Στο πλαίσιο αυτό παρουσίασε ένα μεγάλο νομοσχέδιο με πολλές «καινοτομίες» που αποσκοπεί στο να πληρώσουν έστω και κάποιον στοιχειώδη φόρο όσοι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν δηλώνουν τίποτα. Στοχεύει επίσης στην κατάργηση των συναλλαγών με μετρητά, ενώ περιέχει και πλήθος άλλων περίπλοκων διατάξεων που επιδιώκουν να μην μπορεί κάποιος να παρακάμψει τις νέες διατάξεις.
Για παράδειγμα, λέει ότι αν κάποιος σταματήσει να είναι ελεύθερος επαγγελματίας για να αποφύγει την τεκμαρτή φορολόγηση και φτιάξει μια μονοπρόσωπη εταιρεία, θα φορολογηθεί και πάλι με όσα θα πλήρωνε αν ήταν ελεύθερος επαγγελματίας. Καλή η προσπάθεια του υπουργείου, αλλά αβέβαιο το αποτέλεσμα που θα έχει. Και αυτό διότι στερείται του βασικού εργαλείου που υπάρχει για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής: δεν δίνει κίνητρα σε αυτόν που πληρώνει για να ζητήσει απόδειξη. Αντίθετα, αυτός που πληρώνει έχει ένα τεράστιο κίνητρο να προτιμήσει τη μαύρη συναλλαγή όταν γλιτώνει τον ΦΠΑ 24% – και ίσως και κάτι παραπάνω.
Κανείς δεν μπορεί να φοροδιαφύγει αν ο αντισυμβαλλόμενος, δηλαδή ο καταναλωτής, ζητάει απόδειξη για τη συναλλαγή. Γιατί όμως ο καταναλωτής να ζητήσει απόδειξη και να πληρώσει 24% παραπάνω απ’ όσα θα του κοστίσει το ίδιο προϊόν ή η ίδια υπηρεσία αν πληρώσει με μετρητά; Για να πιάσει η κυβέρνηση τη φοροδιαφυγή θα πρέπει να αναγνωρίσει ως έξοδα όλες τις δαπάνες που γίνονται για προϊόντα και υπηρεσίες σε κλάδους όπου παρατηρείται φοροδιαφυγή.
Για παράδειγμα, στις κατασκευές και τις επισκευές. Θέλει κάποιος, π.χ., να βάψει το σπίτι του όπου πέφτουν οι σοβάδες ή να φτιάξει τα υδραυλικά για να μην πλημμυρίσει. Δεν μπορεί να αποφύγει τις δαπάνες αυτές διότι είναι αναγκαίες για να συνεχίσει να μένει σπίτι του. Φωνάζει τους μαστόρους και του δίνουν δύο τιμές, μία με ΦΠΑ και μία με μαύρα. Οι επισκευές είναι ακριβές, δεν είναι αστεία ποσά, και ο ΦΠΑ 24% πάνω σε αυτά τα ποσά τσούζει.
Τι κάνει ο κάθε νοήμων άνθρωπος; Ασυζητητί συμφωνεί να πληρώσει μαύρα. Με τη φοροδιαφυγή έχουν όφελος και ο φοροφυγάς μάστορας και ο καταναλωτής που πληρώνει λιγότερα. Αν όμως οι δαπάνες αυτές, ή τουλάχιστον ο ΦΠΑ γι’ αυτές τις δαπάνες, αφαιρούνταν από το φορολογητέο εισόδημά του, θα το ξανασκεφτόταν και πιθανότατα θα ζήταγε απόδειξη.
Το κίνητρο είναι αναγκαίο για να συλλάβεις τη φοροδιαφυγή, ιδιαίτερα όταν ο φόρος λειτουργεί ως αντικίνητρο για τον καταναλωτή που πληρώνει μετρητά. Το ενδιαφέρον είναι ότι αν αναλύσεις τα έξοδα διαβίωσης ενός νοικοκυριού είναι ελάχιστα αυτά που πηγαίνουν σε κλάδους που φοροδιαφεύγουν.
Τα έξοδα κάθε νοικοκυριού είναι το ενοίκιο, το σούπερ μάρκετ, οι μεταφορές, οι τηλεπικοινωνίες, το ρεύμα, τα κοινόχρηστα, το νερό και διάφορες υπηρεσίες από ελεύθερους επαγγελματίες. Σε ποια από αυτά μπορεί να γίνει φοροδιαφυγή; Μόνο σε ένα μέρος του ενοικίου και τις δαπάνες προς τους ελεύθερους επαγγελματίες. Ας φτιαχτεί λοιπόν ένα σύστημα έκπτωσης από το εισόδημα μόνο για τις δαπάνες αυτών των κατηγοριών. Αν γίνει αυτό, όλοι θα ζητάνε απόδειξη για να την υποβάλουν στην Εφορία. Ιδιαίτερα αν μειωθεί και ο ΦΠΑ που βαραίνει αυτές τις κατηγορίες δαπανών. Και είναι βέβαιο πως όσο φόρο κι αν χάσει το Δημόσιο από την έκπτωση στο εισόδημα, θα τον υπερκαλύψει από τον ΦΠΑ που θα εισπράξει.
Σχετικά με την προσπάθεια περιορισμού της χρήσης των μετρητών, το υπουργείο λειτουργεί αντιφατικά. Από τη μία σου λέει να μην πληρώνεις μετρητά, άρα κάνε τραπεζικές συναλλαγές ή πλήρωνε με κάρτα, από την άλλη σου ανακοινώνει ότι φτιάχνει ένα νέο σύστημα που θα έχει πρόσβαση σε όλες τις συναλλαγές του καθενός ηλεκτρονικά και θα ελέγχει και δέκα χρόνια πίσω για να δει αν ξόδεψε παραπάνω απ’ όσα είχε δηλώσει ως εισόδημα. Προκαλεί τρόμο λοιπόν για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές – και αυτό έρχεται σε αντίθεση με την προσπάθεια να μειώσει τις συναλλαγές με μετρητά.
Όσον αφορά τα τεκμήρια, δηλαδή το τεκμαρτό εισόδημα βάσει του οποίου θα φορολογούνται από εδώ και πέρα όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, υπάρχει και εδώ ένα ζήτημα.
Στις άλλες χώρες όπου εφαρμόζονται τεκμαρτά κριτήρια φορολόγησης, π.χ. Ιταλία, Γαλλία, Σλοβενία, χώρες τις οποίες επικαλείται το υπουργείο Οικονομικών ως παραδείγματα με «παρόμοιο» σύστημα, υπάρχει μια σημαντική διαφορά από το μοντέλο που ακολουθεί το ελληνικό υπουργείο. Και στις τρεις αυτές χώρες οι ελεύθεροι επαγγελματίες επιλέγουν να φορολογηθούν με τα τεκμαρτά κριτήρια αντί της κανονικής φορολόγησης επειδή τους συμφέρει ή επειδή θέλουν να αποφύγουν τον έλεγχο από τον οποίο μπορεί να αναγκαστούν να πληρώσουν περισσότερα.
Εδώ δεν δίνεται επιλογή, υπάγονται όλοι σε αυτό το σύστημα και έτσι, εκτός από τους πολλούς που θα επιβαρυνθούν με 1.000-2.000 ευρώ φόρο, ενώ δεν πλήρωναν τίποτα, ενδέχεται και όσοι έντιμοι δήλωναν μεγαλύτερα εισοδήματα και πλήρωναν περισσότερο φόρο να δηλώσουν τώρα λιγότερα για να περιορίσουν τη φορολογική τους επιβάρυνση. Και αυτό είναι μια σημαντική αδυναμία του μοντέλου που υιοθετεί το υπουργείο Οικονομικών, το οποίο προτιμά να συλλάβει τους φοροφυγάδες παρά να τους αναγκάσει να δηλώσουν έντιμα τα εισοδήματά τους.
Δεν είμαι φυσικά ειδικός στα φορολογικά όπως είναι τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, αλλά εδώ δεν μιλάμε για τεχνικές σύλληψης της φοροδιαφυγής, μιλάμε για το πνεύμα των διατάξεων του υπουργείου.
Αντί να περιπλέκει τα πράγματα με νομοσχέδια όπως αυτό που συζητά σήμερα, καλύτερα να τα απλοποιεί προσφέροντας κίνητρα στους πολίτες για να μη φοροδιαφεύγουν.
nikolopoulos@reporter.gr