Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν τις δικές τους προτάσεις, τον Τάσο Γιαννίτση και τη Λούκα Κατσέλη αντίστοιχα, και αυτό σημαίνει ότι δεν συναινούν στον κ. Τασούλα.
Τι αποκαλύπτουν αυτές οι προτάσεις για τα κόμματα;
Η πρόταση Μητσοτάκη για τον κ. Τασούλα είναι μια σαφής ένδειξη ότι ο πρωθυπουργός προτιμά σε αυτή τη φάση να συσπειρώσει τους δεξιούς ψηφοφόρους παρά να προσελκύσει τους κεντροαριστερούς. Μπορεί ο κ. Τασούλας να είναι αποδεκτός από όλα τα κόμματα στη Βουλή, αλλά δεν παύει να είναι βασικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας – και μάλιστα προερχόμενος από τη δεξιά πλευρά της (Αβέρωφ – Καραμανλής – Σαμαράς).
Η επιλογή Τασούλα συσπειρώνει τη Δεξιά και δεν προσελκύει τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους της Ν.Δ., παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είναι αποδεκτός ως προσωπικότητα, αλλά όχι πολιτικά από τους κεντρώους και τους κεντροαριστερούς.
Η πρόταση Ανδρουλάκη για τον κ. Γιαννίτση είναι μια σαφής ένδειξη ότι αποσκοπεί στην προσέγγιση των κεντρώων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και των κεντροαριστερών της Ν.Δ. Συνεπώς, ο κ. Ανδρουλάκης με αυτή την πρόταση σκοπεύει στους κεντρώους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που έχουν ψηφίσει Μητσοτάκη. Δεν απευθύνεται στους αριστερούς ψηφοφόρους. Κινούμενος προς το Κέντρο και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελλος, ο οποίος προτείνοντας την κυρία Κατσέλη απευθύνεται στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Η κυρία Κατσέλη ήταν υπουργός του ΠΑΣΟΚ.
Συνεπώς, τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης -ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ- κινούνται προς το Κέντρο και η Ν.Δ. προς τα δεξιά.
Με την πολυδιάσπαση που υπάρχει σήμερα στη Βουλή και τα πολλά μικρά κόμματα, οι κινήσεις των τριών μεγαλύτερων δημιουργούν προϋποθέσεις για τη μετακίνηση ψηφοφόρων από τα μικρά λαϊκιστικά και ακραία κόμματα προς τα μεγαλύτερα.
Πέραν αυτού, όσον αφορά την οικονομία, οι κινήσεις ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ προς το Κέντρο ερμηνεύονται θετικά. Και αυτό διότι περιορίζουν τους κινδύνους για ακραίες αποφάσεις, ενισχύουν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και οριοθετούν πολιτικές ελεύθερης οικονομίας με κοινωνικό πρόσωπο ακόμη και στο ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ. Όμως περιορίζουν την προοπτική συνεργασίας των δύο αυτών κομμάτων με τη Ν.Δ., η οποία κινείται δεξιότερα.
Με τη συναίνεση να ξεχνιέται προς το παρόν, μπορούμε να περιμένουμε ένταση της αντιπολιτευτικής ρητορικής του ΠΑΣΟΚ – και το ερώτημα είναι αν αυτή η ρητορική θα συνοδεύεται από προτάσεις πολιτικής, ιδίως στην οικονομία. Εκεί η πολιτική του Μητσοτάκη αφήνει στο επιτελείο του ΠΑΣΟΚ πολλά περιθώρια κριτικής, αφού στόχος της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης είναι κυρίως η ανάπτυξη των μεγάλων και πολυεθνικών επιχειρήσεων και όχι των μικρομεσαίων, που παραδοσιακά ήταν η εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ.
Η κυβερνητική πολιτική έχει στοχοποιήσει και τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι επίσης ήταν παραδοσιακά ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, τσουβαλιάζοντάς τους μάλιστα όλους στον ρόλο των φοροφυγάδων, κάτι που ισχύει για αρκετούς, αλλά όχι για την πλειονότητα, η οποία θίγεται συνολικά.
Η άδικη επικοινωνιακή συμπεριφορά της κυβέρνησης έναντι των ελεύθερων επαγγελματιών αποδεικνύεται από τα στοιχεία της ΑΑΔΕ σχετικά με τα εισοδήματα που δηλώνουν διάφοροι επαγγελματικοί κλάδοι (βλέπε Σημείωση).
Τέλος, η αδυναμία της κυβέρνησης να χαλιναγωγήσει την ανεξέλεγκτη δράση των ολιγοπωλίων και των καρτέλ που αισχροκερδούν, να περιορίσει την ακρίβεια, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της στέγασης των νέων και να βελτιώσει επαρκώς τα εισοδήματα, τα οποία ακόμη βρίσκονται πολύ χαμηλότερα αυτών προ της κρίσης, επίσης δίνει σημαντικές δυνατότητες αντιπολιτευτικής κριτικής. Όμως, για να είναι πειστική η κριτική αυτή πρέπει να συνοδεύεται από προτάσεις πολιτικής με περιγραφή συγκεκριμένων ρεαλιστικών και κοστολογημένων μέτρων που θα λύνουν τα προβλήματα.
Σε κάθε περίπτωση, ο περιορισμός των αντισυστημικών κομμάτων, αν πράγματι ο πολιτικός σχεδιασμός των μεγάλων είναι αυτός που φαίνεται από τις επιλογές υποψήφιων Προέδρων της Δημοκρατίας, μόνο καλό νέο μπορεί να θεωρηθεί για την οικονομία, ιδιαίτερα εν όψει των πολύ μεγάλων γεωπολιτικών αναταράξεων που φαίνεται να κλιμακώνονται φέτος.
Σημείωση: Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ για το 2023, τα ακαθάριστα έσοδα (δηλαδή τι εισέπραξαν προ εξόδων) ήταν:
– Δικηγόροι: Το μέσο ακαθάριστο εισόδημα που δήλωσαν οι 35.326 δικηγόροι ανήλθε για το 2023 σε 23.720 ευρώ έναντι 22.890 ευρώ το 2022.
– Γιατροί (δραστηριότητες άσκησης ειδικών ιατρικών επαγγελμάτων): Οι 23.283 γιατροί δήλωσαν μέσο τζίρο 44.337 ευρώ για το 2023 όταν για το 2022 τα μέσα ακαθάριστα έσοδα είχαν ανέλθει σε 46.640 ευρώ.
– Μεσίτες ακινήτων: Οι 3.723 μεσίτες εμφανίζονται με μέσο τζίρο 15.123 ευρώ το 2023 από 15.733 ευρώ το 2022.
– Ιδιοκτήτες μπαρ: Οι 28.751 ιδιοκτήτες μπαρ δήλωσαν ακαθάριστα έσοδα 43.524 ευρώ το 2023, σημαντικά αυξημένα από τον μέσο τζίρο των 37.777 ευρώ που είχαν εμφανίσει το 2022.
– Υδραυλικοί: Στον κλάδο απασχολούνται 8.977 φυσικά πρόσωπα. Το μέσο ακαθάριστο εισόδημά τους το 2023 ανήλθε σε 32.354 ευρώ από 29.463 ευρώ το 2022.
– Μαραγκοί: Οι 5.394 μαραγκοί δηλώνουν ακαθάριστα έσοδα 35.593 ευρώ κατά μέσο όρο από 32.913 ευρώ το 2022.
– Ηλεκτρολόγοι: Στον κλάδο δραστηριοποιούνται 8.864 φυσικά πρόσωπα. Το μέσο ακαθάριστο εισόδημα που δήλωσαν για το 2023 ανήλθε σε 36.300 ευρώ από 32.635 ευρώ το 2022.
Αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι δεν είναι όλοι φοροφυγάδες, αφού ο μέσος όρος που περιλαμβάνει και πολλούς νεοεισερχόμενους στο επάγγελμα (δηλαδή χαμηλά αμειβόμενους) δεν μπορεί να θεωρηθεί χαμηλός. Φυσικά, όλοι αυτοί δηλώνουν νομίμως και τα έξοδα που έχουν, συνεπώς ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν είναι μειωμένος, αλλά σε καμία περίπτωση αυτά τα στοιχεία δεν τεκμηριώνουν την καταδίκη όλων αυτών των επαγγελματιών ως φοροφυγάδων.
nikolopoulos@reporter.gr