Η θεσσαλική πεδιάδα διασχίζεται από τον Πηνειό ποταμό, ο οποίος αποστραγγίζει πάνω από 12.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα κυρίως γεωργικής γης – παρέχει περίπου το 15% της αγροτικής παραγωγής της Ελλάδας. Η μέση ετήσια βροχόπτωση σε βροχόμετρα στην περιοχή είναι περίπου 780 χιλιοστά βροχής και αυτό παρατηρήθηκε σε μια περίοδο 24 ωρών καθιστώντας τον «Daniel» καταιγίδα της 150ετίας. Στο Πήλιο έπεσε σε δύο μέρες όση βροχή πέφτει στη Νέα Υόρκη σε έναν χρόνο. Η επακόλουθη πλημμύρα ουσιαστικά χώρισε την Ελλάδα στα δύο, και επιπλέον κατέστρεψε 70 γέφυρες. Η κυκλοφορία των οχημάτων εκτράπηκε πάνω από τα βουνά προς τη Δυτική Ελλάδα θυμίζοντας αυτό που συνέβη στην Ιαπωνία μετά το τσουνάμι του 2011, όταν το ανατολικό τμήμα της χώρας χωρίστηκε στα δύο από τις ζώνες αποκλεισμού λόγω της ακτινοβολίας.
Την πρώτη ημέρα των πλημμυρών η Ελλάδα ζήτησε ταχεία χαρτογράφηση του προγράμματος «Copernicus». Η Πολιτική Προστασία ενεργοποίησε επίσης το 112 και έγιναν εκκενώσεις όλων των περιοχών σε ενδεχόμενο κίνδυνο. Ωστόσο το κράτος δεν διέθετε υδρογραφήματα, δηλαδή τα ειδικά γραφήματα που προβλέπουν την αλλαγή της στάθμης της πλημμύρας ώρα με την ώρα, σε συνάρτηση με τη βροχόπτωση. Έτσι, δεν ήταν εύκολη η εκτίμηση του χρόνου και αρκετοί συνάνθρωποί μας έμειναν άστεγοι μέχρι και τρεις μέρες μέχρι να διασωθούν.
Όλοι οι πολιτικοί μηχανικοί σε όλο τον κόσμο μαθαίνουν να προετοιμάζουν υδρογραφήματα, γι’ αυτόν τον λόγο είναι απορίας άξιο γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα για τη Θεσσαλία όταν χρειάστηκε. Σίγουρα, δεκάδες εκατομμύρια έχουν δαπανηθεί σε υδρολογικές μελέτες ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση ακραίων πλημμυρών, αλλά δεν βοήθησε το ότι ορισμένοι καθηγητές Υδραυλικής δεν πίστευαν στην κλιματική αλλαγή, όπως την καταλαβαίνουμε πια όλοι. Δυστυχώς, φαίνεται ότι γενιές νέων μηχανικών γαλουχήθηκαν χωρίς να διδάσκονται τις συνέπειες πραγματικά ακραίων σεναρίων φαινομένου όπως αυτό που είδαμε, και αυτό πρέπει να αλλάξει – ήδη εισπράττουμε τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Η απουσία υδρογραφημάτων δυσκόλεψε αφάνταστα τον σχεδιασμό εκκένωσης, ειδικά επειδή δεν υπήρχαν οι απαραίτητες εκτιμήσεις για τη διάρκεια του φαινομένου. Δηλαδή κανείς δεν μπορούσε να διευκρινίσει σε πόσες μέρες θα πέσει η στάθμη, ούτε ακόμη και σε αστικές περιοχές. Η έλλειψη αυτής της ουσιαστικής πληροφορίας δεν συνέβαλε στη γρήγορη ψυχολογική αποκατάσταση των πληγέντων ή στον ορθολογικό σχεδιασμό της αποκατάστασης.
Υπάρχει όμως και άλλη μια διάσταση που δεν μπορεί να κάνει εμάς τους μηχανικούς ιδιαίτερα περήφανους. Πολλά μονώροφα σπίτια κατέρρευσαν, ενώ πιο σύγχρονα διώροφα απλώς πλημμύρισαν. Με λίγες εξαιρέσεις, οι μονώροφες οικοδομές που κατέπεσαν ήταν πλινθοδομές, δηλαδή είχαν κατασκευαστεί από «άψητα» τούβλα, δηλαδή τούβλα από λάσπη, που είχαν απλώς στεγνώσει χωρίς να ψηθούν σε φούρνους όπως τα συνηθισμένα τούβλα που γνωρίζουμε. Τη δεκαετία του ’50 υπήρχε άμεση ανάγκη για στέγαση αγροτών στον κάμπο, και έτσι τις πλινθοδομές τις κάλυψαν με σοβά ώστε να είναι ανθεκτικές σε συνήθεις βροχές. Όταν όμως η στάθμη της πλημμύρας άρχισε να ανεβαίνει και τα χωριά έγιναν λίμνες, τότε τα τούβλα μούλιασαν και διαλύθηκαν. Έτσι ακριβώς πολλά σπίτια κυριολεκτικά έλιωσαν. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι χωρίς το 112 δεκάδες συνάνθρωποί μας θα είχαν πεθάνει. Πώς και γιατί υδραυλικοί μηχανικοί δεν είχαν αναδείξει την εξαιρετική τρωτότητα των πλινθοδομών σε πλημμύρες, αυτό είναι απορίας άξιο, ειδικά επειδή επίσης οι πλινθοδομές χωρίς φέροντα σκελετό έχουν σχεδόν μηδενική ανθεκτικότητα σε σεισμούς.
Αλλά ας δούμε μπροστά. Η Ελλάδα έχει αρχίσει σιγά-σιγά να επενδύει σε δορυφορική τεχνολογία που θα παρέχει εικόνες SAR (συνθετικό ραντάρ) πληγεισών περιοχών με εκτιμώμενα βάθη πλημμύρας και χωρική ανάλυση ίσως έως και 5 μέτρα – η σχετική συμφωνία υπεγράφη στη Θεσσαλονίκη στις 8 Σεπτεμβρίου από το Ελληνικό Κέντρο Διαστήματος. Το χρονικό διάστημα μεταξύ εικόνων μπορεί να φτάσει και τις 6 ώρες, παρέχοντας ουσιαστικές πληροφορίες για τον χρόνο διάδοσης της πλημμύρας και τις τοπικές αλλαγές της στάθμης, αυτό ακριβώς δηλαδή που δεν είχαμε στον «Daniel».
Σε συνδυασμό με άλλες πηγές δεδομένων, όπως μετρήσεις της στάθμης (υπήρχαν, λέγεται, 6 μετρητές στον κάμπο που σταμάτησαν να λειτουργούν, χρειάζονταν τουλάχιστον 50 αν λειτουργούσαν όλοι) και φωτογραφίες από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και από ειδησεογραφικά πρακτορεία που θα επιτρέπουν βαθμονομήσεις, θα είναι εφικτή η πολυπόθητη αξιόπιστη πρόβλεψη της εξέλιξης του βάθους των πλημμυρών στη χώρα μας σχεδόν ανά ώρα. Έτσι, το 112 θα γίνει πιο στοχευμένο και δεν θα ακούγεται η αδικαιολόγητη γκρίνια ότι μερικές φορές καλύπτει μεγαλύτερες περιοχές από αυτές που τελικά πλήττονται, αφού τώρα δεν έχουμε ακόμη τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε, όπως τα υδρογραφήματα.
Ίσως από το Διάστημα καταφέρουμε αυτό που τόσες άλλες χώρες έχουν καταφέρει από τη μητέρα γη, δηλαδή σοβαρή διαχείριση των ακραίων φαινομένων.
* Ο κ. Κώστας Συνολάκης είναι ακαδημαϊκός και καθηγητής Φυσικών Καταστροφών στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας