ΛΙΤΣΑ ΚΑΡΑΜΠΙΝΗ

Καλώς ήρθατε στην κόλαση…

Β
λέπω τον παππού ολοζώντανο μπροστά μου να με κοιτάζει με το φρύδι σηκωμένο. Τι έκανα; Δεν μπορεί, κάτι θα έκανα… Και αναδύονται από τα βάθη των ξεχασμένων χρόνων μικρές παιδιάστικες ενοχές. Μικρές, μικρές, αλλά οι ενοχές εκσφενδονίζουν πάντα καύτρες. Κι όπου κάτσουν, κι ό,τι κάψουν…
Ο παππούς, ένας άνθρωπος τραχύς, απαίδευτος και παιδεμένος. Μα παλληκάρι. Από τα νιάτα του αγωνιστής του δίκαιου, της ελευθερίας, της δημοκρατίας.
«Καλώς ήρθατε στην κόλαση» τον ακούω να μου λέει κι έχει ένα ύφος βλοσυρό, σαν να μην είμαι πια το κοριτσάκι του.
«Παππού, βρίσκεσαι στην κόλαση;»
«Ποια κόλαση! Πάει η κόλαση, πάγωσε κι ερήμωσε. Έκλεψαν οι σατανάδες τις φωτιές κι ήρθαν στη γη να στήσουν γλεντοκόπι. Μπούχτισαν πια να τσουρουφλίζουν ψυχές τσουρουφλισμένες. Τώρα ορέγονται αίμα ζωντανό, αίμα που αχνίζει. Και στήσανε την κόλαση στη γη. Ανάβουν παντού φωτιές. Τα καζάνια τους παίρνουν βράση. Κοχλάζουν, δεν τ’ ακούς; Η κόλαση πια είναι εδώ. Μπροστά σου, πίσω σου, δίπλα σου, παντού. Τι στέκεσαι, κάνε κάτι να σωθείς».
«Να τρέξω, να κρυφτώ… Πού να πάω;»
Γέλασε ο παππούς, μ’ αυτό το γέλιο του το τρανταχτό.
«Αν τρέξεις θα σε βρούνε όπου κι αν κρυφτείς. Δεν γλιτώνεις έτσι απ’ τους σατανάδες. Μόνο αν εσύ τους κάψεις μέσα στις ίδιες τις φωτιές που ανάψανε να κάψουνε εσένα. Εσένα, το σπίτι σου, τη χώρα σου, τον πλανήτη που δικαιωματικά σου ανήκει».
Και ξαφνικά χάνεται η μορφή του από μπροστά μου.
Τσουτσούριασε η τρίχα μου. Ξύπνησα, μέσα στο καταχείμωνο, λουσμένη στον ιδρώτα.
Η μέρα μόλις αχνοφέγγει και η τηλεόραση ανοιχτή από βραδύς σε κείνο το κανάλι που κάπου κάπου ακούω τις ειδήσεις. Ένα μικρό κανάλι, στ’ αζήτητα κι απλήρωτα, αλλά το προτιμώ από τα άλλα που μου πυροβολάνε το μυαλό.
Καθώς ανακλαδίζομαι αισθάνομαι το βάρος από το βλέμμα του παππού που δεν χάθηκε μαζί με τον εφιάλτη. Λες και κόλλησε στην σάρκα μου επάνω. Θολωμένη από τον ύπνο και αλαφιασμένη από τον εφιάλτη, ακούω τις πρώτες πρωινές ειδήσεις. Άνθρωποι σε παράθυρα διαφωνούν. Λόγια που ο νους μου δεν διαχειρίζεται ολοκληρωμένα ακόμη.
«Τα καλάθι της ξεφτίλας… Οι πολίτες δεν μπορούν να βγάλουν το μήνα, δεν φτάνουν τα λεφτά. Αλλά η wall street journal βρήκε τη λύση. Σταματήστε να τρώτε πρωινό, έναν καφέ μόνο αρκεί…»
«Παράνομες παρακολουθήσεις, διαφθορά, διαπλοκή, αναξιοκρατία. Ηθική κατάρρευση. Από το ευρωκοινοβούλιο μας μαλώνουν. Για τις παρακολουθήσεις και την έλλειψη ελευθερίας Τύπου. Μας μαλώνουν όπως μαλώνει η μάνα το παιδί όταν κλέβει το γλυκό απ’ το ντουλάπι. Μας μαλώνουν και δεν μας μαλώνουν…»
«Πάτσηδες, Ντογιάκοι, πατέρας και γιος κι ένας ακόμη ολόκληρος συρφετός, ιδιοκτήτες της χώρας. Αμπαλάρουν σε συσκευασία δώρου 700.000 ακίνητα, να προσφέρουν δώρο, με το αζημίωτο, σε ξένα φανς. Φτωχοποιούν, τρομοκρατούν και ξεσπιτώνουν. Κωλοχανείο η άλλοτε περήφανη χώρα μου».
«Κομμάτι κομμάτι ξηλώνουν και το Ε.Σ.Υ. Το ξαρματώνουν από γιατρούς και νοσηλευτές. Περιορίστηκαν τα χειρουργεία στα Δημόσια νοσοκομεία, τα φάρμακα λείπουν, τα ραντεβού μετά θάνατο».
«Έρχονται εκλογές. Στις δημοσκοπήσεις η οικονομική ολιγαρχία έχει το προβάδισμα. Ποιο το νόημα; Ισραηλινοί χάκερς χειραγώγησαν πάνω από 30 εθνικές εκλογές. Η Team jorge έστησε παράγκα και στην Ελλάδα. Ρυπαρά κέντρα, ρυπαρά μυαλά κι εγώ σ’ αυτό το χάος καλούμαι να ψηφίσω».
Κλείνω την τηλεόραση. Θεέ μου, ο εφιάλτης συγκρούεται με την πραγματικότητα! Γύρω μου χορεύουν σατανάδες με κοστούμια και γραβάτες. Τα καζάνια τους κοχλάζουν. Κανιβαλίζουν το παρόν και το μέλλον μου. Το παρόν και το μέλλον των παιδιών μου. Κι εγώ τους στρώνω το τραπέζι. Τους απλώνω το κοφτό τραπεζομάντιλο. Η φωνή μου δεν χωράει να βγει απ’ το λαρύγγι μου.
«Παππού, παππού, η κόλαση… βρίσκομαι στην κόλαση…»
Πάνω στην παραζάλη μου, σαν να ακούω, μέσα από την κόλαση μα έξω από τον εφιάλτη, το γέλιο του παππού.
Γέλιο και λυγμός μαζί. Σαν τον πολεμιστή που ξεκινάει για τη μάχη κρατώντας στη χούφτα του πυρωμένες καύτρες για πυρομαχικά.

 

karalitsa2@gmail.com