ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Η μάχη του ΠΑΣΟΚ με Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ

Μ
ε τις πιθανότητες να εξασφαλίζουν σχεδόν υπό κάθε συνθήκη μια αυτοδύναμη και ισχυρή (λιγότερο ή περισσότερο) κυβέρνηση Μητσοτάκη, το πολιτικό ενδιαφέρον μετατοπίζεται πλέον στο πώς θα διαμορφωθεί η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.

Αυτό δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά μόνο τους ψηφοφόρους αυτών των δύο κομμάτων, αλλά όλους τους Έλληνες. Και αυτό διότι το ποιο από τα δύο κόμματα θα είναι αξιωματική αντιπολίτευση τα επόμενα χρόνια και ενδεχομένως κυβέρνηση αργότερα έχει μεγάλη σημασία.

Είναι εντελώς διαφορετικό να είναι αξιωματική αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ από το να είναι το ΠΑΣΟΚ για πολλούς λόγους. Αυτό υποστηρίζουν κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που εξηγούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα πολιτικό μόρφωμα χωρίς ιδεολογική ραχοκοκαλιά. Όπως λέει το όνομά του, εκπροσωπεί τη Ριζοσπαστική Αριστερά.

Ωστόσο συνεργάστηκε με τους καραδεξιούς ΑΝ.ΕΛ. του Καμμένου, αθώωσε τη διακυβέρνηση Κώστα Καραμανλή που πτώχευσε τη χώρα και έριξε όλες τις ευθύνες στο ΠΑΣΟΚ. Στις τελευταίες εκλογές έκανε ένα προσκλητήριο δυνάμεων για να σχηματιστεί αντιδεξιά κυβέρνηση, στο οποίο κάλεσε να συμμετάσχουν οι ακροδεξιοί Χρυσαυγίτες. Ασφαλώς ουδεμία σχέση είχε όλη αυτή η πορεία με την Αριστερά, ούτε φυσικά με τη Ριζοσπαστική Αριστερά.

Όσον αφορά τη διακυβέρνησή του, λένε τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, διαπραγματευόμενο έφερε στη χώρα το τρίτο μνημόνιο, υιοθέτησε τους τσαρλατανισμούς του Βαρουφάκη που μας κόστισαν 100 δισ. ευρώ επιπλέον της κρίσης, πέρασε νόμους που ούτε η πιο νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση δεν θα τολμούσε να φέρει στη Βουλή, έστρωσε το έδαφος για τα ξένα funds που σήμερα ανενόχλητα ροκανίζουν τις περιουσίες, έθρεψε την Ακροδεξιά με την αλόγιστη μεταναστευτική του πολιτική, εδραίωσε ως δικαίωμα την ανομία.

Επί τέσσερα χρόνια στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παρήγαγε καμία πολιτική σκέψη, στηρίχτηκε στην άρνηση των πάντων, διαφήμισε και διαφημίζει ακόμη την «αντισυστημικότητά» του, δηλαδή την κάθετη άρνηση απέναντι σε κάθε πολιτική πρόταση, απέναντι σε όλα ανεξαιρέτως. Επένδυσε στη μιζέρια, στην τρομολαγνεία και την αντίδραση.

Λίγους μήνες πριν από τις εκλογές ζήτησε απ’ όλα τα αριστερά κόμματα και από το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ να συνασπιστούν υπό τη σημαία του για να φτιάξουν μια κυβέρνηση την οποία ονόμαζε «προοδευτική» αρχικά, «ανοχής» στη συνέχεια και «ειδικού σκοπού» στο τέλος. Πήρε αρνητική απάντηση απ’ όλους ανεξαιρέτως, πιο ευγενικά από ορισμένους, πιο ηχηρά από άλλους, όπως το ΚΚΕ, το οποίο χαρακτήρισε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ «μούφα» και του οποίου ο γενικός γραμματέας Δημήτρης Κουτσούμπας είπε χαρακτηριστικά στον Τσίπρα ότι «ξύνεται στην γκλίτσα του τσοπάνη», και όποιος καταλαβαίνει, κατάλαβε.

Εν κατακλείδι ο ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζουν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, είναι ένα συγκυριακό πολιτικό μόρφωμα, το οποίο μεγεθύνθηκε επί κρίσεως, όταν η χώρα βρισκόταν υπό ξένη επιτήρηση και αντιδρούσε, και μόλις αυτή η περίοδος τελείωσε άρχισε να καταρρέει. Δεν διαθέτει ιδεολογική ταυτότητα, δεν έχει πρόγραμμα, δεν μπορεί να εξασφαλίσει σταθερότητα και αναπτυξιακή πορεία στη χώρα.

Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, το οποίο πολιτεύεται πολύ πιο ήπια, έχει σαφέστατη ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα υπό τη σημαία της σοσιαλδημοκρατίας, διαθέτει πλήθος μορφωμένων στελεχών, νέων αλλά και έμπειρων, και έχει καταθέσει ένα πολύ συγκεκριμένο πρόγραμμα αρχών και διακυβέρνησης για όλους τους τομείς της πολιτικής και της δημόσιας διοίκησης. Εξάλλου είναι το κόμμα το οποίο τροφοδότησε με στελέχη όλα τα άλλα κόμματα όταν διαλύθηκε και μεταξύ αυτών βρίσκονται και ορισμένα πολύ σημαντικά και αποτελεσματικά στελέχη της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρεί ότι έχει και μεταδίδει μια ξεκάθαρη εικόνα, η οποία ταιριάζει με τους στόχους της χώρας για ανάπτυξη, σταθερότητα και ασφάλεια. Και καταλήγουν ότι το ΠΑΣΟΚ διαθέτει αυτό που οι πολιτικοί αναλυτές ονομάζουν «κυβερνησιμότητα» (τρισάθλια λέξη, κατά τη γνώμη μου), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ όχι.

Απέναντι στη Ν.Δ. του Μητσοτάκη το ΠΑΣΟΚ έχει σημαντική διαφοροποίηση, η οποία μπορεί να μην έχει γίνει ακόμη ξεκάθαρη, αλλά υπάρχει αν κρίνει κανείς απ’ όσα υποστηρίζουν τα στελέχη του δημοσίως σε συνεντεύξεις και τηλεοπτικές συζητήσεις. Η ραχοκοκαλιά αυτής της διαφοροποίησης εδράζεται στις προτεραιότητες της πολιτικής του. Όπως εξηγούν κορυφαία στελέχη του, οι προτεραιότητες του ΠΑΣΟΚ είναι οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι μισθωτοί και τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ενώ, όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι, οι αντίστοιχες της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι οι πολύ μεγάλες και οι ξένες επιχειρήσεις, τα ξένα funds και οι πλούσιοι.

Εξηγούν, για παράδειγμα, ότι τα δισεκατομμύρια από τις επιδοτήσεις της Ε.Ε. μοιράστηκαν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη σε 100 επιχειρήσεις μόνο και ότι οι μικρές επιχειρήσεις δεν πήραν τίποτα, ότι η κυβέρνηση δεν φρόντισε να εντάξει και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χρηματοδότηση από τις τράπεζες – η πόρτα της τραπεζικής χρηματοδότησης παραμένει απροσπέλαστη σχεδόν για το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων. Καταλογίζουν στην κυβέρνηση ότι δεν φρόντισε να πιέσει τις τράπεζες να προσφέρουν ένα θετικό επιτόκιο στις καταθέσεις ταμιευτηρίου, αλλά το μόνο που εξασφάλισε είναι επιτόκιο 3% στις καταθέσεις των πλουσίων που διαθέτουν από 200.000 ευρώ και πάνω.

Υποστηρίζουν επίσης τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα μπορούσε να έχει λάβει άλλα μέτρα αντιμετώπισης του πληθωρισμού που προήλθε από την ενεργειακή κρίση, όπως να μειώσει τον ΦΠΑ αντί να δίνει επιδόματα.

Κανείς φυσικά δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν στήριξε νοικοκυριά και επιχειρήσεις στην πανδημία και την ενεργειακή κρίση. Η κριτική τους όμως εστιάζεται στο γεγονός ότι έδωσε επιδόματα («φιλανθρωπία ή ελεημοσύνη» τα ονομάζουν) και ότι αντ’ αυτών θα μπορούσε να περιορίσει τις τιμές με μείωση ΦΠΑ και ελέγχους και να δώσει μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών. Αν κρατούσε δε χαμηλές τις ασφαλιστικές εισφορές σε αυτές τις αυξήσεις, δεν θα έπληττε και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων.

Εν κατακλείδι, η διαφοροποίηση του ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Ν.Δ., σύμφωνα με τις δηλώσεις των στελεχών του, είναι έναντι του πρώτου ότι δεν διαθέτει ούτε ιδεολογία, ούτε πρόγραμμα, ούτε δυνατότητα διακυβέρνησης, ενώ έναντι της δεύτερης ότι οι προτεραιότητές της δεν είναι η υποστήριξη της ραχοκοκαλιάς της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, αλλά των μεγάλων ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων και του κερδοσκοπικού κεφαλαίου.

 

 

nikolopoulos@reporter.gr