Την σύγχρονη εποχή και από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα στην χώρα μας άρχισε να κυριαρχεί η κατασκευή κτιρίων αλλά και άλλων υποδομών από οπλισμένο σκυρόδεμα κύριο συστατικό του οποίου -εκτός από τον δομικό χάλυβα- είναι το τσιμέντο. Το σκυρόδεμα είναι γενικά οικονομικό, ανθεκτικό ενώ προσφέρει υψηλή προστασία από τα στοιχεία της φύσης. Ταυτόχρονα η κατασκευή δομικών στοιχείων από σκυρόδεμα όταν συνδυαστεί με δομικό χάλυβα σε κατάλληλη διάταξη και με σωστές διατομές δομικών στοιχείων, έχει την ικανότητα να προσφέρει κτίρια υψηλής αντισεισμικής προστασίας, μεγάλου ύψους, μεγάλων διαστάσεων ανοιγμάτων και χρόνου ζωής. Ο χρόνος ζωής αυτών των κατασκευών έχει υπολογιστεί στα 50 έως 100 χρόνια.
Ο πρώτος βασικός αντισεισμικός κανονισμός στην χώρα μας θεσπίστηκε το 1959 έπειτα από τους καταστροφικούς σεισμούς το 1955 στο Βόλο, το 1956 στην Αμοργό και το 1957 στην Ρόδο. Περιείχε βασικές συστάσεις από τους καθηγητές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου που πρέπει να εφαρμόζονται στα νέα κτίρια. Ο δεύτερος αντισεισμικός κανονισμός στην χώρα μας και παράλληλα ο πρώτος ουσιαστικός αντισεισμικός κανονισμός θεσπίστηκε το 1985 ενώ στην συνέχεια ακολούθησαν και άλλοι όπως ο ΕΑΚ το 1999, ο κανονισμός επεμβάσεων και ενισχύσεων (ΚΑΝΕΠΕ) το 2012 κ. ο. κ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του οργανισμού αντισεισμικής προστασίας (ΟΑΣΠ), το 46% των υφιστάμενων κατασκευών της Ελλάδας έχουν χτιστεί από το 1959-1985 με τον αντισεισμικό κανονισμό του 1959, το 32% πριν το 1959 χωρίς αντισεισμικό κανονισμό.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία σε συνδυασμό με τις κακοτεχνίες κατασκευής, τις φθορές των υλικών με την πάροδο του χρόνου και τις σεισμικές καταπονήσεις επιβάλλουν τον επανέλεγχο των περισσότερων κτιριακών εγκαταστάσεων στην χώρα μας σήμερα.
Η ανάγκη ελέγχου των κτιρίων δεν είναι σημερινή. Από τότε που άρχισαν να κατασκευάζονται μεγάλα κτιριακά έργα , γέφυρες μεγάλων ανοιγμάτων, υδραυλικά και λιμενικά έργα υψίστης οικονομικής και κοινωνικής σημασίας ,άρχισαν να δημιουργούνται και τα πρώτα προβλήματα λόγω κυρίως των σεισμικών καταπονήσεων που δέχονται ειδικά στην χώρα μας που αποτελεί μία περιοχή με έντονη σεισμική δραστηριότητα. Οι φθορές που δημιουργούνται λόγω καταστροφικών καιρικών φαινομένων, πυρκαγιών κλπ. επιτάσσουν την επανεξέταση ενός ακινήτου από έμπειρο πολιτικό μηχανικό ώστε να αξιολογηθεί αντοχή του και το ποσοστό μείωσης της φέρουσας ικανότητας των υλικών του.
Ο παραπάνω έλεγχος μέχρι πρόσφατα περιοριζόταν κυρίως στον οπτικό έλεγχο τυχών ρωγμών, μέτρησης των γεωμετρικών διαστάσεων των δομικών στοιχείων και διενέργεια απλών μαθηματικών πράξεων για την αποτίμηση της φέρουσας ικανότητάς του.
Σήμερα με την τεράστια πρόοδο της τεχνολογίας έχουμε την δυνατότητα να μελετήσουμε ένα υφιστάμενο κτίριο πλησιάζοντας στο μέγιστο βαθμό την πραγματική αντοχή των υλικών του. Αρχικά με χρήση τρισδιάστατων σαρωτών ‘’3d laser scanner’’ μπορούμε να έχουμε μία άριστη αρχιτεκτονική αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης και την αποτύπωση της γεωμετρίας του σκελετού του κτιρίου με ακρίβεια της τάξεως του χιλιοστού. Αυτό βοηθάει στην ακρίβεια της μοντελοποίησής του η οποία με την σειρά της κρίνει τις μετακινήσεις που θα δεχτεί και εν γένει την σεισμική συμπεριφορά του.
Στη συνέχεια, αν πρόκειται για κτίριο οπλισμένου σκυροδέματος μπορούμε με τη χρήση σαρωτών και μαγνητογράφων να ανιχνεύσουμε την διάταξη και το πλήθος των ράβδων δομικού χάλυβα σε οποιοδήποτε δομικό στοιχείο. Ακόμα με τη μέθοδο πυρηνοληψίας σκυροδέματος με συστήματα αδαμαντοφόρας διάτρησης μπορούμε εργαστηριακά να προσδιορίσουμε τη θλιπτική ή και εφελκυστική αντοχή του σκυροδέματος, να μετρήσουμε το PH, το μέγεθος των αδρανών ακόμα και το ποσοστό διάβρωσης του χάλυβα.
Τέλος εκπονούμε εκ νέου τη στατική μελέτη με τα σωστά πλέον χαρακτηριστικά και αποφαινόμαστε για την αντισεισμική του επάρκεια ή την ανάγκη υλοποίησης ενισχύσεων για την συνέχιση της ασφαλούς και μακροχρόνιας λειτουργίας του.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Κατσούρης είναι πολιτικός μηχανικός