ΛΙΤΣΑ ΚΑΡΑΜΠΙΝΗ

Μαμά σ’ αγαπώ

Κ
αλησπέρα μαμά… Συγνώμη που σε καλώ αξημέρωτα ακόμη, αν και για μια κουβεντούλα – το ξέρω – ποτέ δεν υπήρχαν ακατάλληλες ώρες για σένα. Θυμάσαι; Στα πρώτα μου άγουρα χρόνια, τότε που ξενυχτούσα στο διάβασμα, ήσουν πάντα εκεί για να πεις, καθώς ο ύπνος μου βάραινε τα βλέφαρα, «καληνύχτα, σ’ αγαπώ κοριτσάκι μου». Κι εγώ σου έλεγα «νυστάζω, παράτα με». Και ήσουν εκεί, άγρυπνη πάντα, όταν γυρνούσα από τις βόλτες, τα πάρτι, τους έρωτες για να πεις «καληνύχτα, σ’ αγαπώ κοριτσάκι μου». Κι εγώ σου έλεγα «νυστάζω, παράτα με».

Ύστερα έφυγα. Άπλωσα τη ζωή μου αλλού κι έζησα σε σπίτια άλλα, με άλλα κρεβάτια, με άλλα στρωσίδια, μα κάθε νύχτα που ο ύπνος μου βάραινε τα βλέφαρα, άκουγα τη φωνή σου να λέει «καληνύχτα, σ’ αγαπώ κοριτσάκι μου». Και την άκουγα ακόμη και τότε που κρατούσα την Αργυρούλα μου αγκαλιά και καθώς τη νανούριζα μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Μόνο που τότε είχα πάψει να λέω «νυστάζω, παράτα με». Κι αργότερα πάλι, τις νύχτες που έμενα ξάγρυπνη περιμένοντας να τελειώσει το διάβασμα η Αργυρούλα κι ακόμη αργότερα που περίμενα να γυρίσει τη νύχτα απ’ τις βόλτες, τα πάρτι, τους έρωτες, λέγαμε κι οι δύο, εσύ κι εγώ, με μία φωνή, «καληνύχτα, σ’ αγαπώ κοριτσάκι μου» και γελούσα κρυφά όταν εκείνη μου έλεγε «νυστάζω, παράτα με». Εγώ γελούσα. Εσύ είχες φύγει.

Τώρα εδώ, μαμά, η ζωή δεν είναι όπως την άφησες.

Η Αργυρούλα μεγάλωσε. Έχει αποχτήσει δύο παιδιά και τρία εγγόνια. Έχει σπίτι εξοχικό, αυτοκίνητο, λογαριασμούς, έξοδα, χρέη. Κουβαλάει επάνω της ένα μεγάλο θυμό και για κάθε κουβέντα που λέω, εκείνη ουρλιάζει «παράτα με» σαν να έχει γυρίσει ξανά στα χρόνια της νιότης ή σαν να κρύβεται μέσα σ’ αυτά. Τον ίδιο θυμό ακριβώς κουβαλούν τα παιδιά και τα εγγόνια της. Κανείς σε κανέναν δεν λέει πια «σ’ αγαπώ», ενώ ουρλιάζουν «παράτα με» όλοι τους. Σκέτο παράτα με. Χωρίς καν να νυστάζουν.

Μόνο εγώ δεν θυμώνω κι ούτε τολμώ να σκεφτώ να τους πω «παρατήστε με». Τον περασμένο μήνα απείλησαν να μας κόψουν το φως. Προχτές μας έκοψαν το τηλέφωνο. Αλλά εσύ, ξέρω, μ’ ακούς μέσα απ’ την κομμένη γραμμή, ειδικά τούτη την νύχτα που η παρουσία σου έχει γεμίσει το νου μου.

Τελευταία, μαμά, έρχεσαι συχνά στο μυαλό μου, ίσως, γιατί έχουν τελειώσει για μένα οι έννοιες που τις νύχτες με κρατούσαν άγρυπνη, ίσως ακόμη, γιατί τώρα επινοώ άλλες έννοιες για να συντηρώ τις αγρύπνιες μου. Γι’ αυτό συχνά επαναφέρω στο νου μου σκέψεις και μνήμες που πλέον καμία αξία δεν έχουν.

Μνήμες… όπως τότε που σε μάλωνα κάθε πρωί γιατί από βραδύς δεν έπαιρνες το χάπι για τον ύπνο σου κι έμενες άγρυπνη όλη την νύχτα. Εσύ μου έλεγες ότι στα ύστερα χρόνια, οι ώρες της εγρήγορσης είναι ψευδαίσθηση ζωής, ενώ οι ώρες του ύπνου μοιάζουν ψευδαίσθηση θανάτου. Τότε εγώ δεν καταλάβαινα. Τώρα που ο χρόνος στα μάτια μου μπρος μου κλέβει τις μέρες, πήρα κι εγώ την απόφαση, όπως τότε εσύ, να του κλέβω τις νύχτες. Γι αυτό, τελευταία, δεν παίρνω τα χάπια του ύπνου.

Και που λες, μαμά, τούτη την άγρυπνη νύχτα που πέρασε, επινόησα μια σκέψη βασανιστική. Έψαχνα ώρες με το νου μου να βρω πόσες φορές μου είπε η Αργυρούλα «σ’ αγαπώ». Καμία. Με πήραν τα κλάματα. Όχι για την Αργυρούλα. Για κείνη ακόμη και τώρα δεν είναι αργά. Για μένα έκλαψα. Έκλαψα για όλα τα «νωρίς» και τα «αργά» της ζωής μου που απόψε πεθαίνουν, ενώ εγώ δεν πρόλαβα ποτέ να σου πω σ’ αγαπώ.

Μα, να, έφτασε κι η ώρα που ο χρόνος συρρικνώνεται σε μία στιγμή όπου δεν χωράει παρά μόνο μια καληνύχτα.

«Μαμά… μαμά σ’ αγαπώ. Καληνύχτα».

«Καλώς ήρθες, κοριτσάκι μου! Κι εγώ, ματάκια μου, σ’ αγαπώ…»

 

karalitsa2@gmail.com