Είναι άξιο αναφοράς πως το νέο τοπίο που έχει αρχίζει να διαμορφώνεται στο λιανικό εμπόριο τα τελευταία δύο χρόνια σχετικά με τη καταναλωτική πίστη, δείχνει να αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο δανείζονται τα νοικοκυριά για την ικανοποίηση προσωπικών και οικογενειακών τους αναγκών. Το παιχνίδι του ανταγωνισμού μεταφέρεται με γρήγορους ρυθμούς από τα πιστωτικά ιδρύματα στο γήπεδο της πραγματικής αγοράς, δηλαδή στις επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου, που διαθέτουν προϊόντα και υπηρεσίες διαδικτυακά ή μέσω των φυσικών τους καταστημάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, η πίστωση παρέχεται τη στιγμή της συναλλαγής, αφού ο καταναλωτής έχει αποφασίσει τι θα ψωνίσει με τη μέθοδο «buy now, pay later». Στο ηλεκτρονικό ή φυσικό ταμείο του δίνεται η δυνατότητα αντί της εφάπαξ πληρωμής, να εξοφλήσει το ποσό σε έντοκες ή άτοκες δόσεις. Η πίστωση παρέχεται από τράπεζα και εγκρίνεται την ίδια στιγμή για την ολοκλήρωση της πληρωμής στην επιχείρηση. Μετά λοιπόν την «μάχη των εκπτώσεων», τραπεζικές πηγές κάνουν λόγο για τη «μάχη των δόσεων» που αναμένεται να ενταθεί τα επόμενα χρόνια και να επεκταθεί σε όλους τους κλάδους της λιανικής. Η αγορά μιας τηλεόρασης, ενός ενδύματος, ενός αυτοκινήτου, ακόμη και το κόστος της επίσκεψης σε οδοντίατρο ή το σέρβις ενός οχήματος μπορεί πλέον να πραγματοποιηθεί με ευκολίες πληρωμής. Κι αυτό χωρίς να διαθέτει ο καταναλωτής πιστωτική κάρτα ή να πρέπει να πάρει δάνειο, αλλά με τη μορφή «ψηφιακού τεφτεριού».
Στην περιφέρεια της Αττικής, όπως προκύπτει από έρευνες των εμπορικών συλλόγων, οι πωλήσεις των χειμερινών εκπτώσεων κινήθηκαν ως επί το πλείστον στα ίδια επίπεδα σε σύγκριση με την περσινή περίοδο. Ωστόσο, για το μεγαλύτερο ποσοστό των μικρών εμπορικών καταστημάτων, τα 6 στα 10 κινήθηκαν πτωτικά, με την πλειονότητα να καταγράφει μείωση. Στα ίδια επίπεδα με την προηγούμενη χρονιά κινήθηκαν 2 στις 10 μικρές επιχειρήσεις, ενώ 2 στις 10 κινήθηκαν ανοδικά. Οι προσδοκίες της πλειονότητας των επιχειρήσεων για τη συνολική πορεία των φετινών εκπτώσεων, εξαρχής ήταν αυξημένες λόγω των αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις από τις αρχές του έτους. Στη πορεία όμως μετατράπηκαν σε συγκρατημένες, αφού δεν κατέγραψαν σημαντική ανοδική πορεία συγκριτικά με τον περυσινό αντίστοιχο τζίρο. Επίσης, για άλλη μια φορά παρατηρείται οι μικροί της αγοράς να μην έχουν τις αναμενόμενες πωλήσεις και να συνεχίζεται η μετατόπιση του τζίρου στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της λιανικής.
Σύμφωνα πάντως με τα τελικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το έτος 2023, ο τζίρος του λιανικού εμπορίου της χώρας ανήλθε πέρυσι στα 68,14 δισ. ευρώ στις επιχειρήσεις, σημειώνοντας αύξηση 7% σε σχέση με το 2022, όπου είχε διαμορφωθεί σε 63,7 δισ. ευρώ. Για τις επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου, χωρίς τους κλάδους οχημάτων τροφίμων και καυσίμων, ο κύκλος εργασιών το 2023 ανήλθε σε 24,82 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 5,6% σε σχέση με το 2022, όπου είχε διαμορφωθεί σε 23,5 δισ. ευρώ. Με δεδομένο λοιπόν πως το λιανικό εμπόριο κινήθηκε πέρυσι με μια αύξηση από 5,7% έως 7%, είναι βέβαιο πως και το φετινό πρώτο δίμηνο θα κλείσει ανοδικά. Ο περυσινός τζίρος των 6 δισ. ευρώ κατά τη χειμερινή εκπτωτική περίοδο φαίνεται να έχει επιτευχθεί και φέτος και μάλιστα λόγω πληθωρισμού να έχει αυξηθεί έστω και οριακά. Η ανακατανομή των οικογενειακών προϋπολογισμών και ο πληθωρισμός είναι γεγονός πως επηρέασαν αρνητικά τις φετινές χειμερινές εκπτώσεις. Η αγορά θα συνεχίσει και μετά τον Φεβρουάριο να βρίσκεται αντιμέτωπη με τον περιορισμό του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος για την πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών, αλλά είναι παρήγορο που ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης ενισχύθηκε έστω και ήπια και κινείται με θετικό πρόσημο.
* Ο Βασίλης Κορκίδης είναι πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς