Ενώ στον δημοσιονομικό τομέα έχουμε μια καλή πορεία, με πλεόνασμα αντί για έλλειμμα, όλα τα άλλα μεγέθη παραμένουν προβληματικά.
Η βιομηχανική παραγωγή συνεχίζει να μειώνεται, παραγωγικές επενδύσεις δεν γίνονται, γίνονται μόνο επενδύσεις σε ακίνητα και εξαγορές τουριστικών επιχειρήσεων που δεν προσφέρουν στη βιώσιμη ανάπτυξη. Το εμπορικό έλλειμμα μεγαλώνει, με τις εισαγωγές να αυξάνονται και τις εξαγωγές να μειώνονται. Το σύνολο των εκπροσώπων των επιχειρηματιών όλων των κλάδων και κάθε μεγέθους επιχείρησης βρίσκουν το επιχειρηματικό περιβάλλον αρνητικό και προτείνουν λύσεις σχεδόν για όλα.
Οι προτεινόμενες λύσεις σχετίζονται κυρίως με τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, η οποία προκαλείται από το Δημόσιο και το οποίο επιβαρύνει την ελληνική παραγωγή, οδηγεί σε αύξηση των τιμών των ελληνικών προϊόντων και μειώνει την ανταγωνιστικότητά τους διεθνώς, δυσχεραίνει τις εξαγωγές και διευκολύνει τις εισαγωγές, αυξάνοντας το εμπορικό έλλειμμα και αποτελεί τροχοπέδη αφενός για τις νέες προσλήψεις και αφετέρου για τις μισθολογικές αυξήσεις. Με λίγα λόγια, το μη μισθολογικό κόστος, που επιβάλλεται από το Δημόσιο στις επιχειρήσεις, είναι ένα πολύ μεγάλο βαρίδι που ευθύνεται για τα περισσότερα προβλήματα που ταλανίζουν την ελληνική οικονομία.
Όταν λέμε μη μισθολογικό κόστος, εννοούμε κυρίως τις ασφαλιστικές εισφορές που βαραίνουν επιχειρήσεις και εργαζόμενους.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, επιμένει σε όλες τις εκθέσεις του και σε όλες τις ομιλίες του ότι αυτό το κόστος πρέπει να μειωθεί. Όμως η κυβέρνηση, η οποία επίσης έχει δηλώσει ότι η μείωση αυτή είναι στις προτεραιότητες της πολιτικής της, δυσκολεύεται διότι το ασφαλιστικό σύστημα στηρίζεται ακριβώς σε αυτές τις εισφορές.
Η αλήθεια είναι ότι μια γενναία μείωση των εισφορών είναι δύσκολη υπόθεση, όπως είναι αλήθεια ότι και μια μικρή μείωση των εισφορών δεν λύνει κανένα πρόβλημα.
Στην επίλυση αυτού του γρίφου, πώς δηλαδή θα υπάρξει όφελος από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστος για τις επιχειρήσεις, χωρίς να υπάρξει πρόβλημα στα ασφαλιστικά ταμεία, έρχεται μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση από την Ελληνική Ένωση Επιχειρηματιών (ΕΕΝΕ) που πετυχαίνει και τους δύο αυτούς φαινομενικά αντιφατικούς στόχους. Επιπλέον, η πρόταση, την οποία έχει παρουσιάσει δημοσίως ο πρόεδρος της ΕΕΝΕ Χριστιανός Χατζημηνάς, συνδυάζει και την εκπαίδευση των εργαζομένων στις ψηφιακές δεξιότητες, που πλέον είναι επιτακτική ανάγκη τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τις επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα, η ΕΕΝΕ προτείνει να απαλλάσσονται από ασφαλιστικές εισφορές (δηλαδή από το μη μισθολογικό κόστος) οι αυξήσεις μισθών που θα παίρνουν όσοι εργαζόμενοι εκπαιδεύονται.
Η πρόταση αυτή δεν μειώνει το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών που ήδη εισπράττει το κράτος, δίνει όμως τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να αυξήσουν τους μισθούς όσων στελεχών τους εκπαιδεύονται χωρίς να τις επιβαρύνει με επιπλέον κόστος κι αυτό είναι πολύ σημαντικό και για τις επιχειρήσεις αλλά και για τους εργαζομένους που θα πλήρωναν και αυτοί επιπλέον εισφορές για την αύξηση του μισθού τους. Το κράτος λοιπόν δεν χάνει, οι εργαζόμενοι ευνοούνται και οι επιχειρήσεις δεν έχουν επιπλέον επιβάρυνση πέραν του κόστους του μισθού.
Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) έχει εκφράσει αρχικά θετική άποψη για την πρόταση και μάλλον είναι βάσιμη η υπόθεση ότι και η ΓΣΕΕ, που εκπροσωπεί τους εργαζομένους, θα έχει θετική άποψη, αφού οι εργαζόμενοι ωφελούνται.
Όσον αφορά τη σύνδεση της εκπαίδευσης των εργαζομένων στις ψηφιακές δεξιότητες, η ΕΕΝΕ έχει προτείνει και κάτι ακόμη σε συνδυασμό με το ζήτημα των ασφαλιστικών εισφορών. Να έχουν ενεργό ρόλο οι επιχειρήσεις στην κατάρτιση του προγράμματος εκπαίδευσης των εργαζομένων ώστε να αποκτούν τις γνώσεις που πράγματι χρειάζονται οι επιχειρήσεις και όχι μια γενική και αόριστη θεωρητική γνώση.
Τα προγράμματα εκπαίδευσης χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε. και η απορρόφηση αυτών των κονδυλίων είναι χαμηλή διότι σήμερα δεν υπάρχει κίνητρο για τις επιχειρήσεις να συμμετάσχουν. Αν η εκπαίδευση προσφέρει τις δεξιότητες που χρειάζονται και αν αποφύγουν το κόστος των ασφαλιστικών εισφορών στις αυξήσεις μισθών που θα δώσουν στους εκπαιδευμένους εργαζόμενους, θα αυξηθεί η συμμετοχή των επιχειρήσεων στα προγράμματα και θα απορροφηθούν ευκολότερα τα κονδύλια. Πέραν φυσικά τού ότι θα βελτιωθεί το επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων των εργαζομένων και του ότι θα αυξηθούν οι μισθοί τους χωρίς κόστος για το Δημόσιο, που κι αυτός είναι ένας στόχος της κυβέρνησης.
Γιατί, λοιπόν, ενώ αυτή η πρόταση έχει τόσο πολλά πλεονεκτήματα και παράγει τόσα πολλά οφέλη χωρίς να έχει κόστος για το Δημόσιο, δεν υιοθετείται από την κυβέρνηση;
Προφανώς διότι δεν προέρχεται από τη γραφειοκρατία αλλά από τον ιδιωτικό τομέα. Δεν μπαίνει καν στον κόπο η δημόσια διοίκηση να ασχοληθεί με τις προτάσεις που προέρχονται από την αγορά.
Υπάρχει και η δικαιολογία ότι καλύτερα να υπάρχουν γενικές αποφάσεις και όχι επιμέρους. Όμως εφόσον η γενική μείωση των εισφορών είναι δύσκολη, τουλάχιστον ας μην προσθέτουμε εισφορές στις αυξήσεις μισθών.
Αν η δημόσια διοίκηση είχε ακούσει κάποτε -διότι επί δεκαετίες και ο ΣΕΒ και η ΓΣΕΒΕ και η ΓΣΕΕ και τα Επιμελητήρια και οι Ομοσπονδίες και οι εξαγωγείς αλλά και τα ερευνητικά κέντρα, όπως το ΙΟΒΕ και το ΚΕΠΕ, υποβάλλουν διαρκώς σοβαρές προτάσεις- και είχε μελετήσει αυτές τις προτάσεις, θα είχαν λυθεί πάρα πολλά προβλήματα που παγίως βασανίζουν την ελληνική οικονομία. Ας ελπίσουμε, διότι, ως γνωστόν, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, ότι κάποιος, ίσως στο Μαξίμου που εδρεύει το επιτελικό κράτος, αφού το υπουργείο Οικονομικών κωφεύει γενικώς, θα φιλοτιμηθεί να τον ακούσει αυτόν τον… Χριστιανό.
nikolopoulos@reporter.gr