Ο πατέρας του, ο κυρ Θάνος, κάθε βράδυ γυρνούσε απ’ την ταβέρνα μεθυσμένος και τότε απ’ το σπίτι τους, που ήταν δίπλα στο δικό μου, ακούγαμε κλάματα, βλαστήμιες και βρισιές. Συχνά χτυπούσε τη γυναίκα του και το παιδί του αλύπητα γι’ ασήμαντες αιτίες που ποτέ δεν μάθαμε.
Ένα βράδυ, νομίζω είχαμε τελειώσει τότε το Δημοτικό, ανάμεσα στις χυδαίες βρισιές του κυρ Θάνου, τα κλάματα και τα παρακάλια της γυναίκας του, άκουσα και του Γιάννη τη φωνή. Φωνή δυνατή, κραυγή.
«Άστη, σου λέω, ήσυχη. Άστη, θα σε σκοτώσω… Σε μισώ… σε μισώ…»
Αυτές τις παιδιάστικες κραυγές απόγνωσης ποτέ δεν τις ξέχασα. Πιστεύω, ούτε και ο Γιάννης. Την επόμενη νύχτα ο κυρ Θάνος έχασε την ζωή του κάτω από τις ρόδες ενός ταξί καθώς, μεθυσμένος προσπαθούσε να διασχίσει το δρόμο. Εκείνο το βράδυ καμία φωνή, καμία κραυγή, ούτε καν ένας λυγμός ακούστηκε από το διπλανό χαμόσπιτο. Ύστερα, ο Γιάννης και η μάνα του άλλαξαν γειτονιά.
Τον συνάντησα κάπου είκοσι χρόνια αργότερα καθώς χάζευα σε μια βιτρίνα με παιδικά παπούτσια. Από το βάθος του καταστήματος άκουσα κάποιον να με φωνάζει με το όνομά μου. Ήταν ο Γιάννης.
«Ρε Σταμάτη!»
«Ρε Γιάννη!»
Κι αγκαλιαστήκαμε και συγκινηθήκαμε και θυμηθήκαμε τα παλιά.
«Δύσκολα χρόνια εκείνα». Είπε ο Γιάννης καθώς η υπάλληλός του μας σερβίριζε τον καφέ. «Αλλά εντάξει, τα κατάφερα. Βλέπεις, άλλαξαν οι καιροί, οι ευκαιρίες, οι συγκυρίες…» Και μιλήσαμε για δουλειές, για αυτοκίνητα, για σκάφη, για τις οικογένειες που είχαμε φτιάξει.
Έφυγα με την ψυχή γεμάτη χαρά. Ο Γιάννης με επιχείρηση, με σπίτι, με αυτοκίνητο κι εξοχικό. Οι προφητείες των γειτόνων των παιδικών μας χρόνων δεν επαληθεύτηκαν. Και το μικρό εκείνο θυμωμένο παιδί ξέφυγε πέρα από το τέλμα της οδύνης και της φτώχιας που τον είχαν βυθίσει εκείνοι οι αλλοτινοί καιροί. Τον είδα ακόμη τρεις ή τέσσερεις φορές.
Πολύ αργότερα, αφού είχε ήδη λήξει η δάνεια ευμάρεια για όλους μας, πέρασα πάλι από το μαγαζί με τα παιδικά παπούτσια αλλά το βρήκα κλειστό.
Όταν ξαναείδα τον Γιάννη, κάπου δέκα χρόνια αργότερα, ήταν εκείνη την ημέρα που είχα κατέβει στο κέντρο, κοντά στο Πεδίο του Άρεως, να δώσω ένα βιογραφικό, μια από τις τελευταίες ευκαιρίες μου, μήπως με πάρουν σε μια άθλια κακοπληρωμένη δουλειά. Από την πρώτη ματιά που μου έριξε ο υπεύθυνος κατάλαβα πως δεν είχα ελπίδα. Αγόρασα ένα κουλούρι και μπήκα στο πάρκο να περπατήσω λίγο στη λιακάδα.
Εκεί είδα τον Γιάννη να κοιμάται ξαπλωμένος σ’ ένα παγκάκι, βρόμικος και αξιοθρήνητος. Κρύφτηκα αμέσως στην σκιά ενός δέντρου και τον κοιτούσα για ώρα πολλή. Αναρωτιόμουν, τώρα που η ζωή του ξανάφερε τούμπα, αν μεθάει κι εκείνος σαν τον πατέρα του. Αν δέρνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Αν η γυναίκα του τον παράτησε και αν πρόκειται να τον πατήσει κι εκείνον ένα αυτοκίνητο μια νύχτα καθώς θα γυρίζει μεθυσμένος να κοιμηθεί στο παγκάκι του.
Αναρωτιόμουν ακόμη αν παραμένει ένα μεγάλο θυμωμένο παιδί. Ή μήπως ένας αδιάφορος τελειωμένος ενήλικας; Το νου μου κέντρισε εκείνη την στιγμή η λέξη «παραίτηση» και βούρκωσαν τα μάτια μου. Παραίτηση… Κατάσταση πιο οδυνηρή ακόμη κι απ’ τον μεγαλύτερο θυμό.
Πλησίασα στο παγκάκι που κοιμόταν ο Γιάννης. Άφησα δίπλα του το κουλούρι που κρατούσα στα χέρια μου και του έριξα μια δυνατή κλωτσιά. Έτρεξα αμέσως και κρύφτηκα πίσω από κάτι φυλλωσιές. Ο Γιάννης πετάχτηκε, κοίταξε δίπλα του, δεν είδε κανέναν κι άρχισε να βρίζει χυδαία. Να ουρλιάζει βλαστήμιες, βρισιές και απειλές. Ύστερα, είδε το κουλούρι και το έφαγε με λαιμαργία.
Έφυγα από την κρυψώνα μου χωρίς να με δει. Έφυγα ήσυχος. Ο Γιάννης δεν έχει παραιτηθεί. Είναι ακόμη ένα μεγάλο θυμωμένο παιδί, περισσότερο θυμωμένο από όσο υπήρξε ποτέ.
Μα μπορεί ακόμη να χτίσει την ζωή του από την αρχή. Να αναζητήσει καινούριες ευκαιρίες. Να δημιουργήσει τις συγκυρίες που χρειάζεται να βρει.
Ο Γιάννης, δεν παραιτήθηκε. Θα την παλέψει ξανά την ζωή.
karalitsa2@gmail.com