Εκείνη τη μοναδική φορά που σου έγραψα, σου έστειλα τόσα πολλά γράμματα όσο, φαντάζομαι, κανένα άλλο παιδί, με την ελπίδα ότι κάποιο απ’ αυτά θα φτάσει στα χέρια σου επειδή, η μάνα, μου έλεγε ότι τα γράμματα συχνά χάνονται στο ταχυδρομείο όπως χανόντουσαν και τα γράμματα που μας έστελνε ο πατέρας που είχε φύγει μετανάστης στην Αμερική. Τα γράμματα του πατέρα πάντα είχαν μέσα διπλωμένα άτσαλα λίγα δολάρια, αλλά με τον καιρό όλο και πιο συχνά χανόντουσαν στο ταχυδρομείο, μέχρι που σταμάτησαν να έρχονται. Όταν πέρασε καιρός και γράμμα απ’ τον πατέρα δεν ξαναπήραμε, φύγαμε απ’ το χωριό, ήρθαμε στην Αθήνα και μείναμε στα Πατήσια, σ’ ένα υπόγειο διαμέρισμα μιας ανήλιαγης πολυκατοικίας. Εγώ, η γιαγιά και η μάνα που από τότε καθάριζε σκάλες.
Εκείνο τον καιρό ήταν που έμαθα κι εγώ πως η δική σου δουλειά είναι, κάθε παραμονή της πρωτοχρονιάς, να φέρνεις δώρα σ’ όλα τα παιδάκια, αρκεί να ήταν όλη την χρονιά φρόνημα και υπάκουα. Κι εσύ τότε μου έφερες την κούκλα, παραβλέποντας τις τόσες ζαβολιές που είχα κάνει. Θυμάσαι;
Μ’ ένα μαγικό τρόπο που κανείς δεν μου εξήγησε, αφού καμινάδα δεν είχαμε κι ούτε δέντρο στολισμένο, μπήκες τη νύχτα εκείνης της πρωτοχρονιάς και την άφησες στο μαξιλάρι μου δίπλα. Ήταν το μόνο δώρο που είχα πάρει ποτέ. Μια κούκλα. Μια κούκλα πάνινη με πρόσωπο και σώμα από χασεδένιο ύφασμα όπως τα μεσοφόρια της γιαγιάς, παραγεμισμένη με κουρέλια, ενώ τα μαλλιά της ήταν κίτρινα, σχεδόν σαν τα δικά μου ή σαν το κίτρινο γιλεκάκι που μου είχε πλέξει η γιαγιά μα δεν μου χωρούσε πλέον. Στο πρόσωπο είχες ζωγραφίσει με μολύβι τα μάτια, τη μύτη και το στόμα. Θυμάμαι ακόμη εκείνο το ξέθωρο χαμόγελο στα χείλη που περισσότερο με πόνου μορφασμό έμοιαζε, παρά με παιδιάστικη χαρά.
Εντάξει, δεν σε κατηγορώ, κανείς δεν είναι τέλειος σε όλα. Άλλωστε, με αυτό το οδυνηρό χαμόγελό της, εγώ κι η κούκλα μου για την υπόλοιπη χρονιά κάναμε χιλιάδες ονειρεμένα ταξίδια κι ανακαλύψαμε μαζί όλους τους ξένους κι απλησίαστους παιδικούς παραδείσους. Κι τις ζαβολιές μαζί τις κάναμε. Ώσπου μια μέρα κρυφοκοιτάζοντας τα δώρα που είχες φέρει στα άλλα παιδάκια, καταλάβαμε ότι δεν είσαι τόσο καλός όσο φαίνεσαι γιατί τα καλύτερα δώρα τα φέρνεις στα πιο πλούσια παιδιά. Αυτό, δώσαμε όρκο να μην το πούμε σε κανέναν επειδή για την επόμενη χρονιά είχαμε σκοπό να σου ζητήσουμε ένα πατίνι μια και σκοπεύαμε οι δυο μας να γυρίσουμε ολόκληρο τον κόσμο.
Αλλά την επόμενη χρονιά που είχε πεθάνει η γιαγιά χάθηκαν κι όλα τα γράμματα που σου έστειλα κι έτσι εσύ το πατίνι ποτέ δεν το έφερες. Τότε κι εγώ σε ξεμπρόστιασα. Ο αϊ Βασίλης, είπα, είναι ψεύτης και υποκριτής. Μοιράζει πολλά σε λίγα παιδάκια, λίγα σε πολλά, ίσα για να διατηρεί τη φήμη του, ενώ το έλκηθρό του είναι στ’ αλήθεια ένα σαράβαλο που δεν αντέχει να διανύσει ολόκληρο τον πλανήτη και να μοιράσει δώρα και σε κείνα τα παιδάκια που ζουν πέρα από τα τείχη που περικλείουν τους ανθρώπους οι οποίοι τροφοδοτούν τη μηχανή του έλκηθρού του.
Κι επειδή φοβόμουν ότι κάποτε θα μάθαινες τι λόγια βαριά διέδιδα για σένα, έκρυψα την κούκλα μου στο παλιό σεντούκι της γιαγιάς για να μην την βρεις και μου την πάρεις πίσω.
Έτσι, μεγάλωσα θυμωμένη και μόνη. Ώσπου ήρθε κάποτε η ίδια η ζωή και μου ψιθύρισε χαιρέκακα σ’ αυτί «μην θυμώνεις, καλέ, δεν υπάρχει αϊ Βασίλης».
Την πίστεψα, αλλά και πάλι συνέχισα να ζω θυμωμένη και μόνη.
Τα χρόνια πέρασαν κι εγώ ακόμη ζω και γερνάω. Και δεν με νοιάζει που γερνάω μόνη, με νοιάζει που ζω θυμωμένη ακόμη.
Γι αυτό και χτες το βράδυ άνοιξα το σεντούκι της γιαγιάς κι έβγαλα εκείνη την πάνινη κούκλα. Το υγρό χνώτο των χρόνων που πέρασαν έχει σβήσει τις μολυβιές από το χασεδένιο της πρόσωπο κι έχει ξεθωριάσει το κίτρινο χρώμα απ’ τα μαλλιά της, τόσο, που τώρα μοιάζουν σχεδόν με τα δικά μου ολόλευκα μαλλιά.
Σαν μικρό κοριτσάκι την κράτησα στην αγκαλιά μου κι έκλαψα για ώρα πολλή. Εκείνη όμως παρέμεινε βουβή και ανέκφραστη. Τότε σκέφτηκα να κάνω μαζί της ένα από κείνα τα ονειρικά ταξίδια σε κόσμους μαγικούς που κάναμε τότε, στα πρώτα χρόνια της παιδικής μου αθωότητας. Μάταια. Γιατί εκείνη έχει χάσει οριστικά το ξέθωρο χαμόγελό της κι εγώ αθώα δεν είμαι πια.
Σε λίγο ξημερώνει. Τώρα, πες μου κι εσύ, άγιε Βασίλη, τι να την κάνω μια κούκλα με σβησμένα τα σημάδια από τις μολυβιές στο πρόσωπό της!
Τι… Τι είπες; Α, ναι, ξέχασα, δεν μου μιλάς…
Παραμονή πρωτοχρονιάς, σχεδόν αξημέρωτα. Πίνω δυο γουλιές απ’ τον καφέ μου και ντύνομαι στα γρήγορα. Παίρνω την πάνινη κούκλα στα χέρια μου και καθώς την κοιτάζω αισθάνομαι να σπαρταράει μέσα μου ένα μικρό κομματάκι παιδιάστικης χαράς. Στο χασεδένιο πρόσωπο της κούκλας λάμπουν τώρα δυο κατάμαυρα μάτια που ζωγράφισα μόνη μου με μαρκαδόρο. Η μυτούλα, λεπτή, συμμετρική. Το στόμα… το χαμόγελο στο στόμα εκπέμπει χαρά, αγάπη, ελπίδα κι ίσως κάτι πρωτόγνωρο ακόμη και για μένα, κάτι που μοιάζει με μαγεία! Ίδια μ’ εκείνη τη μαγεία τη γιορτινή που λες κι ανοίγει δρόμους στα όνειρα τα ανεκπλήρωτα. Της αλλάζω και τα μαλλιά. Στη θέση τους ράβω καινούρια με τα ξηλωμένα νήματα από τη μαύρη μου ζακέτα. Την κοιτάζω και πάλι. Μα τώρα καθόλου δεν μου μοιάζει.
Παίρνω τα κλειδιά μου και κατεβαίνω με το ασανσέρ από τον τέταρτο όροφο στο υπόγειο της πολυκατοικίας, εκεί όπου μένει τελευταία ένα σκουρόχρωμο ζευγάρι αλλοδαπών μ’ ένα σκουρόχρωμο κοριτσάκι εφτά οχτώ χρονών. Πριν αφήσω την κούκλα έξω από την πόρτα τους, της δίνω ένα πεταχτό φιλί.
Καλή χρονιά αγαπημένο όνειρο των παιδικών μου χρόνων.
Χτυπάω το κουδούνι και χάνομαι στην καμπίνα του ασανσέρ.
Καλή χρονιά μικρή μου γειτόνισσα που, δεν ξέρω, ίσως να σε λένε και Ρηνιώ.
Κι εσύ αϊ Βασίλη μην θυμώνεις που σου παίρνω τη δουλειά χρονιάρες μέρες γιατί ξέρουμε καλά κι οι δυο ότι το γράμμα που σου έστειλε η μικρή χάθηκε κι εκείνο στο ταχυδρομείο.
Ανεβαίνω στο διαμέρισμά μου. Και να δεις που τώρα ούτε θυμωμένη ούτε μόνη αισθάνομαι!
Λες και φύτρωσαν μέσα μου οι άλλοτε άγονοι σπόροι της χαράς, της αγάπης, της ελπίδας.
karalitsa2@gmail.com