν συστηματικά στη γλώσσα. Στο γενικό λύκειο, παράλληλα, το μάθημα μπορεί να προσανατολιστεί περισσότερο στην πολιτισμική του διάσταση – φιλοσοφία, λογοτεχνία, ρητορική, ιστορία ιδεών – με τρόπο κατανοητό, λειτουργικό και περιεκτικό.

Κατά τη γνώμη μου, η ελληνική εκπαίδευση χρειάζεται μια νηφάλια μεταρρύθμιση που να ενώνει την παράδοση με την επιστημονική καινοτομία. Γιατί σε μια εποχή όπου η τεχνητή νοημοσύνη θα σκέφτεται γρηγορότερα από εμάς, η ικανότητα να καταλαβαίνουμε τι διαβάζουμε θα αποτελεί την πιο σημαντική δεξιότητα, όχι της αριστείας, αλλά της ελευθερίας.

 

* Η κα Ευγενία Μανωλίδου είναι μουσικός και διευθύντρια της Σχολής Αρχαίων Ελληνικών «Ελληνική Αγωγή»