Τ
ο είπε και ο Θανάσης, ο δεξιούλης της διπλανής μου πόρτας.«Ρε φίλε, ο άνθρωπος δεν έχει τον Θεό του! Τα έβαλε και με τους συγγενείς των θυμάτων από το δυστύχημα στα Τέμπη. Εργαλειοποιούν την τραγωδία, είπε. Δικαιολογημένος ο θυμός τους αλλά δεν δικαιολογούνται τέτοιες συμπεριφορές, είπε. Επειδή έκαναν μηνυτήρια αναφορά στον ίδιο τον πρωθυπουργό, στον Καραμανλή του Αχιλλέως και σε πολλούς ακόμη. Του χαλάνε την παστάδα παραμονές εκλογών. Του ξεμασκαρεύουν το προφίλ. Τι είναι τούτος! Καθόλου ανθρωπιά, καθόλου ενσυναίσθηση…»
Ο δεξιούλης ο Θανάσης υπήρξε πάντα καλός γείτονας, καλός άνθρωπος, καλός νοικοκύρης. Τώρα είναι μόνο ένας απελπισμένος άνθρωπος. Έπεσε και η τελευταία σταγόνα στο ποτήρι. Ξεχείλισε. Κι εκείνος πνίγεται πια σε μια σταγόνα νερό…
Όλο αυτό το διάστημα που έπεφτε το ένα σκάνδαλο της κυβέρνησης Μητσοτάκη πάνω στο άλλο, μασούλαγε πολλά και διάφορα άλλοθι, τα κρατούσε στην άκρη της γλώσσας του και κάθε φορά τα έφτυνε πάνω στον βρωμερό πολτό των κατά συρροή σκανδάλων για να καλύψει την μπόχα τους.
Μα γιατί να καλύψει; Αφού είναι καλός άνθρωπος.
Ίσως γιατί έτσι πίστευε ότι προστάτευε τις κάποιες λίγες προσδοκίες που του είχαν απομείνει ώστε το μέλλον του να γίνει περισσότερο υποφερτό. Ίσως γιατί είχε τα δικά του κριτήρια, όπως ο καθένας δικαιούται να έχει, κριτήρια πολιτικά, ιδεολογικά και κυρίως στενά συμφεροντολογικά για τα οποία αισθανόταν την ανάγκη να τα υποστηρίξει ψηφίζοντας τη δεξιά παράταξη που φάνταζε στα μάτια του πιο μπερκετλίδικη.
Όμως ήρθε η πραγματικότητα και συσκότισε τον ορίζοντα μέσα του.
Λιγνάδης, Φουρθιώτης, Κοκλώνης, Πάτσης, Καππάτος, Μαραβέγιας και πολλά ακόμη τέτοια μπουμπούκια ποτέ δεν θα τα έβαζε στο σπίτι του. Ούτε καλημέρα. Έχει αξιοπρέπεια ο δεξιούλης ο Θανάσης. Ούτε με την αστυνομική καταστολή, ούτε με τη χειραγώγηση των ΜΜΕ, ούτε με την αισχροκέρδεια, τα ακαταδίωκτα, την βρόμικη Δικαιοσύνη, κατά βάθος, συμφώνησε ποτέ. Ούτε τους φασίστες με τον αδιευκρίνιστο πλούτο συμπαθούσε. Κι όμως, ποιος να του το έλεγε κάποτε πως θα συστρατευόταν μαζί τους!
Ο δεξιούλης ο Θανάσης λαβώθηκε από την κατάρρευση του ΕΣΥ, την διάλυση της Δημόσιας Παιδείας, από τη φτώχεια, την ανεργία, την ακρίβεια. Από τη χυδαία κατάληψη του κράτους και της Δημοκρατίας. Αλλά πάντα μάζευε άλλοθι στην άκρη της γλώσσας του, να κουκουλώσει την αποφορά ενός κράτους που το επέβαλαν ως επιτελικό. Στην πραγματικότητα τα όνειρά του συντηρούσε κι εκείνος όπως πολλοί άλλοι μέσα από μια συλλογική αυταπάτη, μια φούσκα την οποία, μετά από τέσσερα χρόνια οδυνηρής περιπέτειας, μία ακόμη βλακεία, μια κουβέντα απάνθρωπη από τα χείλη του πρωθυπουργού, χρειάστηκε για να την σπάσει.
Και ξεχείλισε ο Θανάσης. Εξερράγη. Μια δρασκελιά από την κάλπη.
«Τι ζούμε, ρε, τι ζούμε…» Τον ακούω απελπισμένα να μου λέει.
Τον Θανάση του μόχθου που ψήφιζε για χρόνια το κόμμα του πλούτου.
Ίσως να φταίει που μπέρδεψε τα όνειρα τα αυθεντικά με τα όνειρα τα χειραγωγημένα. Ίσως, ποιος ξέρει…
karalitsa2@gmail.com