Η δήλωση αυτή από ένα βουλευτή στο κοινοβούλιο έχει ειδικό αρνητικό βάρος διότι δεν είναι -κατά την άποψή μου- ένα λεκτικό ατόπημα αλλά απηχεί την άποψη μεγάλου μέρους της κοινωνίας μας.
Δυστυχώς όμως διαπιστώνω ότι πολλές δικαστικές αποφάσεις κινούνται στην ίδια λογική.
Δεν μπορώ να δώσω άλλη εξήγηση όταν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κάποιων μηνών σε δύο ΠΡΟΣΩΡΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΓΕΣ αγνοήθηκαν οι αιτιάσεις των αποδεδειγμένα κακοποιημένων συντρόφων/συζύγων για επικινδυνότητα του έτερου βίαιου γονέα να επικοινωνεί χωρίς έλεγχο και περιορισμό με τα ανήλικα τέκνα τους.
Επετράπη στον κακοποιητή γονέα πλήρης επικοινωνία χωρίς κανένα προστατευτικό μέτρο για τα παιδιά.
Προφανώς η λογική αιτιολογία των διαταγών αυτών είναι ότι εφόσον δεν υπήρχε κακοποίηση των ίδιων των παιδιών αλλά μόνο των συζύγων/συντρόφων τα παιδιά δεν κινδυνεύουν.
Δεν γνωρίζω αν υπάρχουν στατιστικά δεδομένα για το θέμα αλλά εμπειρικά προκύπτει ότι ο/η κακοποιητής σύζυγος/σύντροφος είναι/εξελίσσεται και σε κακοποιητικό γονέα.
Όταν ένας άνθρωπος ασκεί βία κατά του/της συντρόφου του είναι θέμα χρόνου να την ασκήσει και κατά του τέκνου του.
Την άποψη αυτή εξ άλλου δέχεται και ο νόμος 3500/2006 που θέσπισε την ενδοοικογενειακή βία [ψυχολογική και σωματική] ως ποινικό αδίκημα όταν ασκείται ΕΝΩΠΙΟΝ των παιδιών εις βάρος άλλου μέλους της οικογένειας. Θεωρείται δηλαδή το παιδί θύμα εγκληματικής ενέργειας όταν ενώπιόν του ο ένας γονέας κακοποιεί τον άλλο η άλλο μέλος της οικογένειας.
Επίσης ο νόμος 4800/21 όρισε την ενδοοικογενειακή βία ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ κακής άσκησης γονικής μέριμνας την οποία πρέπει -εφόσον δεν ανατραπεί- το δικαστήριο να ρυθμίσει την συνάσκησή της από τον/την κακοποιητή σύντροφο/σύζυγο , κατά τέτοιο τρόπο που να προστατεύονται τα ανήλικα παιδιά κατά τον χρόνο επικοινωνίας τους μ’ αυτόν. Σε ακραίες δε περιπτώσεις να γίνεται και αφαίρεση.
Επομένως πρέπει να μην περιμένουμε την άσκηση βίας κατά των ίδιων των παιδιών για να υπάρχει περιορισμός και έλεγχος στην επικοινωνία των κακοποιητών γονέων μ’ αυτά.
Τα πιο κατάλληλα μέτρα είναι η υποχρέωση παρακολούθησης από τον βίαιο σύντροφο/σύζυγο προγράμματος ψυχοθεραπείας και ταυτόχρονα περιορισμό της επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα, δηλαδή χωρίς διανυκτέρευση και παρουσία τρίτου.
Ανάλογα δε με την θεραπευτική πορεία του και εφόσον πιστοποιείται η θεραπεία να επιτρέπεται πλήρης επικοινωνία.
Καλύτερα να προλαβαίνουμε την κακοποίηση των παιδιών.
Αυτό εξ άλλου επιτάσσουν οι ως άνω διατάξεις , που δεν πρέπει να καταλήγουν κενό γράμμα, και η αρχή της εξασφάλισης του «βέλτιστου συμφέροντος» των παιδιών στην δικαστική ρύθμιση των θεμάτων της κατανομής της γονικής μέριμνας, η οποία διατρέχει όλες τις διατάξεις του οικογενειακού δικαίου.
* Η κα Μαρία Θ. Ντούμα είναι δικηγόρος