Η υπόθεση των Τεμπών έχει φέρει σε πολύ δύσκολη θέση την κυβέρνηση, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη δυσπιστία μεγάλου μέρους των πολιτών. Η επιμονή της ότι δεν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες για το δυστύχημα, οι καθυστερήσεις στις έρευνες και οι κακοί χειρισμοί στη διαλεύκανση της υπόθεσης έχουν δώσει την αίσθηση «κουκουλώματος» και έχουν οδηγήσει σε αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, με μεγάλο μέρος των ερωτώμενων στις δημοσκοπήσεις να θεωρεί ότι η κυβέρνηση ελέγχει τη Δικαιοσύνη και αποκρύπτει την πραγματικότητα.
Το πολιτικό σκηνικό αποσταθεροποιείται, η δυσπιστία έναντι όλων των θεσμών αυξάνεται και φαίνεται ότι τα λαϊκιστικά και αντισυστημικά κόμματα κερδίζουν έδαφος στις δημοσκοπήσεις.
Την ίδια στιγμή, η πολιτική Τραμπ και η κρίση στις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΗΠΑ έχουν παγώσει και τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Η απόφαση του Τραμπ να περιορίσει τη στήριξη στην Ευρώπη αφορά άμεσα και την Ελλάδα, προκαλώντας ασφαλώς πολύ έντονη ανησυχία στην κυβέρνηση, η οποία μέχρι πρότινος είχε την υποστήριξη της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Αυτοί οι δύο παράγοντες κυρίως, δηλαδή τα Τέμπη και ο Τραμπ, προστίθενται στη φυσιολογική πολιτική φθορά μετά από έξι χρόνια διακυβέρνησης και περιορίζουν την πολιτική ισχύ της κυβέρνησης, η οποία δεν είναι διατεθειμένη να αναλάβει κανένα πολιτικό κίνδυνο αυτή τη στιγμή και προσπαθεί να ανασυνταχθεί για να αντιμετωπίσει την πολιτική κρίση.
Είναι προφανές ότι αυτή η κατάσταση έχει εκμηδενίσει τη διάθεση για μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αναγκαστικά θα προκαλούσαν αντιδράσεις σε μεγάλες επαγγελματικές ομάδες, κυρίως στον δημόσιο τομέα.
Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία θα επιβραδυνθεί, παραγωγικές επενδύσεις δεν θα υπάρξουν, ίσως μειωθούν ακόμη και οι μη παραγωγικές επενδύσεις που γίνονταν τα προηγούμενα χρόνια. Μεταρρυθμίσεις από δεκαετίες αναγκαίες δεν θα υλοποιηθούν και είναι πολύ αμφίβολο αν θα προχωρήσουν έστω και κάποιες από αυτές που απαιτούνται για την απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σημειώνεται ότι για την πλήρη απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου εκκρεμούν από ελληνικής πλευράς 240 προαπαιτούμενα, που ουσιαστικά είναι πολύ συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις σε διάφορους τομείς, μεταξύ των οποίων η Δικαιοσύνη, η Πολεοδομία και το Κτηματολόγιο, η ψηφιακή λειτουργία του κράτους, ο τομέας των προμηθειών του Δημοσίου και των δημοσίων έργων, η χρηματοδότηση των επενδύσεων και πολλά άλλα.
Ένας επιπλέον κίνδυνος που εμφανίζεται φέτος για την οικονομία είναι η ανησυχία για το τι θα συμβεί στη Σαντορίνη. Ο τουρισμός είναι η σημαντικότερη πηγή εισροών χρήματος στην Ελλάδα και αν αρχίσουν οι ακυρώσεις από τα μεγάλα τουριστικά γραφεία λόγω φόβου, το πλήγμα θα είναι τεράστιο. Μέχρι στιγμής ακυρώσεις δεν υπάρχουν, αλλά οι επόμενες εβδομάδες είναι κρίσιμες για τις κρατήσεις του καλοκαιριού.
Σήμερα κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί το φαινόμενο και τι επίδραση θα έχει στον τουρισμό. Ο τουρισμός ενδεχομένως να επηρεαστεί αρνητικά και από τις γεωπολιτικές αναταράξεις που προκαλεί η πολιτική Τραμπ τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή.
Υπό αυτές τις συνθήκες η αισιοδοξία που επικρατούσε μετά τα μνημόνια από την επιτυχή επάνοδο της χώρας σε συνθήκες οικονομικής σταθερότητας και οι θετικές προσδοκίες για τον ρυθμό ανάπτυξης τη φετινή χρονιά αλλά και για τα επόμενα χρόνια έχουν αρχίσει να υποχωρούν.
Τα χρόνια προβλήματα της οικονομίας που σχετίζονται με τη γραφειοκρατία και τα εμπόδια που θέτει στην οικονομική δραστηριότητα, με τις παρωχημένες δομές του ελληνικού κρατικού μηχανισμού, με την έλλειψη σύγχρονων θεσμικών πλαισίων σε κάθε τομέα προσαρμοσμένων στις σημερινές συνθήκες οικονομικής δράσης, αλλά και με το διαρκές πρόβλημα της χαμηλής ελληνικής παραγωγής που οδηγεί σε μεγάλες εισαγωγές προκαλώντας επικίνδυνα υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιό μας με το εξωτερικό όχι μόνο διατηρούνται, αλλά και δημιουργούν ανησυχητικές συνθήκες εν μέσω της διεθνούς γεωπολιτικής αναταραχής.
Αν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να αντιμετωπίσει με ειλικρίνεια και πολιτικό θάρρος το ζήτημα των Τεμπών ώστε να ηρεμήσει το πολιτικό κλίμα και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό προσωπικό και τη Δικαιοσύνη και αν παράλληλα δεν προχωρήσει σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα, στη Δικαιοσύνη και το επιχειρηματικό περιβάλλον, δεν θα μπορεί πλέον να επικαλείται ούτε το επιχείρημα ότι διασφαλίζει πολιτική σταθερότητα ούτε ότι φέρνει οικονομική ανάπτυξη.
nikolopoulos@reporter.gr