Μόλις ακούμπησε, η Ευτέρπη, στο τραπεζάκι του σαλονιού το μεγάλο δίσκο με τους τρεις καφέδες και τα σμυρναίικα χειροποίητα κουλουράκια της είπε μ’ έναν αναστεναγμό ανακούφισης «Ουφ, πάει και το Πάσχα. Φάγαμε, φάγαμε, ήπιαμε… Και σήμερα αρνάκι μαγειρεύω, έμεινε από το ψητό ένα κομμάτι σπάλα και το κάνω φρικασέ. Εσένα τι σου έμεινε από το Πάσχα;»
Πριν προλάβω να απαντήσω, άκουσα την κυρία Μαρία να της λέει. «Τίποτα. Ποτέ δεν μένει τίποτα. Τόση νηστεία, τόσες μετάνοιες, τόσο λιβάνι… Χαμένα όλα στο χτες. Σήμερα, αρνάκι φρικασέ και πάει τέλειωσε. Και του χρόνου Ανάσταση. Κάθε χρόνο και του χρόνου… Τίποτα δεν μένει, τίποτα δεν αλλάζει. Ίσως του χρόνου…»
Καθώς ανταλλάσσουμε βλέμματα απορίας με την Ευτέρπη, εκείνη, μου κάνει ένα συγκαλυμμένο νόημα με το χέρι της. Δεν πάει καλά το μυαλό της γριάς. Ε, ναι, έτσι φαίνεται.
Τώρα η γριά με κοιτάζει επίμονα.
«Εσένα τι σου έμεινε; Σου έμεινε κάτι από όλο εκείνο το πνευματικό ταξίδι που κλήθηκες να κάνεις μέσα από την εβδομάδα των παθών, τον Γολγοθά, την Σταύρωση, το θάνατο κι ύστερα τη λύτρωση από τα δεσμά της οδύνης μέσα από την Ανάσταση του Ιησού; Πρόσφερες στον εαυτό σου λίγη από την Ανάσταση, λίγη αναγέννηση εσωτερική να θεραπεύσεις τις πληγές σου; Ή μόνο αρνάκι φρικασέ έμεινε και σε σένα;»
Τώρα τα βλέμματα που ανταλλάσσουμε με την Ευτέρπη είναι ανάμεικτα από μια δόση ντροπής, κάμποση έκπληξη και μικρές σπίθες θαυμασμού. Αν τους έβαζα λεζάντα θα τα ονόμαζα, χωρίς υπερβολή, βλέμματα-χαστούκια.
Η κυρία Μαρία, πλέκοντας μεταξύ τους τα αποστεωμένα δάκτυλά της και χωρίς να μας κοιτάζει πλέον, συνεχίζει να μιλάει χαμηλόφωνα.
«Ξέρω, οι καιροί που ζούμε είναι δύσκολοι , απρόβλεπτοι και επικίνδυνοι. Λίγο λίγο ο κόσμος που ξέραμε γκρεμίζεται μπροστά στα πόδια μας. Αδύναμο πλάσμα ο άνθρωπος κι όσο η δύναμη της επιστήμης γιγαντώνεται, τόσο πιο αδύναμος, πιο ευάλωτος γίνεται εκείνος. Όχι ότι παλιά ήταν πιο εύκολη η ζωή, μα σε τούτους τους καιρούς, ούτε που υποψιάζεσαι από πού μπορεί να έρθει το κακό. Γι’ αυτό ένα μήνυμα ελπίδας όπως η Ανάσταση του Κυρίου, χτίζει γέφυρες προς τη σωτηρία για καθένα από εμάς που κουβαλάει τον σταυρό του στην πλάτη. Όλοι οι άνθρωποι, όπου γης, μ’ ένα σταυρό στην πλάτη. Ίσως γιατί στον δρόμο προς τον Γολγοθά ξέχασαν το νόημα, συμβολικό και ουσιαστικό, της Ανάστασης. Ξέχασαν να συγχωρούν, να αγαπούν και να ελπίζουν. Μόνο να σταυρώνουν και να σταυρώνονται ξέρουν πια…»
Τώρα τα βλέμματα και των τριών στράφηκαν προς την κουζίνα. Η Ευτέρπη πετάχτηκε από τη θέση της. Το αρνάκι φρικασέ καίγεται στην κατσαρόλα ενώ η κυρία Μαρία ατάραχη μονολογεί.
«Πόλεμοι, φωτιές παντού, ψυχές αθώων που καίγονται, στάχτες που γίνονται πρόστυχος πλούτος… Πώς ν’ αναστηθεί ξανά ο Χριστός σε τέτοιο κόσμο!»
karalitsa2@gmail.com