Καθώς περπατούσε διακλαδίζονταν μπροστά της μικρά ή μεγάλα λαγούμια απ’ όπου έβγαιναν πράσινες χελώνες που ερχόντουσαν από μακριά να την προϋπαντήσουν. Όλες της συστήθηκαν ως ψευτοχελώνες. Κάποτε, λέει, ήταν πραγματικές χελώνες κι αυτές. Τώρα, μύριζαν απαίσια και κουβαλούσαν στα καβούκια τους κιβώτια βαριά.
Καθώς οι ψευτοχελώνες προσπερνούσαν, η μικρή Αλίκη κοίταξε πίσω της τρομοκρατημένη μα η λαγουδότρυπα είχε σφαλίσει πια. Από πού να φύγει! Κούρνιασε σε μια σκοτεινή γωνιά κι έκλεισε τα μάτια της. Τότε, μια χνουδωτή μπαλίτσα ένιωσε να τρίβεται στη γάμπα της. Μια γατούλα. Μέσα στο σκοτάδι μόνο τα λαμπερά της μάτια ξεχώριζαν.
«Μην φοβάσαι, αυτός είναι ο κόσμος μας, θα συνηθίσεις» ψιθύρισε η γάτα.
«Θέλω να πάω στο σπίτι μου».
«Αν το θέλεις πολύ κι αυτό θα γίνει. Όχι πως είναι εύκολο αλλά…»
«Θέλω ακόμη να μάθω τι κουβαλάνε στα καβούκια τους οι ψευτοχελώνες».
«Τη λεία τους, από σκάνδαλα, κλοπές και ληστείες. Μας έχουν πάρει ακόμη και τις γούνες, γι’ αυτό κρύβομαι κι εγώ, να σώσω τη γούνα μου, άλλο τίποτα δεν έχω. Κουβαλάνε ακόμη και δικαστικές αποφάσεις που πρέπει να κρύψουν σε συρτάρια, και παραποιημένες επιστημονικές μελέτες, εκβιασμούς που έρχονται, εκβιασμούς που φεύγουν, ναρκέμπορους μεταμφιεσμένους, παιδόφιλους αθωομένους στο γόνατο, και λεφτά, λεφτά, λεφτά… δικά μας κλεμμένα λεφτά».
«Και πού τα πάνε όλα αυτά;»
«Στον αφέντη το λαγό που νομίζει ότι είναι δική του η λαγουδότρυπα».
«Με τόσες βρομιές που κουβαλάνε οι ψευτοχελώνες, δεν φοβάται ο λαγός ότι θέτει σε κίνδυνο την υγειονομική ασφάλεια της λαγουδότρυπας;»
«Δεν φοβάται, η βρόμα τους είναι η πραγματική ασφάλεια για κείνον. Όσο για τη λαγουδότρυπα διόλου τον ενδιαφέρει, αναλώσιμη είναι. Άλλωστε, έχει για στήριγμά του και τα ομιλούντα λουλούδια του βάλτου. Αυτά να δεις πως βρομάνε! Αλλά, ναι, είναι αποτελεσματικά. Ωστόσο, θέλω να ξέρεις πως μόνο εσένα φοβάται. Την αγνότητα, την καθαρότητα, τη δύναμη της ψυχής, αυτά φοβάται ο λαγός. Όταν ανοίξει ξανά η είσοδος στο λαγούμι, σκαρφάλωσε, σκάψε γύρω γύρω ν’ ανοίξει πολύ η τρύπα, σκάψε πολύ, να μπει φως, να βρούμε το λαγό που συνήθως είναι άφαντος, να τον πετάξουμε έξω, αυτόν και τις βρωμοχελώνες του μαζί και να…
Αποκοιμήθηκε η Αννούλα. Κι έμεινα εγώ μ’ ένα παραμύθι που μόλις σκαρφίστηκα, να αιωρείται στο μυαλό μου σαν φάντασμα κυνηγημένο από βαριά κατάρα. Και να μην ξέρω πώς να το συνεχίσω αν αύριο με ρωτήσει τι απέγινε τελικά
Τελικά, δραπέτευσε η Αλίκη θα της πω. Δεν ήταν μέρος αυτό για κείνη.
Όχι, δεν θα δραπετεύσει, θα της πω πως κούρνιασε στη σκοτεινή γωνιά της παρέα με τη γάτα.
Ή μήπως να της πω ότι μόνη της ξετρύπωσε το λαγό, πρόγκηξε τις ψευτοχελώνες από τη λαγουδότρυπα και ξεβρόμισε τον τόπο!
Έτσι, για να αποκτήσει κάποιο νόημα το πέρασμά της μικρής Αλίκης του παραμυθιού από τα σκοτεινά λαγούμια…
karalitsa2@gmail.com