Όλα ξεκίνησαν με το φιλί του Ιούδα. Ξέρω κι εγώ πως είναι να σε προδίδουν εκείνοι που τους πίστεψες, εκείνοι που τους εμπιστεύτηκες, που καλλιέργησες για κείνους υψηλές προσδοκίες. Η προδοσία τους, είναι ένα χέρι τραχύ που αδειάζει άγαρμπα το περιεχόμενο της ψυχής σου, συμπαρασύροντας κι ό,τι άλλο αγνό και τρυφερό έχεις φυλάξει εκεί μέσα.
Κι έτσι άρχισε για σένα ο δρόμος του μαρτυρίου προς τον Γολγοθά, φορτωμένος μ έναν ασήκωτο ξύλινο σταυρό. Σαν να σε βλέπω να τραβάς την ανηφόρα τρεκλίζοντας από τον πόνο και το βάρος, όπως ακριβώς οι κάθε φορά ηττημένοι των άδικων και άτιμων πολέμων, τραβούν τον δρόμο του Γολγοθά της προσφυγιάς. Κουβαλούν φορτίο ασήκωτο στην πλάτη, τα ερείπια της ρημαγμένης τους ζωής.
Επειδή, Χριστούλη μου, σε τούτες τις νέες παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες των ανθρώπων, όσο οι άνθρωποι κυνηγούν την ουτοπία της ελευθερίας, της ειρήνης, της συμφιλίωσης των λαών, τόσο η ζωή τους γίνεται μια διαρκής τραγωδία από τις πολεμικές μηχανές που ξερνάνε φωτιές, πότε από δω, πότε από κει και μουγγρίζουν ασταμάτητα για να προασπίσουν τα συμφέροντα των ολίγων. Το ατομικό συμφέρον των ολίγων, οι δήμιοι, το επιβάλλουν ως συλλογικό καθήκον. Κι έτσι, πολεμούν όλοι εναντίον όλων και κανείς δεν καταλαβαίνει ποιος είναι ο εχθρός και ποιος ο φίλος. Εσύ τουλάχιστον, Χριστέ μου, ήξερες ποιος σε πρόδωσε. Εμείς κοιτάζουμε με βλέμμα χαμένο γύρω μας, δεν αναγνωρίζουμε τον προδότη, χειροκροτάμε από άγνοια, προσκυνάμε από βλακεία, συμφιλιωνόμαστε με την προδοσία, γινόμαστε οι ίδιοι προδότες για να σωθούμε απ’ τους προδότες.
Στράφι πήγε, Χριστέ μου, η μαρτυρική θυσία σου στον σταυρό. Κι αν κάποτε δακρύσαμε για το ακάνθινο στεφάνι που σου μάτωνε το μέτωπο, τώρα είμαστε εμείς που πλέκουμε ακάνθινα στεφάνια. Μικρούτσικα στεφάνια, ίσα να χωράνε σφιχτά σε κεφαλάκια παιδικά, για να ευφραίνεται το μέσα μας από το αίμα που κυλάει. Εξήντα εκατομμύρια παιδιά λιμοκτονούν στην Αφρική. Κάθε τρία δευτερόλεπτα πεθαίνει ένα παιδί από την πείνα. Εμείς δεν έχουμε λεφτά να τα ταΐσουμε, αγοράζουμε όπλα και πολεμικό υλικό με τα λεφτά μας για να εδραιώσουμε την πολυπόθητη ειρήνη μας. Μα όσο αγοράζουμε πανίσχυρα όπλα, τόσο η ελπίδα για ειρήνη απομακρύνεται κι όσο απομακρύνεται, τόσο πιο επιτακτική ανάγκη γίνεται η αγορά πανίσχυρων όπλων που ξεκληρίζουν την ανθρωπότητα.
Τι παράξενα πλάσματα που είμαστε, Χριστέ μου! Χρειάστηκε να νιώσουμε την βρομερή ανάσα του πολέμου πολύ κοντά στον σβέρκο μας για να στρέψουμε το βλέμμα στις παγκόσμιες τραγωδίες που συντελούνται όταν σε τόπους άλλους οι βόμβες του πολέμου ισοπεδώνουν ανθρώπινες ζωές. Χρειάστηκε να μας περικυκλώσει η φτώχια, ο φόβος, η ανασφάλεια και η ηθική παρακμή της κοινωνίας του πολιτισμένου κόσμου μας για να καταλάβουμε πως δεν αξίζουμε την επί του σταυρού θυσία σου.
Κλείνουμε τα μάτια και αφουγκραζόμαστε τον ήχο που κάνει το σφυρί καθώς χτυπάει πάνω στα καρφιά που σε σταυρώνουν. Τρομαγμένοι, σταυρωμένοι κι εμείς, αισθανόμαστε το μαρτύριό σου. Πονάμε και φοβόμαστε. Εσύ όμως, σε τρεις μέρες θα αναστηθείς. Έτσι το θέλησε ο Θεός και πατέρας σου.
Για τα δικά μας πάθη, σ’ ένα κόσμο που μόνοι μας τον χτίσαμε, δεν προβλέπεται ανάσταση. Εκτός και αν την κατακτήσουμε μόνοι μας κι αυτήν. Μα πρέπει πρώτα να δώσουμε οι λαοί τα χέρια και όλοι μαζί να γκρεμίσουμε τον κόσμο που χτίσαμε κι ύστερα να τον χτίσουμε απ’ την αρχή.
Ίσως τότε μόνο, η Ανάσταση, να φωλιάσει στην καρδιά της ανθρωπότητας και στο περιβόλι της συμφιλίωσης των λαών ν’ ανθίσει η ελευθερία και η ειρήνη.
karalitsa2@gmail.com