«Κανείς δεν σεβάστηκε τους νεκρούς»
ΔΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΤΙ

«Κανείς δεν σεβάστηκε τους νεκρούς»

Για «υβριστική συμπεριφορά» της Πολιτείας στους νεκρούς που άφησε πίσω της η φωτιά στο Μάτι, έκανε λόγο μάρτυρας που κατέθεσε στη δίκη, τη Δευτέρα, για την απώλεια της μητέρας της και όσα ακολούθησαν την επέλαση της φωτιάς.

Σ
το δικαστήριο κατέθεσε και η δημοσιογράφος Άννα-Μαρία Κακαουνάκη η οποία αναφέρθηκε σε «κυνισμό των αρχών» αλλά και σε καθαρή τύχη στο ποιοι χάθηκαν και ποιοι σώθηκαν εκείνο το απόγευμα, καθώς οι οργανωμένες υπηρεσίες της Πολιτείας βρίσκονταν σε απόλυτο χάος.

Η Ευαγγελία Νικολοπούλου, κατέθεσε στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων για την απώλεια της 59χρονης μητέρας της η οποία έφυγε τρέχοντας από το σπίτι της γεμάτη με καύτρες στο σώμα της. «Κανείς δεν τους είπε να φυλαχτούν, να φύγουν. Η μητέρα μου ζούσε 59 χρόνια στο Μάτι και θα μπορούσε να σωθεί. Αλλά έφυγε από το σπίτι με τις καύτρες πάνω της. Κανείς δεν τους ενημέρωσε. Κανείς δεν προσπάθησε να τους σώσει και κανείς δεν σεβάστηκε τους νεκρούς. Όσοι είχαμε νεκρό να πάρουμε, αναγκαστήκαμε να ζήσουμε μια άσχημη διαδικασία για την αναγνώριση» κατέθεσε η μάρτυρας η οποία αναφέρθηκε εκτενώς και σε όσα αντιμετώπισαν μετά την τραγωδία, χαρακτηρίζοντας τη στάση των αρμοδίων υβριστική συμπεριφορά απέναντι στους νεκρούς» αλλά και στους συγγενείς τους.

«Όταν πήγαμε στον τάφο της μητέρας μου, μου έδειξε η θεία μου ένα σημείο όπου είναι θαμμένα κόκαλα από το Μάτι. Πήγα στο ιερέα και τον ρώτησα “είναι κάτι εδώ θαμμένο;” και μου λέει πως “ναι εδώ είναι θαμμένα αταυτοποίητα κοκάλακια”. Έστειλα mail στον δήμαρχο Μαραθώνα και όντως μπήκε μία πλάκα στο σημείο. Αυτά εκεί είναι αταυτοποίητα κόκαλα που σαρώθηκαν σε επιχείρηση-σκούπα που έγινε κάποια στιγμή στο Μάτι για να καθαριστούν» είπε με αγανάκτηση η μάρτυρας.

Η κυρία Κακαουνάκη, η οποία ερεύνησε όσα έγιναν στο Μάτι αναφέρθηκε στην απόλυτη αδράνεια που ουσιαστικά άφησε μόνους τους τούς κατοίκους και τους παραθεριστές στο Μάτι τις κρίσιμες ώρες. «Το τραύμα είναι μεγάλο» είπε η δημοσιογράφος η οποία αναφέρθηκε στο «απόλυτο χάος» αλλά και σε έναν «φοβερό κυνισμό» που προκύπτει από τις συνομιλίες της Πυροσβεστικής. «Οι άνθρωποι ήταν δύσκολο ακόμα και να μου πουν τη ιστορία τους. Κατάλαβα ότι ήταν τελείως μόνοι τους, ήταν τυχαίο εκείνη τη μέρα ποιος θα καεί και ποιος όχι. Από τις συνομιλίες της Πυροσβεστικής προκύπτει το απόλυτο χάος και ένας φοβερός κυνισμός. Άνθρωποι που έπαιρναν σε απόγνωση και τους απαντούσαν “δεν είναι ταξί το πυροσβεστικό”». Η μάρτυρας τόνισε πως δεν υπήρχε ενιαία, βασισμένη σε σχεδιασμό με τα δεδομένα, αντιμετώπιση για τίποτε και έτσι η Πυροσβεστική «απαντούσε σε άλλους “μείνετε σπίτι σας” και σε άλλους “φύγετε”…».

Συγκλόνισε o πυροσβέστης που έχασε τη σύζυγο και το 6 μηνών βρέφος τους

“Με ειδοποίησε ο Διοικητής ότι η φωτιά έχει ξεφύγει και κατεβαίνει προς Μαραθώνος και Μάτι. Μου είπε ο οδηγός του, να πάω να πάρω την γυναίκα και το μωρό και να ειδοποιώ όποιον βρίσκω, ότι “τα πράγματα δεν είναι καλά” για να φύγει. Τηλεφώνησα αμέσως στην Μαργαρίτα και της είπα “πάρε το παιδί και φύγε”.

Ο πυροσβέστης στον Σταθμό της Νέας Μάκρης Ανδρέας Δημητρίου, που έχασε την σύζυγο και τον μόλις έξι μηνών γιό του το μοιραίο απόγευμα που η φωτιά έκαψε το Μάτι, κατέθεσε στην δίκη για την τραγωδία, την Τετάρτη.

Ο αξιωματικός της Πυροσβεστικής, κάτοικος Ματιού, περιέγραψε όσα έγιναν εκείνη την μέρα αναφέροντας χαρακτηριστικά όταν ρωτήθηκε από την Εισαγγελέα ως προς το “τι πήγε στραβά” και η φωτιά εξελίχθηκε σε όλεθρο: “Δεν πιστεύω ότι πήγε κάτι καλά. Δεν λειτούργησε τίποτε”. Όπως είπε, βρέθηκε στο Μάτι, ενώ η φωτιά κατέβαινε και τόνισε πως “δεν είδα ούτε εναέριο, ούτε όχημα της Πυροσβεστικής, αν και “το φαινόμενο ήταν δυναμικό”.

Ο μάρτυρας κατέθεσε πως εκείνη την μέρα, ενώ είχε σχολάσει το πρωί, κλήθηκε από την υπηρεσία του στις πέντε το απόγευμα να παρουσιαστεί στο σταθμό της Νέας Μάκρης. Όπως είπε, τέθηκαν σε γενική επιφυλακή λόγω της φωτιάς στην Κινέτα. Στον σταθμό της Νέας Μάκρης έμαθε, γύρω στις έξι και μίση, πως υπάρχει και η φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Ωστόσο, όπως ανέφερε, η Πυροσβεστική της Νέας Μάκρης δεν είχε οχήματα όταν πήγε ο ίδιος, καθώς είχαν διατεθεί δύο, μεταξύ των οποίων και ένα φορτηγό χωρητικότητας δέκα τόνων, για την Κινέτα και τα άλλα οχήματα ήδη είχαν σπεύσει στην τοπική πυρκαγιά και είχαν εγκλωβιστεί στο Λύρειο Ίδρυμα στο Νέο Βουτζά.

Όπως είπε, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά αρχικά από τον οδηγό του Διοικητή και εν συνεχεία από τον ίδιο τον ανώτερο του, ότι “ξέφυγε η φωτιά” και ότι κινδύνευε το Μάτι. Έτσι του είπαν να φροντίσει για την οικογένεια του και να ενημερώσει όσους πολίτες μπορούσε.

“Ξεκίνησα με έναν συνάδελφο με το αυτοκίνητο μου να πάμε στο Μάτι με σκοπό να προσεγγίσω το σπίτι μου. Στην Μαραθώνιος υπήρχε μπλόκο της Αστυνομίας και μας άφησαν να περάσουμε όταν είπαμε την ιδιότητα μας. Στο Μάτι υπήρχαν αυτοκίνητα ακινητοποιημένα, τρεις σειρές, κλειδωμένα… άδεια. Είπαμε στις κατασκηνώσεις της Αστυνομίας και του Στρατού να φύγουν και λέγαμε σε όποιον βλέπαμε να βγει από το Μάτι”.

Ο αξιωματικός της Πυροσβεστικής περιέγραψε τις προσπάθειες του να προσεγγίσει το σπίτι του, μέχρι τις εννιά το βράδυ οπότε ένα άγνωστο νούμερο τον κάλεσε και ένας άνδρας του είπε πως η σύζυγος και το μωρό τους, ήταν στην Αργυρά Ακτή. Όπως ανέφερε, εκ των υστέρων κατάλαβε πως επειδή είχε κοπεί το ρεύμα, η σύζυγός του, δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα του γκαράζ και ξεκίνησε πεζή με το μωρό στην αγκαλιά για την παράλια.

“Πήγα ξανά στο Μάτι και ξεκίνησα πεζός για την παραλία. Ήταν περίεργο το σκηνικό. Έβλεπα κολώνες πεσμένες, λιωμένα καλώδια και αυτοκίνητα καμένα. Η παραλία φλεγόταν. Ο κόσμος ήταν μέσα στην θάλασσα. Προσπάθησα να πάρω το Λιμεναρχείο, όμως δεν τα κατάφερα. Με πήρε ο πεθερός μου που είχε βρει την Μαργαρίτα και το μωρό. “Τους βρήκα. Να είσαι προετοιμασμένος για όλα” μου είπε. Όταν έφθασα είδα την Μαργαρίτα καθισμένη με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σε έκταση… Ένας κύριος, Πολωνός, είχε το μωρό δίνοντας πρώτες βοήθειες. Έδωσα το μωρό σε εθελοντικό όχημα να το πάνε σε νοσοκομείο. Την Μαργαρίτα την πήρε ασθενοφόρο. Πήγα αμέσως στο Παίδων όπου κατάλαβα πως ήταν άσχημα τα πράγματα. Με έβαλαν σε χώρο αναμονής. Με ενημέρωσαν πως ο μικρός δεν τα κατάφερε. Με άφησαν να τον δω. Έφυγα κατευθείαν για Ευαγγελισμό που έμαθα πως πήγαν την Μαργαρίτα. Την είχαν διασωληνώσει. Η Μαργαρίτα νοσηλεύτηκε 11 μέρες. Ούτε αυτή τα κατάφερε…”

Απαντώντας σε ερωτήσεις τόσο της Εισαγγελέα όσο και μελών του δικαστηρίου ο μάρτυρας είπε πως “Μέχρι το 2018 δεν ήταν ξεκάθαρο σε εμένα, ως πυραγός, πως γίνεται η διαδικασία εκκένωσης. Μετά, έμαθα ότι υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος για το πως διαχέεται η πληροφορία και για το πως γίνεται: δηλαδή πρώτα η εισήγηση από τον επικεφαλής του πεδίου και στη συνέχεια ενημερώνουν τα όργανα μέσω 112 ή ενεργούν. Εκείνη την ημέρα, το φαινόμενο ήταν πολύ δυναμικό και έντονο. Η οποιαδήποτε ενέργεια θα έπρεπε να γίνει άμεσα με σωστό σχεδιασμό, να γίνει από την αρχή, έγκαιρα στην έναρξη της πυρκαγιάς και με ακρίβεια. Σε αυτόν τον χρόνο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η Μαραθώνος ως δίοδος διαφυγής. Όταν η φωτιά είχε πιάσει τη Μαραθώνος, δεν υπήρχε πια αυτή η επιλογή.” Συμπλήρωσε μάλιστα ότι γύρω στις έξι παρά, ο άνεμος άλλαξε από Βοριάς σε Δυτικό, γεγονός που έδωσε τεράστια δυναμική στο φαινόμενο.

Κατά την άποψη που εξέφρασε ο αξιωματικός “Όταν η φωτιά πέρασε από το Λύρειο Ίδρυμα, γύρω στις 5:00, ήταν κομβικής σημασίας να ενημερώσουν τους πολίτες”. Λίγο μετά μάλιστα ανέφερε ότι η ενημέρωση δεν θα έπρεπε να γίνει μόνο στο Μάτι, αλλά και σε άλλες περιοχές όπως ο Άγιος Ανδρέας κ.λπ. που κινδύνευαν εξίσου.

Ο κ. Δημητρίου επεσήμανε επίσης πως μέχρι την φωτιά στο Μάτι ο ίδιος δεν είχε εικόνα απομάκρυνσης πολιτών. Μετά το 2018 “σε πυρκαγιές που είναι σε εξέλιξη λειτουργεί το σύστημα ενημέρωσης πολιτών και η σταδιακή απομάκρυνση του κοινού. Μέχρι τότε δεν είχα τέτοια εικόνα… Εγώ στο παρελθόν δεν είχα συμμετάσχει σε άσκηση απομάκρυνσης πληθυσμού. Πρώτη φορά συμμετείχα φέτος στη Ραφήνα”.

Ο μάρτυρας εξέφρασε την άποψη πως μία σειρά αντιδράσεων δεν ήταν σωστές με αποτέλεσμα την εκατόμβη νεκρών “Τι δεν λειτούργησε; Η λάθος εκτίμηση της αστυνομίας, η μη επάρκεια των πυροσβεστικών δυνάμεων, η μη ενημέρωση των πολιτών. Όλα αυτά μαζί συντέλεσαν στο να γίνει αυτό που έγινε. Θα έπρεπε όλα αυτά να λειτουργήσουν σωστά και να έχουν ένα αποτέλεσμα. Από τη στιγμή που άρχισε το ένα να μην δουλεύει σωστά, συμπαρέσυρε και τα υπόλοιπα και έφτασε στο αποτέλεσμα με τους 104 νεκρούς και τους εγκαυματίες που μέχρι και σήμερα υποφέρουν”.

Βαθιά συγκίνηση προκάλεσε η μάρτυρας που έχασε την κόρη και τον εγγονό της

Βαθιά συγκίνηση προκάλεσε, την Πέμπτη, στα μέλη του δικαστηρίου και τους παράγοντες της δίκης, η κατάθεση της Μαρία Διονυσιώτη, μητέρας της Μαργαρίτας Διονυσιώτη, της γυναίκας που έχασε το μόλις έξι μηνών μωρό της και υπέκυψε και η ίδια σε βαρύτατα εγκαύματα το μοιραίο απόγευμα που η φωτιά κατέκαψε το Μάτι.

Η Μαρία Διονυσιώτη δεν έμεινε πολύ ώρα στο βήμα, ωστόσο η κατάθεσή της συγκλόνισε όλους τους παριστάμενους. Ακόμη και οι δικαστές δάκρυσαν όταν την άκουσαν να λέει πως «απλώς υπάρχω πλέον σαν ένα κομμάτι κρέας» και πως θα ζει πάντα με την απώλεια της κόρης και του εγγονού της που την κουβαλάει σαν «καύτρα στην ψυχή μου».

Αμέσως μετά την κατάθεση το δικαστήριο διέκοψε για λίγα λεπτά την συνεδρίαση ώστε να αποφορτιστούν όσοι άκουσαν την μαυροφορεμένη γυναίκα, πεθερά του στελέχους της Πυροσβεστικής Νέας Μάκρης Ανδρέα Δημητρίου που κατέθεσε χθες για τη «Μαργαρίτα και τον μπέμπη μας».

Όπως είπε η μάρτυρας: «Εγώ δεν κάηκα αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Θα ζω με αυτή την καύτρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου… Δεν ζούμε, απλώς υπάρχουμε. Εμείς, ο άντρας μου και εγώ αλλά και ο Αντρέας είμαστε τρία κομμάτια κρέας που απλώς υπάρχουμε».

Περιγράφοντας όσα έζησε η κυρία Διονυσιώτη, είπε πως αναζητούσαν με τον άντρα της την Μαργαρίτα και το μωρό μέσα σε ένα σκηνικό απελπιστικό. «Κάποια στιγμή μάθαμε ότι η Μαργαρίτα με το μωρό είναι στην Αργυρά Ακτή. Εμείς είμαστε εκείνη την ώρα στην πλατεία της Ραφήνας και πήγε ένας φίλος μας στο Λιμεναρχείο να τους πει να στείλουν ένα σκάφος να μαζέψει τη Μαργαρίτα. Μετά ξαναπήγε και του είπαν πως ήταν ενήμεροι αλλά οι βάρκες δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν γιατί είχε πολλά βράχια. Τελικά ενημερωθήκαμε πως η Μαργαρίτα πήγε στον Ευαγγελισμό… Περιμέναμε ενημέρωση από τους γιατρούς. Μετά από ώρα ήρθε ο Αντρέας με έβαλε σε μια καρέκλα να καθίσω, με αγκάλιασε και μου είπε ότι ο μπέμπης μας έγινε αγγελάκι. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι κάτι… Όταν γυρίσαμε στο σπίτι το πρωί αντικρίσαμε ένα σκηνικό που θύμιζε πυρηνικό πόλεμο. Ακόμα στο σπίτι μας υπήρχαν φλόγες και μικρές εστίες. Και το σπίτι μας ήταν σαν σκηνικό ταινίας. Από μπροστά άθικτο και πίσω καμένο. Μετά από λίγες ημέρες και αφού έγινε η κηδεία του μπέμπη είχα πάει στον Άγιο Εφραίμ να προσκυνήσω και επιστρέφοντας έζησα το ίδιο… Με έβαλαν σε έναν καναπέ και μου είπε ο Αντρέας ότι η Μαργαρίτα δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη. Η Μαργαρίτα όταν μπήκε στο ασθενοφόρο ζήτησε από τους διασώστες να υπαγορεύσει ένα γράμμα ότι ευχαριστεί εμάς και τον άντρα της και ότι μας αγαπάει. Η Μαργαρίτα και τόσοι άνθρωποι έφυγαν μαρτυρικά. Αν είχε εγκαίρως το Λιμεναρχείο στείλει βάρκες ο μπέμπης μας θα τα είχε καταφέρει. Αλλά κανένας δεν έκανε τη δουλειά του. Μας εγκατέλειψαν, μας άφησαν στην τύχη μας. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Θα ζω με αυτή την καύτρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η Μαργαρίτα μετά την απώλεια του γιου μας ήταν το στήριγμα μας. Ο μπέμπης μας θα ζούσε και θα πήγαινε σχολεία. Εμείς δεν ζούμε, απλώε υπάρχουμε…».

Στη δική του κατάθεση ο πατέρας της Μαργαρίτα, Χαράλαμπος Διονυσιώτης, είπε στους δικαστές: «Κανείς από εσάς δε πρόκειται να κατανοήσει αυτό που έζησα. Ήμασταν ανυπεράσπιστοι. Μας άφησαν να καούμε. Ούτε η Πυροσβεστική, ούτε το Λιμενικό ούτε η Αστυνομία βάλανε ένα χέρι βοήθειας. Δεν υπήρχε τίποτα, κάνεις, και οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν είναι κατηγορούμενοι. Αν τους είχαν εκτρέψει αντίθετα προς τον Μαραθώνα θα είχαμε λιγότερους νεκρούς. Δεν υπήρχε ενημέρωση, δεν υπήρχε σχέδιο εκκένωσης… Είμαστε σίγουροι ότι οι 104 πέθαναν ακαριαία; Δεν ήμαστε. Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να περιμένουν την άλλη μέρα το πρωί τους διασώστες; Να πεθαίνουν μέσα στις στάχτες; Δεν έπρεπε άμεσα να τους βοηθήσουν, που ουρλιάζανε οι εγκαυματίες στα μπαλκόνια; Μας εγκατέλειψαν όλοι τότε και μας εγκαταλείπουν ακόμη και σήμερα. Για να πετάξουμε τα αποκαΐδια με αμάξι του Δήμου, έπρεπε να βρούμε λεφτά να πληρώσουμε το παράβολο».

Ο Εμμανουήλ Τσαλιαγκός, επιχειρησιακός υπάλληλος στην Πολιτική Προστασία του Δήμου Ραφήνας-Πικερμίου που είχε βάρδια στη θέση “Οχυρό” το επίμαχο μεσημέρι, σε δημοτικό βυτίο, ήταν ο πρώτος που είδε τον καπνό και ειδοποίησε τον Δήμο και την Πυροσβεστική. Στην κατάθεση του σήμερα τόνισε πως πλησιάζοντας το σημείο της εστίας, κατάλαβε πως η φωτιά είχε δυναμική και πως θα χρειαζόταν οπωσδήποτε συνδρομή από εναέρια μέσα για να αντιμετωπιστεί.

«Ήμασταν στην υπηρεσία. Στις 16:40 είδαμε καπνό απλωμένο, όχι σε στήλη που σηκώνεται στην άπνοια, λόγω του αέρα, προς Νταού Πεντέλης ή Διώνη. Ενημέρωσα ότι θα χρειαστούν εναέρια και ότι η φωτιά είναι μεγάλη» είπε ο μάρτυρας ο οποίος απαντώντας σε ερώτηση της προέδρου είπε πως είδε γύρω στις 17:15 με 17:30 ένα Έρικσον που έκανε μία ρίψη και τίποτε άλλο. Εκτίμησε παράλληλα, πως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα μπορούσαν να επιχειρήσουν τα Καναντέρ καθώς ο αέρας έτρεχε με 125 χιλιόμετρα. Είπε επίσης πως αν είχαν διατεθεί περισσότερα οχήματα θα μπορούσε να “κρατηθεί” η φωτιά όσο ήταν στο Νταού και να μην “ανοίξει”.

Η δίκη θα συνεχιστεί την Τρίτη.