ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΚΟΥΤΕΡΗΣ

Υπάρχω για τη φωνή, τον άνθρωπο τον θρύλο

«Κ
αι θα υπάρχω όσο θα υπάρχουν ταπεινοί, αγνοί και τίμιοι άνθρωποι του λαού». Γιατί μόνο μες την καρδιά του λαού ζω. Εκεί είναι το σπίτι μου, εκεί γεννήθηκα, εκεί θα πάψω κάποτε να υπάρχω.

Πρόκειται για το τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη με την υπαρξιακής υφής τίτλο «Υπάρχω, για την φωνή, τον άνθρωπο, τον θρύλο, ο οποίος συνεχίζει να κατακτά τις καρδιές των θεατών. Μέχρι πρότινος είχαν κοπεί 625.000 περίπου εισιτήρια, επίδοση που φέρνει στην κορυφή του ελληνικού box office ενώ εκτιμάται ότι θα πλησιάσουν το φράγμα ενός εκατομμυρίου.

Πέραν από την ποιότητα της σχετικής ταινίας συνδέεται και με την απήχηση του καλλιτέχνη στις νεώτερες γενιές, αλλά και στην αρτιότητα και τη θεραπευτική λειτουργία των τραγουδιών του.

Ωστόσο ομιλούμε για ένα σπουδαίο – τον σπουδαιότερο – λαϊκό τραγουδιστή, αναρωτιέται κανείς αν εκτός από τον ίδιο υπάρχει και η λαϊκότητα που συνδεόταν άμεσα με το χιούμορ στην τέχνη και στην κοινωνία που εξακολουθεί ίσως να επηρεάζει τάσεις και συμπεριφορές.

Επικρατεί αντίληψη με την οποία συμφωνούμε, κυρίως από ειδικούς, ότι η λαϊκότητα έχει εξοβελισθεί από το τρίπτυχο διαδίκτυο – κοινωνικά δίκτυα – κινητό. Η λαϊκότητα αντικαταστάθηκε από την παρεούλα που ψάχνει τα κινητά της και δείχνει στους υπόλοιπους τι ανακάλυψε. Ζούμε παγκοσμίως την περίοδο της βαθυστόχαστης ανάλυσης και της σοβαροφάνειας και η λαϊκότητα δεν ταιριάζει ούτε με τη μία ούτε με την άλλη.

Βέβαια μπορεί να υποστηριχθεί και άλλη άποψη όσον αφορά την λαϊκότητα, όμως δεν υπάρχει λαϊκό τραγούδι στις μεγάλες πίστες που αυτοπροσδιορίζονται λαϊκές με τραγουδιστές, οι οποίοι δεν έχουν περπατήσει ξυπόλυτοι στη λάσπη, όπως λέει ο Πασχάλης Τερζής.

Λαϊκότητα σημαίνει να έχεις επαφή με την σκληρή καθημερινότητα, στο σχολείο να μοιράζεσαι το χαρτζιλίκι με τον συμμαθητή σου. Σημαίνει την ώρα που τραγουδάς να έχεις στο νου σου ότι αυτοί που είναι από κάτω έχουν στερηθεί να έλθουν.

Σημαίνει σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη, δεν αρκεί να βάλεις μπουζούκι σ’ ένα τραγούδι για να είναι λαϊκό. Χρειάζεται να απευθύνεσαι στο λαϊκό συναίσθημα, να αφυπνίζει και να αναστατώνει χωρίς χρυσές καδένες.

Συνδυάζει μεταξύ άλλων την περηφάνια, λεβεντιά, ιδρώτα, τρυφερότητα και ντομπροσύνη. Γιατί όπου υπάρχει λαϊκότητα δεν χωράει λαϊκισμός.

Αυτές τις προϋποθέσεις και προσόντα φρονούμε ότι είχε το φαινόμενο Καζαντζίδης, κατά δε την διάρκεια της προβολής, όλοι μαζί, μεγάλοι μικροί, ενθουσιάζονταν σε κάθε πενιά του Άκη Πάνου, Χρήστου Νικολόπουλου και Χρήστου Μάστορα, μετέτρεψαν κινηματογραφική προβολή σε μουσική εμπειρία, όπου κανένας δεν ενοχλούνταν από το διπλανό και από την ανάγκη του να τραγουδήσει, και κάθε φορά που ακούγεται αυτή η φωνή που είναι φωτιά, δεν γίνεται να μην καείς. Σε ακινητοποιεί και συνεπαίρνει.

Τα τραγούδια που υπάρχουν στην ατμόσφαιρα είναι και θα είναι μέσα σε πολλά σπίτια μεγάλων μια μικρών, που μεγάλωσαν με αυτά. Βλέπουμε ότι πρόσωπα του τραγουδιού έχουν γίνει ταινίες. Ο κύριος λόγος είναι ότι μιλάμε για πραγματικά είδωλα που αγαπήθηκαν σε τεράστιο βαθμό από το κοινό. Αυτές οι προσωπικότητες – όπως και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου – φωτίζονται και μέσα από τον κινηματογράφο, διότι το τραγούδι είναι κάτι που κράτησε και κρατάει ζωντανή την ελληνική κοινωνία.

Είναι αλήθεια ότι τα τραγούδια του Στέλιου βασίζονται σε μια κουλτούρα του πόνου που υπάρχει πολλά χρόνια στη χώρα μας. Μιλούσε για την αδικία του 50 και του 60, κρύβουν πόνο, δεν πεθαίνουν ποτέ είτε λαϊκό, έντεχνο είτε ρεμπέτικο. Λειτούργησαν και λειτουργούν προφητικά θεραπευτικά, τόσο για τον ίδιο όσο και σ’ όσους τα ακούν.

Ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό να κάνω παρένθεση ή παράλληλη σκέψη προκειμένου να μην αδικήσουμε το χορό και το δημοτικό τραγούδι, επισημαίνοντας ότι και τα δύο βαδίζουν χέρι – χέρι με το γιαταγάνι και καριοφίλι. Αποτύπωσαν μάχες και ηρωισμούς, επικοινώνησαν τον αγώνα, κατέγραψαν συναισθήματα δίνοντας στον ελληνικό λαό την πνευματική τροφή να σταθεί στα πόδια του.

Αγράμματος και αμόρφωτος λαός ένοιωθε την ανάγκη να τραγουδήσει, να χορέψει, αλλά και να μοιρολογήσει τα παλικάρια του αγώνα.

Ο Μακρυγιάννης αφηγείται προ της μάχης Ακροπόλεως «φάγαμε ψωμί, τραγουδήσαμε και γλεντήσαμε» συνδέοντας την σύνδεση της λαϊκής μούσας με την επανάσταση του 1821.

Ο Καλαβρυτινός ίλαρχος Τζαβέλας πριν αυτοκτονήσει (1887), λόγω ασθενείας του αλόγου του τραγούδησε κλέφτικο τραγούδι της πατρίδας του. Επίσης, μετά από 100 χρόνια αρχιερέας του δημοτικού τραγουδιού, ονομαζόμενος κλαρινοφάγος Δημήτριος Ζάχος, έφερε τους καλύτερους κλαρινίστες στη «Ζούγλα» και «Έλατο».

Τηλεφωνούσε πελάτες από το Λος Άντζελες και παρήγγελνε τραγούδια από τηλεφώνου και έκλαιγε. Την δε άλλη μέρα έστελνε «χαρτούρα» στην ορχήστρα…

Παλαιότερα δεν υπήρχε στιγμή ζωής τους που να μην ήταν συνυφασμένη με το τραγούδι, να αναπαριστά το μοιρολόϊ από τη σπορά στο γλέντι του τρύγου, από την ξενιτιά στον έρωτα.

Μετά από το τραγούδι και το χορό θα μάθουμε την ομαδικότητα μέσα από τις αισθήσεις και δεν θα βλέπουμε ο ένας τον άλλον στην οθόνη του κινητού.

Γράφοντας αυτό το σημείωμα, θυμήθηκα τον μακαρίτη πατέρα μου «Μπάρμπα Λάμπη» όταν ήμουν 5-6 ετών, που επιστρέφοντας από τα πρόβατα στο σπίτι, κατάκοπος, έλεγε στην μάνα μου βάλε ψωμί (και όχι φαΐ) να φάμε. Και πριν αρχίσει το τσιμπολόϊ τραγουδούσε «πάνω ρε πάνω σε ψηλή ραχούλα είναι μια βλαχοπούλα κ.λπ.», ως όργανο κτυπώντας την παλάμη του στο τραπέζι και στην συνέχεια έπαιζε την φλογέρα. Δηλαδή έκανε την δική του επανάσταση, ψωμί, τραγούδι, φλογέρα, καθ’ ο ήταν και ερασιτέχνης κλαρινίστας. Πίστευε δε ότι δεν υπάρχει τραγούδι που να μην τραγουδιέται από τα πουλιά πάνω στα κλαδιά.

 

* Ο κ. Ιωάννης Σκουτέρης είναι Δικηγόρος, τέως αντιδήμαρχος Χολαργού