Η Γιαγιά αφέντρα είχε στο αρχοντικό της υποτακτικούς πολλούς, είχε παρατρεχάμενους, είχε φίλους, είχε εχθρούς που μεταλλάχτηκαν σε φίλους, είχε λύκους, είχε φαύλους, είχε λήσταρχους, μέχρι και παιδοβιαστές. Τον κακό τον Λύκο τον είχε γενικό γραμματέα της η μπαμπόγρια, για να διαφεντεύει – πάντα για το καλλίτερο – τους Ξυλοκόπους.
Οι Ξυλοκόποι ήταν ανθρωπάκια αγαθά (πες τα και αγαθιάρικα) που κάποτε ζούσαν ξένοιαστα κι ευτυχισμένα, καθότι αγνοούσαν παντελώς ότι κάθε παραμύθι έχει και τον Δράκο του. Ώσπου μια μέρα να σου ο Δράκος ο κακός με το κλειδί του δάσους τους στο χέρι – του το είχε παραδώσει στη ζούλα η Γιαγιά – ο οποίος, πριν καλά καλά το καταλάβουνε, νετάρισε τις όμορφες ζωούλες τους και κατασπάραξε το βιός τους.
Τα καημένα τ’ αγαθιάρικα! Βυθισμένα στη δυστυχία, σαν αφιονισμένα περιδιάβαιναν το αποψιλωμένο πλέον δάσος, νηστικά και εξουθενωμένα.
Οι Ξυλοκόποι, συχνά έβριζαν τον Δράκο. Έβριζαν και τη Γιαγιά με τα χίλια πρόσωπα κι όλο απειλούσαν να την ξαποστείλουνε κατά διαόλου. Όμως, εκείνη η πονηρή, από δω τους είχε, από κει τους έφερνε κι όλο τούμπα τους γυρνούσε. «Ανάπτυξη» τους φώναζε η Γιαγιά ψηλά απ’ το μπαλκόνι της κι αμέσως τους έφευγε ο θυμός και τους τρέχανε τα σάλια. Άλλοτε πάλι, «pass-pass» τους φώναζε ξενόγλωσσα κι ήτανε σαν να γέμιζαν οι άδειες τους κοιλίτσες με όλου του κόσμου τα καλούδια.
Έτσι, περνούσε ο καιρός και – μια ο Δράκος, μια η Γιαγιά, μια οι παρατρεχάμενοι – οι Ξυλοκόποι, όλο και φτωχότεροι γινόντουσαν.
Ώσπου ήρθε και ξημέρωσε κείνη η όμορφη ανοιξιάτικη μέρα. Οι Ξυλοκόποι, στην καρδιά του δάσους, έσκαβαν να βρούνε καμιά ρίζα για να φάνε. Η Γιαγιά στην κουζίνα της δοκίμαζε να μαγειρέψει για τους υπηκόους της μια καινούρια συνταγή ελπίδας που της είχε εμπιστευτεί ο Δράκος. Στο πόστο τους οι παρατρεχάμενοι, στο πόστο του κι ο Λύκος.
Μόνο η Μαυροσκουφίτσα έλειπε. Εκείνη, γύριζε μόνη στις παρυφές του δάσους κρατώντας το καλαθάκι της στο ένα χέρι και στο άλλο μια μεγάλη απόχη. Με την απόχη μάζευε αμάλλιαγα πουλάκια απ’ τις φωλιές, τα ξεντέριαζε κι ύστερα τα έστηνε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα για να έρθουν τα ντουβάρια της παραστρατιωτικής της συμμορίας, να ασκηθούνε στη βολή.
Όταν τέλειωσε μ’ αυτά, άρχισε να τραγουδάει και να χοροπηδάει από δω και από κει, προσέχοντας πάντα ν’ αποφεύγει τις νάρκες που είχε σπείρει για χάρης της η Γιαγιά σ’ όλη την περιφέρεια του δάσους.
Βρε, τι να γίνεται κείνη η Γιαγιά! Μια μεγάλη νοσταλγία φούσκωσε τα στήθια της. Μια ανάγκη να τη δει, να πέσει στην αγκαλιά της. Έτσι, γέμισε το καλαθάκι της μ’ αγριολούλουδα (κι όταν λέω άγρια λουλούδια, εννοώ σαρκοφάγα). Αλλά δεν έφταναν μονάχα αυτά, έπρεπε κι ένα δωράκι να της πάρει, κάτι… κατιτίς… Κι έφτιαξε με τα χεράκια της μια ολοστρόγγυλη χαριτωμένη βόμβα.
Η Γιαγιά ξίνισε τα μούτρα της όταν είδε στο αρχοντικό της την Μαυροσκουφίτσα. Δεν μπορούσε όμως να την διώξει, ήταν κι εκείνη υπήκοος του δάσους. Η Μαυροσκουφίτσα, φίλησε της Γιαγιάς ταπεινά το χέρι. Η Γιαγιά την πέρασε στο σαλόνι και στάθηκε απέναντί της. Ο Λύκος, πάντα πρόθυμος, έτρεξε να ξεφορτώσει το καλάθι με τα δώρα από τα χέρια της Μαυροσκουφίτσας και στα μουλωχτά της έπιασε τον κώλο. Εντάξει, τώρα, μεταξύ τους… Ύστερα, της έκλεισε πονηρά το μάτι και πριν προλάβει στα χείλη του ν’ ανθίσει ένα πρόστυχο γελάκι … έσκασε η βόμβα!
Στάχτη και μπούλμπερη ο Λύκος. Κομμάτια και θρύψαλα η Γιαγιά κι ας ήταν πάρα πέρα. Εδώ τα δεξιά κομμάτια της, εκεί τα ακροδεξιά .Κι ωστόσο, η Μαυροσκουφίτσα, λικνίζοντας το ντουβαρίσιο της κορμάκι φεύγει και πάλι για τις παρυφές του δάσους.
Οι Ξυλοκόποι, από το δυνατό κρότο που έκανε η βόμβα που έσκασε, ξεχύθηκαν τρομαγμένοι στους δρόμους. Μπήκαν στο αρχοντικό της Γιαγιάς. Έμαθαν τα καθέκαστα απ’ όσους παρατρεχάμενους δεν είχανε διαφύγει.
Τι δουλειά είχε το τσουλί εκεί μέσα; Γιατί δέχτηκαν τα δώρα της; Τι τους έκρυβε η Γιαγιά; Τι τους έκρυβε ο Λύκος; Κατάλαβαν. Και να δεις που, ξαφνικά, έμοιαζαν να έχουν αδειάσει από μέσα τους όλο το αφιόνι που τους πότιζαν για χρόνια τώρα.
Εκείνη την στιγμή, από τις παρυφές του δάσους, αχός βαρύς ακούγεται. Οι νάρκες σκάνε η μία μετά την άλλη.
Ένα όμορφο ανοιξιάτικο απομεσήμερο!
Οι Ξυλοκόποι, άρπαξαν τον Λύκο, έτσι, κομμάτια όπως ήταν και τον πέταξαν στο ποτάμι. Ύστερα πέταξαν και τη Γιαγιά. Κι έζησαν αυτοί καλά… κι άντε, να δω κι εμείς πότε θα ζήσουμε καλλίτερα!
Μα έχει και συνέχεια. Τη Μαυροσκουφίτσα δεν έκαναν τον κόπο να την ψάξουν. Είπαν πως κομματιάστηκε. Κομματιάστηκε; Ή κάποτε θα τη βρουν μπροστά τους; Δεν διευκρινίζει το παραμύθι.
Κι ύστερα, κατά το σούρουπο, ήρθε και τους βρήκε η καλή νεράιδα του παραμυθιού (όχι, που δεν θα είχε και νεράιδα αυτό το παραμύθι). Όταν τους πλησίασε η νεράιδα, χτύπησε ένα ένα τα κεφαλάκια τους με το μαγικό ραβδί της. «Από δω και στο εξής είσαστε εσείς οι άρχοντες του Δάσους σας» τους είπε.
Αλλά τίποτα! Δεν έπιασαν τα μάγια.
Οι καημένοι οι Ξυλοκόποι, θαρρώντας ότι τους νανούριζε με το μαγικό ραβδάκι της, ξάπλωσαν κατάχαμα και το ‘ριξαν στον ύπνο.
Τους ξαναχτύπησε. Και ξανά τους ξαναχτύπησε με το μαγικό ραβδί της, φωνάζοντας αδιάκοπα «μα δεν ακούτε, ξυπνήστε, πρέπει να γίνετε εσείς οι άρχοντες του Δάσους σας, πρέπει να πιάσουνε τα μάγια…»
Και πάλι τίποτα! Ένα αργόσυρτο ροχαλητό ακουγότανε στο Δάσος.
Τότε, η καλή νεράιδα, απόρησε. «Τι διάολο, σκατά έχουν μέσα τα κεφάλια σας και δεν πιάνουνε τα μάγια;» Και γύρισε να φύγει.
Τι άχαρο παραμύθι! Τι ανόητο, να τελειώνει με ροχαλητό!
Και τι επικίνδυνο! Αφού δεν πρόλαβε η καλή νεράιδα να τους πει για κείνο τον θρύλο τον παλιό, τον ξεχασμένο, που λέει πως έτσι και αποκοιμηθούν ποτέ όλοι μαζί οι Ξυλοκόποι, η Μαυροσκουφίτσα θα γυρίσει πίσω να τους ξεπαστρέψει ύπουλα για να κυριεύσει ολάκερο το Δάσος τους.
Κρίμα για τους Ξυλοκόπους! Κάποιος πρέπει επειγόντως να τους πλακώσει στις γρήγορες, μπας και ξυπνήσουν επιτέλους…
karalitsa2@gmail.com