T
ίποτα δεν είναι πια το ίδιο στην Ελλάδα μετά τις 28 Φεβρουαρίου. Αυτό που συνέβη στα Τέμπη είναι τόσο σκληρό και άδικο που δεν πρόκειται να περάσει στη λήθη και να ξεχαστεί. Θα μείνει για πολύ καιρό ανοιχτή πληγή στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας και θα πονάει όχι μόνο τις οικογένειες και τους φίλους των αθώων θυμάτων, αλλά όλους μας. Είναι ένα οδυνηρό συναίσθημα που δεν θα υποχωρήσει παρά μόνο εάν, και όταν, όχι μόνο τιμωρηθούν οι ένοχοι αλλά και καταργηθούν οι συνθήκες που κατέστησαν εφικτό και αναπόφευκτο το έγκλημα.Διότι για έγκλημα πρόκειται και όχι για ατύχημα. Και όταν έχουμε να κάνουμε με έγκλημα δεν υπάρχει κανένα λάθος. Το έγκλημα ήταν απαρέγκλιτα δρομολογημένο: όταν ένας δημόσιος οργανισμός κοινής ωφέλειας, όπως ο ΟΣΕ, λειτουργεί όχι για να εξυπηρετεί τις μετακινήσεις του κοινού και να εγγυάται την ασφάλειά του, αλλά για να ικανοποιεί τα χαμερπή και παράνομα συμφέροντα εκείνων που τον νέμονται, δηλαδή των διορισμένων από την κυβέρνηση διοικήσεων και του κομματικού μηχανισμού μέσα στον οργανισμό, τότε το αναπόφευκτο αντίτιμο που πρέπει να πληρωθεί είναι η θυσία αθώων. Αυτό συνέβη στα Τέμπη στις 28 Φεβρουαρίου και τίποτε λιγότερο.
Δεν είναι δικαιολογία για το έγκλημα ότι την ίδια κακοποιό συμπεριφορά απέναντι στον ΟΣΕ είχαν και οι προηγούμενοι κρατούντες, που ενδεχομένως και αυτοί τον λεηλάτησαν και τον διαγούμισαν. Την ευθύνη την έχει αυτός που έβαψε τα χέρια του στο αίμα –και που, μάλιστα, στην αρχή όχι μόνο δεν είχε την εντιμότητα να παραδεχθεί την ενοχή του, αλλά προσπάθησε με ψεύδη να πείσει χαροκαμένους ανθρώπους και μία κεραυνοβολημένη κοινωνία πως όλα ήταν συνέπεια ενός απλού «ανθρώπινου σφάλματος». Και που μόνο μετά την κατακραυγή που υψώθηκε αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί αποδεχόμενος ότι δεν ήταν το «ανθρώπινο λάθος» ενός και μόνο ατόμου αυτό που κυρίως έφταιγε, αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο που μπορεί και να αφορούσε και την ίδια την κυβερνητική παράταξη.
Εκείνο που έχει αλλάξει από τις 28 Φεβρουαρίου και μετά, πιστεύω πως είναι το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός αντιμετωπίζει, πλέον, με τρόμο την προοπτική πως θα συνεχίσει να ζει και στα επόμενα χρόνια δυναστευόμενος από το κομματικό και πελατειακό κράτος που τόσα δεινά, πόνο και ταπεινώσεις του έχει προκαλέσει. Το τραύμα της απώλειας τόσων νέων παιδιών, εξ αιτίας της λεηλασίας του δημόσιου πλούτου από την οργανωμένη διαφθορά, απλά δεν μπορεί να ξεχασθεί και να ξεπεραστεί.
Επειδή, λοιπόν, ο ελληνικός λαός δεν γίνεται να ζήσει και άλλο με αυτόν τον εφιάλτη, πιστεύω ότι ήρθε η ώρα που όλοι οι έντιμοι και πατριώτες Έλληνες θα πρέπει να δώσουν τον υπέρτατο αγώνα εναντίον της εγκληματικής διαφθοράς και της σκοταδιστικής καθυστέρησης που αντιπροσωπεύει για την χώρα η κλεπτοκρατία. Μπροστά στις επικείμενες εκλογές, οι συζητήσεις του πρόσφατου παρελθόντος για συμμαχίες, συμπράξεις και κομματικές συνέργειες είναι πια τραγικά ξεπερασμένες. Αυτό που έχει σημασία πρώτα και κύρια είναι να υπάρξουν κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα δεσμευτούν ότι θα πολεμήσουν με κάθε τρόπο και με όλα τα μέσα, σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου μέχρι το τέλος, ώστε να απαλλαγεί η χώρα από τη διαφθορά, τη νοσηρότητα και την καταισχύνη που αντιπροσωπεύει η κυριαρχία της κομματοκρατίας και της πελατοκρατίας.
Αν το πετύχουν αυτό οι Έλληνες, τότε, ίσως, θα είναι δυνατόν να γαληνέψουν οι ψυχές όσων θρηνούν για τα αδικοχαμένα παιδιά της 28ης Φεβρουαρίου.
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, υποψήφιος βουλευτής στον Νομό Ιωαννίνων με το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής.