Όλοι οι μάρτυρες περιέγραψαν την πλήρη απουσία Πυροσβεστικής και Αστυνομίας τις κρίσιμες ώρες. «Δεν μας ειδοποίησε κανείς» ήταν η φράση που ακούστηκε περισσότερο, πότε με θυμό και πότε με οδύνη, στο Δικαστήριο.
Τις καταθέσεις άνοιξε η κ. Δήμητρα Κατσορίδα, που βρέθηκε για ώρες στην θάλασσα και διασώθηκε, μαζί με άλλους, από μεγάλο αλιευτικό, γύρω στις 11 το βράδυ.
Η μάρτυρας βρισκόταν στο σπίτι της στο Μάτι όταν η φωτιά πλησίαζε τον οικισμό και κόπηκε το ρεύμα. Όπως είπε, σκέφτηκε αμέσως αυτά που άκουγε από παιδί στην περιοχή, ότι δηλαδή η σωτηρία σε περίπτωση φωτιάς είναι η θάλασσα. «Βγήκα με το αυτοκίνητο γύρω στις 18.30 και είδα δύο δέντρα να φλέγονται… αποφάσισα να πάω στην θάλασσα. Να σας πω την αλήθεια, εκείνη την στιγμή, η τελική μου επιλογή ήταν “καλύτερα πνιγμένη παρά καμένη”…» ανέφερε.
Από την κατάθεση της μάρτυρα, προέκυψε πως το Λιμενικό, μέσω του τοπικού λιμενάρχη, γνώριζε από τις επτά παρά, εκείνο το απόγευμα ότι βρίσκονταν άνθρωποι στην θάλασσα, πλην όμως δεν αντέδρασε για την διάσωσή τους. Η μάρτυρας είπε πως όταν βρέθηκε στο νερό ήταν πολλοί γύρω της και ότι υπολόγισε πως υπήρχαν 700 με 1.000 άνθρωποι στην θάλασσα. «Ήταν όλοι αυτοί που από τα παλιά ήξεραν ότι αν συνέβαινε κάτι έπρεπε να πάμε στη θάλασσα. Από τις 7 παρά 20 έως τις 10.30 που είδα το αλιευτικό που μας έσωσε, δεν υπήρχε κανένα σκάφος του Λιμενικού. Υπήρχε σκοτάδι και φόβος. Μάλιστα, όπως ανέφερε, όταν πλέον το ψαράδικο τούς πήγε στην Ραφήνα «και ήρθε μια λιμενικός και μου ζήτησε να της πω “καθαρά” το όνομα μου, της απάντησα με πικρόχολο σχόλιο. Της είπα “εσάς η προσπάθειά σας εξαντλείται να με διαγράψετε από τον κατάλογο των αγνοουμένων”. Λίγες μέρες μετά, που τηλεφώνησα στο Λιμεναρχείο για να μου πουν τα στοιχεία του αλιευτικού που μας έσωσε, ο λιμενάρχης μου είπε “καλημέρα σας! Ελπίζω να θεωρείτε ότι συνεισφέραμε στην διάσωση σας”. Του απάντησα “τινί τρόπω συνεισφέρατε;”… Μου είπε πως “δεν μπορούσαμε να έρθουμε διότι θα θερίζαμε κεφάλια”. Τον ρώτησα “εννοείτε ότι ήταν μεγάλα τα καράβια;” και μου απάντησε θετικά. Τον ρώτησα, “ενημερώσατε τον Πειραιά να σας συντρέξει με πιο μικρά σκάφη;”. Μου απάντησε “ναι”».
Στο δικαστήριο κατέθεσαν η χήρα και τα δύο παιδιά του Παύλου Τσαρμπού που απανθρακώθηκε όταν η φωτιά κατέβηκε στο Μάτι.
«Το ίδιο μας το κράτος, μας κήρυξε τον πόλεμο… τρέχαμε πανικόβλητοι. Εκτός από τους ανθρώπους μας που χάσαμε, τόσοι εγκαυματίες ταλαιπωρούνται ακόμα.
Με πεταμένες σάρκες κολυμπούσαν επί ώρες. Πάλευαν στα κύματα με καμένες τις σάρκες τους. Που ζούμε; Είμαστε μέσα στην πρωτεύουσα της χώρας μας. Έλεος» ανέφερε η χήρα του εκλιπόντος. Ο γιος και η κόρη του Παύλου Τσάρμπου, με μεγάλη φόρτιση, ζήτησαν από το δικαστήριο να υποδείξει όσους ευθύνονται. «Θέλω να ξέρω ποιος ευθύνεται. Βλέπουμε να πετάνε τις ευθύνες ο ένας στον άλλον και εμάς καταστράφηκε η ζωή μας. Χάθηκαν άνθρωποι γιατί δεν υπήρχε ενημέρωση και καμιά μέριμνα. Ποιος ευθύνεται; Θέλω να μου πείτε» είπε ο γιός του θύματος, Νικόλαος Τσαρμπός.
Μεταξύ άλλων στο δικαστήριο κατέθεσε και η αδελφή του Γρηγόρη Φύτρου, που χάθηκε με τα δύο ανήλικα παιδιά του το απόγευμα του ολέθρου στο Μάτι. «Δεν είχε καμία ενημέρωση ο αδελφός μου. Αυτοβούλως προσπάθησε να σωθεί και να σώσει τα παιδιά του» είπε η κ. Μαργαρίτα Φύτρου και συνέχισε: «Η οδός διαφυγής έγινε θανάσιμη παγίδα για τον αδελφό μου και τα παιδιά του. Η ανιψιά μου βρέθηκε στο κενό… στο κτήμα Φράγκου ο αδελφός μου, ο γιος του και τόσοι άλλοι άνθρωποι…».
Η μάρτυρας είπε επίσης: «Η τραγική ειρωνεία είναι πως τα υλικά αγαθά, το σπίτι, όλα, έμειναν ανέπαφα…οι ψυχές χάθηκαν».
Στην κατάθεσή της η Παναγιώτα Μαλαίνου, που με την ανιψιά της προσπάθησαν να διαφύγουν από το φλεγόμενο Μάτι, περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που έζησαν μέχρι να χωριστούν στην θάλασσα. Η μάρτυρας είπε πως μετά από αγωνιώδεις προσπάθειες έμαθε ότι η ανιψιά της σώθηκε, αλλά πως η μητέρα της δεν τα κατάφερε. Και αυτή, όπως όλοι οι μάρτυρες που προηγήθηκαν, υπογράμμισε την απουσία κάθε αρμόδιας αρχής. Φορτισμένη η κ. Μαλαίνου ανέφερε πως «όσοι σώθηκαν, σώθηκαν μόνοι τους. Όσοι κάηκαν, κάηκαν μόνοι τους… ήταν όλα διαλυμένα εκείνη τη νύχτα».
Ο μηχανικός, αναπληρωτής καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Ιάκωβος Ποταμιάνος, που είχε χτίσει σπίτι στην περιοχή, κατέθεσε πως όταν το 2006 είχε φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη, περιπολικό με ντουντούκα είχε ειδοποιήσει τους κατοίκους να απομακρυνθούν. «Το 2018 ήταν η πιο ήσυχη πυρκαγιά που έχει περάσει. Ούτε καμπάνες, ούτε ντουντούκες. Σαν να μην υπήρχε κράτος πριν. Σαν να ζούσαμε ξεκομμένοι στα βουνά…».
Ο μάρτυρας εκτίμησε πως ήταν επιλογή του τότε πρωθυπουργού να μην ολοκληρωθούν έγκαιρα οι διαδικασίες για την δημιουργία της υποδομής του 112, μηχανισμός που η λειτουργία του για έκτακτες ανάγκες ήταν απόφαση της ΕΕ.
Περιγράφοντας την διαφυγή του ίδιου, της συζύγου και της μητέρας του, ο μάρτυρας είπε: «Η επιβίωση μας ήταν εντελώς συμπτωματική».
Εν μέσω απόλυτης σιωπής, τη Δευτέρα κατέθεσε στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων, ανάμεσα σε άλλους μάρτυρες, η Βαρβάρα Βουκάκη, η γυναίκα που το απόγευμα της φωτιάς που κατέκαψε το Μάτι έχασε την οικογένεια της: τον σύζυγό της Γρηγόρη Φύτρο, την 13χρονη κόρη της Εβίτα και τον 11 ετών γιο της Ανδρέα.
«Φώναζα τα ονόματα της Εβίτας, του Ανδρέα και του Γρηγόρη, αλλά δεν απαντούσε κανείς! Δεν υπήρχε κανείς να μας απαντήσει. Σαν να ήμασταν φαντάσματα, σε ένα νεκρικό τοπίο. Μαύρα όλα και μύριζε καμμένη σάρκα. Μέσα στα αυτοκίνητα κάποιοι όγκοι. Είδα ανθρώπους καμένους και ανθρώπους ξαπλωμένους και εγώ ήλπιζα να μην δω και τους δικούς μου έτσι… έμαθα ότι βρισκόταν στο οικόπεδο που κάηκαν 26 άνθρωποι! Ήταν από τους τελευταίους που κατέφυγαν στο κτήμα Φράγκου».
Η μάρτυρας περιέγραψε την «κόλαση του Δάντη» που αντίκρισε όταν έφθασε, μετά το πέρασμα της φωτιάς στο Μάτι, αναζητώντας τους δικούς της, αλλά και τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε όταν κλήθηκε να αναγνωρίσει από μία φωτογραφία την νεκρή κόρη της και λίγες ώρες μετά όταν κλήθηκε να δώσει γενετικό υλικό για να αναγνωριστούν ο σύζυγος και ο γιός της.
Και στη διαδικασία της Δευτέρας προβλήθηκαν ιδιαίτερα οι ευθύνες της Πυροσβεστικής αλλά και της Αστυνομίας, που διοχέτευε όλα τα αυτοκίνητα στο Μάτι, «σε αυτήν την φάκα» όπως είπε χαρακτηριστικά η κ. Βουκάκη, η οποία είδε τις απίστευτες εικόνες από τα καμένα, μποτιλιαρισμένα μέσα στον οικισμό αυτοκίνητα, που έψαχναν διαφυγή.
Μάρτυρες επίσης αναφέρθηκαν και στον κατηγορούμενο, τότε δήμαρχο Ραφήνας, Ευάγγελο Μπουρνούς, που αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό και δικάζεται ξανά μετά την έφεση του εισαγγελέα. Ο κ. Μπουρνούς καταγγέλλεται από κατοίκους του Ματιού ότι ουσιαστικά τους καθησύχασε όταν δήλωσε σε τηλεοπτικό σταθμό, την ώρα που η φωτιά κατέβαινε με σφοδρότητα, πως «το Μάτι δεν κινδυνεύει». Σύμφωνα με τον μάρτυρα Θεοφάνη Χατζησταματίου, ο ανήλικος γιος του οποίου υπέστη σοβαρότατα εγκαύματα, ο κ. Μπουρνούς σε εκείνη την δήλωση, προέτρεπε τους κατοίκους του Ματιού «να μην βγουν στους δρόμους για να μην εμποδίζουν τα οχήματα της Πυροσβεστικής».
Η κ. Βουκάκη τόνισε στην κατάθεση της πως ελπίζει ότι αυτήν την «τελευταία φορά» που στέκεται απέναντι σε δικαστήριο για να αναβιώσει όσα την στιγμάτισαν για πάντα, να γίνει κάτι καλύτερο. «Θέλω να δικάσετε δίκαια όσους έχουν ευθύνες» είπε στους δικαστές, συμπληρώνοντας πως ελπίζει πως «όταν ξανασυναντήσω τους ανθρώπους μου να μπορώ να τους αγκαλιάσω και να τους πω, πως αφού δεν τους ακολούθησα στον δρόμο που πήραν εκείνο το απόγευμα, εδώ που έμεινα έκανα ό,τι μπορούσα. Να τους πω πως πέτυχα την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων. Για να μην ξαναγίνει».
Η κ. Βουκάκη είπε πως «δεν είναι πλημμέλημα όλη αυτή η ιστορία. Είναι ένα τραγικό κακούργημα, μία δολοφονία» όσα έγιναν στο Μάτι, ενώ σημείωσε πως ελπίζει «να σταματήσει το κακό στην χώρα».
Όσοι παρακολουθούσαν την δίκη άκουγαν με μεγάλη συγκίνηση την γυναίκα να περιγράφει κάθε συναίσθημα που ένιωθε εκείνο το απόγευμα που προσπαθούσε να φθάσει στο Μάτι, ελπίζοντας πως οι δικοί της θα είναι καλά. Ωστόσο κάποιοι από τους παριστάμενους δυσαρεστήθηκαν, όταν κατά την κατάθεση της γυναίκας ακολούθησε ο εξής διάλογος με την πρόεδρο:
Μάρτυρας: Ζητώ συγγνώμη αν μακρηγορώ, αλλά αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου…
Πρόεδρος: Το καταλαβαίνω. Πολλοί θέλουν να πουν την ιστορία της ζωής τους, αλλά λίγο πιο σύντομα…
Η μάρτυρας τόνισε πως η οικογένειά της θα ζούσε αν ο σύζυγός της δεν είχε υποχρεωθεί από περιπολικό να επιστρέψει στο Μάτι με το αμάξι που ο ίδιος και τα παιδιά ήθελαν να πάνε προς Ραφήνα όταν είδαν την φωτιά να πλησιάζει το σπίτι τους. «Δεν υπήρχε καμία επικοινωνία μεταξύ των φορέων, κάποιος… κάτι… Κανείς δεν ενημέρωσε τους ανθρώπους μας να φύγουν. Κινήθηκαν κατά βούληση. Ο Γρηγόρης μου έριξε τη ζαριά του και θα είχε σωθεί, αν δεν τον είχε γυρίσει πίσω στην φάκα, στην οδό Δημοκρατίας κοντά στο κτήμα Φράγκου, η αστυνομία» είπε.
Η μάρτυρας περιέγραψε την στιγμή που στο λιμάνι της Ραφήνας μία λιμενικός της είπε για μία φωτογραφία με ένα κορίτσι «που μοιάζει με την Εβίτα και με ρώτησε αν αντέχω να την δω. Είδα το κοριτσάκι και ήταν η Εβίτα μου. Φορούσε τα ίδια ρούχα, όπως είχε στείλει ένα βίντεο το μεσημέρι που τραγουδούσε. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε ζωή, δεν ήταν καμένη, ήταν με τα ρούχα και τα βραχιολάκια της. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας περιγράψω τι ένιωσα, ήθελα να χαθεί και η δική μου ζωή. Έμαθα ότι βρισκόταν στο οικόπεδο. Ήταν από τους τελευταίους στο Φράγκου. Ο Γρηγόρης βρέθηκε καμένος, λίγο πιο πίσω ο Ανδρέας. Και η Εβίτα στην τελευταία προσπάθεια, έφυγε προς τα βράχια. Υπήρχαν άνθρωποι που την είδαν: σε μια τελευταία προσπάθεια πήδηξε και έπεσε στα βράχια, στην παραλία. Και ένας από αυτούς έτρεξε να δει, να δώσει μια βοήθεια και είδε το παιδί μου και κάλεσε την πυροσβεστική, αλλά δεν ήρθε κανείς. Και η Εβιτούλα μου ζούσε και της κρατούσε το χέρι, μέχρι που ξεψύχησε εκεί. Θα μπορούσα να είχα έστω ένα παιδί αν είχε πάει κάποιος! Αν υπήρχε ενημέρωση, αν ένας λιμενικός, ένας πυροσβέστης… δεν ξέρω. Θα είχα το παιδί μου όπως κι αν ήταν, ζωντανό».
Στην κατάθεση της η Βασιλική Κατσαργύρη, που ο σύζυγός της απανθρακώθηκε μαζί με την γειτόνισσά τους στο Νέο Βουτζά, είπε πως όταν έψαχνε την επομένη τον άντρα της στο σπίτι τους και ρώτησε έναν πυροσβέστη αν υπάρχουν νεκροί και στο Νέο Βουτζά, εκείνος της είχε απαντήσει «θα μάθετε από τα Μέσα». Είπε επίσης πως όταν ξέσπασε η φωτιά η γειτόνισσά της επικοινώνησε με την Πυροσβεστική να δει τι συμβαίνει και της είπαν για την φωτιά. «Όταν όμως ρώτησε αν πρέπει να φύγουν ή όχι της απάντησαν “κάντε ό,τι νομίζετε”».
Ο κ. Χατζησταματίου στην κατάθεση του τόνισε πως «η τραγωδία στο Μάτι παίχτηκε σε πολλές φάσεις» και πως από την επομένη μέρα της τραγωδίας «σχεδιάστηκε ένα σενάριο» ώστε να πέσει το φταίξιμο στους κατοίκους. «Ακούγαμε για άναρχη δόμηση, για αδιέξοδους δρόμους, για ρυμοτομία… Ακούσαμε για παράνομη δόμηση αλλά οι περισσότεροι πέθαναν σε κομμάτι εντός σχεδίου πόλεως. Κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη για αυτή την αυτόβουλη απομάκρυνση… Ήταν μια μη οργανωμένη απομάκρυνση, 3.000 κόσμος σώθηκε γιατί έτρεξαν να ξεφύγουν. Δεν ζητήσαμε οργανωμένη απομάκρυνση, αλλά για αυτή τη μη οργανωμένη απομάκρυνση θέλαμε να μας ενημερώσουν νωρίτερα για το που βρίσκεται η φωτιά».
Η Γεωργία Μοσχού, κάτοικος του Νέου Βουτζά, έχασε τη μητέρα της και την αδελφή της σχεδόν έξω από το σπίτι τους. «Η απουσία των εναέριων μέσων… δεν υπήρξε ούτε για δείγμα βοήθεια. Ακούω τους προηγούμενους μάρτυρες που είναι τόσο ήπιοι και τρελαίνομαι. Αυτά που περάσαμε… η αδιαφορία… μέχρι 11 παρά δεν υπήρξε τίποτα, κανείς… η αδελφή και η ανιψιά μου βγήκαν να φύγουν και κάηκαν έξω από το σπίτι. Η αδελφή μου άντεξε 11 ημέρες και η ανιψιά μου 51 ημέρες…
Όταν ήρθαν οι πυροσβέστες ζητούσαμε να σβήσουν τη φωτιά που σιγόκαιγε και μας έλεγαν πως δεν είχαν εντολή. Δεν είχαν εντολή για τίποτα! Λες και είχαν έρθει για βόλτα!».
Και την Τρίτη, οι επιμέρους ιστορίες της τραγωδίας στο Μάτι ξετυλίχθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων.
Στο δικαστήριο κατέθεσαν έξι μάρτυρες, συγγενείς ανθρώπων που δεν τα κατάφεραν να σωθούν από τη φωτιά και είτε απανθρακώθηκαν είτε πνίγηκαν στη θάλασσα που κατέφυγαν γεμάτοι εγκαύματα από το θερμικό φορτίο που τύλιξε το Μάτι.
Και από τις καταθέσεις της Τρίτης αναδείχθηκαν οι ευθύνες κυρίως της Πυροσβεστικής αλλά και της Αστυνομίας η οποία σύμφωνα με όσα ακούγονται στο δικαστήριο δημιούργησε μία ασφυκτική κατάσταση εντός του οικισμού, διοχετεύοντας όλα τα οχήματα στους δρόμους του Ματιού. Και την Τρίτη τονίστηκαν στο δικαστήριο «μοιραία λάθη», παντελής απουσία ενημέρωσης των πολιτών για την πορεία της φωτιάς και τις ασφαλείς οδούς διαφυγής αλλά και η πλήρης απουσία οποιασδήποτε βοήθειας από τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Οι μάρτυρες, συγγενείς ανθρώπων που χάθηκαν στην προσπάθεια τους να διαφύγουν από την πύρινη κόλαση, αναφέρθηκαν στην ανυπαρξία ενημέρωσης αλλά και βοήθειας από την πλευρά των αρμόδιων φορέων.
«Μας πρόλαβε η φωτιά στα σκαλιά πριν την παραλία» κατέθεσε γυναίκα, κάτοικος στο Μάτι, που έχασε την 93χρονη μητέρα της στη θάλασσα, όπου για πολλές ώρες βρέθηκε στα ανοικτά μόνη και η κόρη της χωρίς βοήθεια ώσπου το βράδυ να την σώσουν Αιγύπτιοι ψαράδες.
«Ούρλιαζε το παιδί βοήθεια, αλλά η γιαγιά έφυγε στα χέρια της… προσπαθούσε να την κρατήσει στην επιφάνεια αλλά δεν μπόρεσε και πήγε στο βυθό. Τότε ξεκίνησε να κολυμπάει, αλλά δεν ήξερε προς τα πού έπρεπε να κολυμπήσει. Μέσα στη νύχτα πήγαινε προς Κέα και συμπτωματικά περνούσαν Αιγύπτιοι ψαράδες, τελείως τυχαία και με το φακό τη βρήκαν από τις φωνές της» ανέφερε η γυναίκα εξηγώντας ότι οι κρατικοί φορείς ήταν απόντες. Η μάρτυρας είπε πως στην παραλία «είδαμε το κοριτσάκι της οικογένειας Φύτρου να πηδάει στα βράχια γιατί δεν έβλεπε από τους καπνούς».
Στη δική του κατάθεση ο Κωνσταντίνος Τουρναβίτης που έχασε τον αδελφό του και την κουνιάδα του, ηθοποιό Χρύσα Σπηλιώτη, στο κτήμα Φράγκου, χαρακτήρισε «αδιανόητη» την απόφαση της Πυροσβεστικής να μεταφέρει δυνάμεις από την Ανατολική Αττική, «από μία δασική οικιστική περιοχή» και να τα διαθέσει στην Κινέττα. Η αδελφή του μάρτυρα, Μαρία Τουρναβίτη, είπε στην κατάθεση της πως η Πυροσβεστική έχει ρόλο και για περιπτώσεις εκκένωσης. «Στις μεγάλες φωτιές του 1997 στην Πεντέλη μπήκε πυροσβέστης στην αυλή και μας είπε “αφήνετε ανοιχτές αυλόπορτες, λάστιχα να φαίνονται και φεύγετε”. Στο Μάτι τίποτα».
Τη λάθος διαχείριση της κυκλοφορίας από την Αστυνομία, επισήμανε στην κατάθεση του ο μάρτυρας Στυλιανός Μάσχας που έχασε και τους δύο γονείς του στην φωτιά. «Δεν ήξεραν πώς να κατευθύνουν τον κόσμο και τον έστελναν μέσα στο Μάτι» είπε ο μάρτυρας ο οποίος τόνισε ότι οι αστυνομικοί «εμφανίστηκαν μετά την φωτιά. Μάζεψαν τη σπονδυλική στήλη της μητέρας μου και ένα κομμάτι του θώρακα του πατέρα μου. Αυτό έκαναν μόνο. Δεν υπήρχε κράτος, Αστυνομία, Πυροσβεστική. Καθόντουσαν στη Μαραθώνος και κάπνιζαν. Υπήρχαν άνθρωποι που έβλεπαν τα σπίτια τους εσωτερικά να καίγονται και αυτοί τα κοιτούσαν. Κανείς δεν νοιαζόταν για κανέναν…».
Για ακόμη μία φορά, την Τετάρτη, στις καταθέσεις των μαρτύρων ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών τονίστηκε σε όλους τους τόνους η πλήρης απουσία κάθε αρμόδιου κρατικού φορέα, αλλά και η απαράδεκτη κυνική και παράλληλα σκληρή έως απάνθρωπη αντιμετώπιση των κρατικών υπαλλήλων τις ώρες εκείνες που η πύρινη λαίλαπα στο Μάτι το καλοκαίρι του 2018 έκαιγε 104 ανθρώπινες ζωές, ζώα, σπίτια, αυτοκίνητα και ότι άλλο έβρισκε στο πέρασμά της.
Και κατά την ακροαματική διαδικασία της Τετάρτης κατέθεσαν μάρτυρες που έχασαν την τραγική εκείνη ημέρα συγγενείς και δικούς τους ανθρώπους, με πολλούς από αυτούς να έχουν επιβιώσει με σοβαρά εγκαύματα σε όλο το σώμα τους.
Οι περιγραφές των μαρτύρων οι περισσότεροι των οποίων έχασαν δικούς τους ανθρώπους, όπως παιδιά, συζύγους, γονείς, ανίψια, πραγματικά συγκλονίζουν ακόμα και τον πλέον ψυχρό άνθρωπο. Τα μάτια των μαρτύρων βουρκώνουν και δακρύζουν συνέχεια, η απορία και το γιατί είναι ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους, οι ρυτίδες στο πρόσωπό τους έχουν χαραγμένο τον πόνο και οι καρωτίδες κοντεύουν να σπάσουν στην προσπάθεια να προλάβουν να περιγράψουν στην κατάθεσή τους, τις εικόνες εκείνης της ημέρας που είναι βαθιά χαραγμένες στην μνήμη τους .
«Αυτοί οι άνθρωποι που κάηκαν στην περιοχή που την λέμε “Ζούγκλα “, ήταν ξαπλωμένοι, αφημένοι στον δρόμο μέχρι την επόμενη στις επτά το πρωί γιατί οι αρμόδιοι έπρεπε πρώτα να κάνουν σύμβαση με συγκεκριμένο γραφείο τελετών. Έχουν περάσει έξι χρόνια και δεν μάθαμε γιατί δεν βρίσκεται εδώ η Αστυνομία, γιατί δεν βρίσκεται εδώ το Δασαρχείο. Δεν μάθαμε γιατί δεν συζητήθηκε ποτέ στην Βουλή η μήνυση που καταθέσαμε κατά των τότε υπουργών Τόσκα και Σκουρλέτη».
Ο Αριστείδης Χερουβείμ που κατέθεσε πρώτος στην δίκη, έχασε εκείνη την ημέρα την μητέρα, την αδελφή και τις δίδυμες 5χρονες ανιψιές του.
Ο μάρτυρας παρίσταται μόνο για την μητέρα και την αδελφή του, καθώς αν και είναι ο μοναδικός συγγενής των δύο κοριτσιών που χάθηκαν, δεν έχει δικαίωμα παράστασης λόγω του τρίτου βαθμού συγγένειας (σ.σ.: Είναι δυνατή η παράσταση μόνο στους συγγενείς του πρώτου και δεύτερου βαθμού).
Μάλιστα κλείνοντας την κατάθεση του ο Αριστείδης Χερουβείμ είπε με έντονη δυσφορία: «Θεωρώ άδικο ότι δεν μπορώ να εκπροσωπήσω τα κορίτσια. Θα κάνω ότι μπορώ για να το ανατρέψω αυτό».
Ο Αριστείδης Χερουβείμ περιέγραψε εικόνες χάους, κυνικής αντιμετώπισης αλλά και ολιγωρίας των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών να αντιμετωπίσουν την τραγική κατάσταση τόσο κατά την διάρκεια που η φωτιά “έτρεχε” ακολουθώντας τη φορά του ανέμου, όσο και μετά στην διαχείριση της όλης κατάστασης. Μάλιστα, θέλοντας να καταδείξει την πλήρη απουσία και ανυπαρξία της κρατικής μηχανής, με ζωγραφισμένη την αγανάκτηση στο πρόσωπό του είπε: «Ούτε αρκετούς σάκους για τους νεκρούς δεν έστειλαν. Τσακώνονταν οι πυροσβέστες γιατί δεν έφταναν οι σάκοι για τις σωρούς».
Σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα, τέσσερα συγγενικά του πρόσωπα κάηκαν λίγο πριν τις 7 το απόγευμα, λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι τους στην περιοχή Ζούγκλα.
Προβάλλοντας τα χέρια προς το πάτωμα θέλοντας να καταδείξει το γιατί έγιναν όλα αυτά, απευθυνόμενος στους δικαστές της έδρας, είπε με παράπονο και θλίψη ότι αν είχαν ενημερωθεί για την πορεία της φωτιάς θα είχαν γλυτώσει και συνέχισε με αγανάκτηση:
«Η οικογένεια μου και στις έξι και στις έξι και τέταρτο εάν είχε ενημερωθεί, θα είχε σωθεί. Ξεκίνησαν να φύγουν στις έξι και μισή και κατευθύνθηκαν προς τον λόφο. Λίγο μετά, καιγόντουσαν μαζί με ένα ζευγάρι που προσπαθούσε να φύγει. Την ώρα που καιγόντουσαν οι δικοί μου και το ζευγάρι ήταν η πρώτη φορά που το Κέντρο Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας της Πυροσβεστικής επικοινώνησε με τον Δήμο Μαραθώνα. Τόση ώρα μετά την έναρξη της φωτιάς. Υπάρχει ηχητικό που αστυνομικοί ενημερώνουν ότι «υπάρχει πρόβλημα στον οικισμό Ζούγκλα» και όμως δεν κινήθηκε κανείς.
Την επομένη τα σώματα των ανθρώπων καίγονταν ή σιγοκαιγόντουσαν και σε λίγο ξανάπαιρναν φωτιά και όταν κάποιοι είπαν στους πυροσβέστες να τα σβήσουν, εκείνοι απάντησαν: «Τι να σβήσουμε τώρα; Τελικά τις σωρούς τις έσβησαν με τον πυροσβεστήρα του αυτοκινήτου διασώστες».
Ο μάρτυρας εξέφρασε την άποψη ότι η Πυροσβεστική Υπηρεσία είχε πλήρη εικόνα για την επικινδυνότητα της φωτιάς από τις 17.15, καθώς το συντονιστικό ελικόπτερο ενημέρωσε ότι «η φωτιά πάει προς Νέο Βουτζά. Ήξεραν επομένως πως κινδύνευε κόσμος. Και κανένας δεν έκανε τίποτα. Ξέρανε τι πάει να γίνει και γι’ αυτό δεν αναλάμβανε κανένας».
Σε άλλο σημείο της κατάθεσής του ο μάρτυρας εξέφρασε την πεποίθηση του, ότι η έναρξη της φωτιάς ήταν στις τέσσερις το απόγευμα και όχι στις 16.40 που εμφανίζεται από την Πυροσβεστική. Τονίζοντας, ότι ακόμη και την ώρα που λέει η Πυροσβεστική να είχε ξεκινήσει η φωτιά, υπήρχε χρόνος τουλάχιστον 50 λεπτά για να απομακρυνθεί ο κόσμος.
«Στον ίδιο χρόνο, δηλαδή τα πενήντα λεπτά, απομάκρυναν κόσμο από την Κινέτα. Δεν έκαναν οργανωμένη απομάκρυνση εκεί. Τους ειδοποίησαν με περιπολικά να φύγουν. Στο Μάτι δεν έγινε τίποτα! Ούτε καμπάνα δεν χτύπησε. Στο πρώτο δικαστήριο όταν ρωτήθηκε στέλεχος της Πυροσβεστικής γιατί δεν χτύπησαν καμπάνες και είχε απαντήσει ” γιατί γιορτή είχαμε;». Ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός δεν ήρθαν, έτσι για τα μάτια του κόσμου, στην περιοχή ούτε εκείνη την μέρα, ούτε την επομένη”.
Ο Αριστείδης Χερουβείμ θέλοντας να καταρρίψει το επιχείρημα που κυκλοφορούσε έντονα τις επόμενες μέρες του τραγικού συμβάντος και απέδιδε τις απώλειες ανθρώπων «στους στενούς δρόμους που εμπόδιζαν την διέλευση μεγάλων πυροσβεστικών οχημάτων», έδειξε στους δικαστές φωτογραφίες δρόμων της περιοχής, λέγοντας «από εδώ περνάνε μπετονιέρες».
Στην συνέχεια προκλήθηκε ένταση στο δικαστήριο όταν κλήθηκε μάρτυρας που έχει χάσει την κόρη του και χωρίς να προλάβει να μιλήσει, η πρόεδρος του δικαστηρίου έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα για ερωτήσεις και στην συνέχεια σε συνηγόρους.
Τότε ο μάρτυρας Άγγελος Σιαπκαράς κλαίγοντας και φωνάζοντας είπε στην πρόεδρο:
«Αισθάνομαι πως βρίσκομαι στο λάθος μέρος, όπως βρέθηκε και η κόρη μου στο λάθος μέρος και με τους λάθος ανθρώπους να πρέπει να διαχειριστούν την κατάσταση. Αυτή ήταν η ατυχία της» και προσέθεσε με νόημα: «Αυτοί που έπρεπε, δεν έκαναν τίποτα».
Πρόεδρος: Γιατί το λέτε αυτό;
Μάρτυρας: Γιατί δεν με αφήνετε να μιλήσω
Πρόεδρος: Βεβαίως να μιλήσετε
Μάρτυρας: Δεν με αφήσατε. Είμαι μεγάλος άνθρωπος. Μπορεί να μην μπορέσω να ξαναμιλήσω για το παιδί μου, να μην προλάβω. Μόλις 140 βήματα από την θάλασσα χάθηκε. Τα μετράω κάθε χρόνο στο μνημόσυνο. Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Όλοι αυτοί δεν έσωσαν ούτε έναν άνθρωπο. Είναι άσχετοι με την δουλειά τους, με το καθήκον που έχουν και τους προβιβάζουν κιόλας.
Δεν έχει πάει κανένας τους φυλακή και τα ρίχνουν ο ένας στον άλλον. Και εμείς διαλυθήκαμε. Μετά από εννιά μέρες μας έστειλαν ένα φέρετρο σκεπασμένο. Δεν ξέρω καν τι είχε μέσα. Ο αδελφός της πήγε την επομένη και μάζευε τα κόκκαλα της αδελφής του. Υπήρξε παντελής έλλειψη κάθε έννοιας κράτους. Εσείς όμως αν θέλετε, έχετε τον τρόπο. Εσείς μπορείτε και πρέπει να προσπαθήσετε να μας καταλάβετε και να αποδώσετε Δικαιοσύνη.
Οι μάρτυρες επεσήμαναν τις ευθύνες των Δήμων για την αμέλεια τους να απομακρύνουν καύσιμη ύλη από τα οικόπεδα και τους δρόμους, ενώ πολλοί τόνισαν για μια ακόμη φορά την “μοιραία ενημέρωση” που είχε κάνει ο τότε Δήμαρχος Ραφήνας Ευάγγελος Μπουρνούς, ο οποίος είχε πει δημόσια ότι δεν κινδυνεύει το Μάτι.
Ο Νίκος Γιαννόπουλος στην κατάθεσή του τόνισε: “Η μητέρα μου θα είχε σωθεί αν το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο μου ήταν κλειστό. Η προτροπή Μπουρνούς να μην βγουν οι κάτοικοι, μου στέρησε το δικαίωμα να την σώσω. Η πρωτόδικη απόφαση με κάνει να ντρέπομαι να πάω να της ανάψω το καντήλι”.
Ωστόσο, η εισαγγελέας της έδρας, ρώτησε την Αγγελική Κωνσταντάκη, εγκαυματία που έχασε την μητέρα της, πως θα αισθάνονταν δικαιωμένη και εκείνη απάντησε:
«Θα αισθανόμασταν δικαιωμένοι, αν εδώ ήταν όλοι όσοι έπρεπε, Αστυνομικοί, Λιμενικό. Αυτή θα ήταν μία δικαίωση. Να κριθούν όλοι οι υπεύθυνοι. Να πληρώσει ο καθένας με εκείνο που του αναλογεί. Δεν θέλουμε να δικαστούν αθώοι, αλλά εκείνοι που φταίνε. Όλα αυτά τα χρόνια δεν βγήκε ένας να πει “έκανα λάθος εκτίμηση”. Θα το καταλαβαίναμε. Άνθρωποι είμαστε όλοι. Ούτε μια συγγνώμη δεν έχουμε ακούσει».
Σπαρακτικές ήταν και οι χθεσινές καταθέσεις στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων όπου μεταξύ άλλων μαρτύρων στο βήμα του μάρτυρα βρέθηκαν δύο άνθρωποι που βιώνουν τον υπέρτατο πόνο. Δύο γονείς που ακόμη δεν μπορούν να πιστέψουν ότι έχασαν τα παιδιά τους το απόγευμα του Ιουλίου του 2018 όταν στο Μάτι σταμάτησε για αυτούς ο χρόνος.
Η Αθηνά Μουτάφη είδε μπροστά στα μάτια της να χάνεται μέσα στην θάλασσα ο γιος της, τον έβλεπε να απομακρύνεται και εκείνη με αγώνα και αγωνία πάσχισε και κατάφερε να σώσει την κόρη της. «Μόλις την έβαλα στο καΐκι δεν ήθελα να σωθώ, δεν είχα χαρά που σώθηκα» είπε χαρακτηριστικά η μάρτυρας που περιέγραψε αδιανόητες σκηνές με ανθρώπους να παλεύουν να κρατηθούν στη ζωή παραμένοντας ώρες αβοήθητοι στη θάλασσα.
Πιο πριν, ο Ιωάννης Φιλιππόπουλος ράγισε καρδιές όταν περιέγραψε ότι τα δίδυμα κοριτσάκια του χάθηκαν μαζί με τους γονείς του στο κτήμα Φράγκου μέσα στην κόλαση που κύκλωσε το Μάτι. «Βρέθηκαν και οι τέσσερις αγκαλιασμένοι. Η μητέρα μου από κάτω τα κορίτσια ανάμεσα και ο πατέρας μου από πάνω» κατέθεσε συντετριμμένος.
Και κατά τη χθεσινή συνεδρίαση αναδείχθηκε εικόνα πλήρους αδράνειας του κρατικού μηχανισμού, αλλά και αδιανόητων ενεργειών και παραλείψεων σε κάθε φάση της τραγωδίας.
Μάλιστα προκλήθηκε ένταση και σήμερα στο δικαστήριο όταν κατά την διάρκεια της κατάθεσης της κυρίας Μουτάφη, κατηγορούμενος ζήτησε τον λόγο επιχειρώντας να εξηγήσει πως υπήρχε πρόβλημα με την ορατότητα από τους καπνούς και για αυτό δεν πέταξε ελικόπτερο ενόσω δεκάδες άνθρωποι βρίσκονταν στην θάλασσα. Η αναφορά του κατηγορούμενου προκάλεσε την έκρηξη της κόρης τής μάρτυρα η οποία δεν έχει καταφέρει να συνέλθει από την απώλεια του αδελφού της που τον είδε πλάι της να επιπλέει στην θάλασσα. Το κορίτσι βίωσε την απόλυτη απουσία κάθε δομής που θα μπορούσε να τους βοηθήσει.
«Το μόνο πράγμα που έκανε ο κρατικός μηχανισμός ήταν ότι δεν έκανε τίποτα… Δεν είμαι υπερβολική επειδή έχασα το παιδί μου. Έτσι είναι! Αν τα είχαν κάνει όλα καλά ούτε θα εκβίαζαν τον πραγματογνώμονα ούτε θα γινόταν παραποίηση στοιχείων» είπε φορτισμένη στην κατάθεση της η Αθηνά Μουτάφη η οποία ζήτησε δικαιοσύνη από το δικαστήριο:
«Σας παρακαλούμε πολύ να κάνετε το καθήκον σας και να μας λυτρώσετε από τον πόνο. Μόνο εσείς μπορείτε να το κάνετε αυτό».
Η κυρία Μουτάφη περιέγραψε τις στιγμές που έζησε μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα όπου βρέθηκε με τον γιο της Βίκτωρα και την κόρη της Βάσια κυνηγημένοι από την φωτιά και την κάπνα.
«Τα κύματα ήταν τεράστια. Μας κουκούλωναν. Το μέλημα μου ήταν να μην χαθούμε με τα παιδιά και να είμαστε κοντά. Μετά από δύο τρία κύματα έβλεπα τη Βάσια αλλά όχι τον Βίκτωρα. Μετά τον είδα μπρούμυτα. Είχε φύγει το παιδί. Η Βάσια ήθελε να τον πάρουμε μαζί. Ο χειρότερος εφιάλτης για κάθε γονέα! Εγώ τον ζούσα μπροστά μου. Αναγκάστηκα να αφήσω το παιδί μου. Είδα το παιδί μου να χάνεται μπροστά μου βασανιστικά και να πρέπει να το αφήσω μέσα στη θάλασσα για να σώσω το άλλο μου παιδί. Είχαμε κουραστεί πολύ. Κάποια στιγμή έβγαλα το στηθόδεσμο μου και έδεσα το χέρι μου με το χέρι του παιδιού μου για να μη χαθούμε. Είμαστε στον ωκεανό μόνες μας. Μετά συναντηθήκαμε με κάποιους άλλους και ενωθήκαμε. Έρχονταν και άλλα επιπλέοντα πτώματα. Αυτά που βλέπετε εσείς στις ταινίες εμείς τα ζήσαμε στην πραγματικότητα.
Κάποια στιγμή είδαμε φώτα από ένα ψαροκάικο. Μόλις έβαλα το παιδί μου στο καΐκι, εγώ δεν ήθελα να σωθώ! Δεν ένιωθα καμία χαρά που σώθηκα. Βγήκαμε στη Ραφήνα στις δώδεκα. Μας έβγαλαν στο λιμάνι γυμνές και ξυπόλητες. Μας πήραν τα ονόματά μας και μετά μας άφησαν μόνες μας. Οκτώ μέρες μετά βρέθηκε το παιδί μου».
Με ραγισμένη φωνή ο κ. Φιλιππόπουλος εξιστόρησε όχι μόνο τον αβάστακτο πόνο από την απώλεια των δύο 9χρονων παιδιών και των γονιών του αλλά την απίστευτη συμπεριφορά με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι νεκροί του και ο πόνος του.
«Ξανακάναμε δεύτερη κηδεία γιατί βρέθηκαν τα πόδια της μητέρας μου πιο μακριά σε διαφορετική μέρα… Μου έδωσαν τους γονείς μου για ταφή, αλλά δεν μου έδιναν τα παιδιά γιατί δεν μπόρεσαν να τα ξεχωρίσουν και το κάναμε με βάση τα εκμαγεία από τα μασελάκια που είχε κρατήσει η γυναίκα μου» κατέθεσε ο μάρτυρας μέσα σε μία απόλυτη σιωπή.
Όπως είπε: «Μου είπαν ότι τα κορίτσια πέθαναν νωρίτερα γιατί είχαν πιο μικρά πνευμόνια. Και οι γονείς μου πέθαναν μετά. Αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί… Τους κύκλωσε η φωτιά και αυτό ήταν. Και εγώ πρέπει όλο αυτό να το ανεχτώ! Να ζήσω με αυτό, που δεν ζεις!… Όταν όλος ο κόσμος φεύγει για διακοπές εγώ πάω στο νεκροταφείο. Μου στέρησαν τις αγκαλιές των παιδιών μου. Ζήτησα να σφραγίσουν τα φέρετρα τους και δεν άφησα κανέναν… τα κατέβασα εγώ στον τάφο τα φέρετρα των παιδιών μου».
Ο μάρτυρας τόνισε πως οι γονείς και τα κοριτσάκια του θα ζούσαν «αν δεν τους είχαν στείλει και αυτούς στην παγίδα θανάτου μέσα το Μάτι…».
Η δίκη θα συνεχιστεί στις 26 Αυγούστου.