«Δεν είναι δυνατόν να χάθηκαν τόσοι άνθρωποι γιατί δεν είχαμε αυτοκίνητα, οι άνθρωποι είναι πολύτιμοι δεν είναι εμπόρευμα» είπε στην απολογία του ο κ. Παπαδόπουλος μεταφέροντας στη συνέχεια με φόρτιση στο δικαστήριο όσα ο ίδιος βίωσε όταν μετέβη στη περιοχή. Είπε μεταξύ άλλων: «Οι άνθρωποι όπου έβλεπαν καρότσα ανέβαιναν. Ψάχναμε στους θάμνους στις 9 το βράδυ. Και κάποια στιγμή συνάντησα έναν κάτοικο της περιοχής ο οποίος μου είπε: «Ρε, πυροσβέστη ένα ασθενοφόρο». Τον ρώτησα που μένει και μου απάντησε: «Δεν θα πάμε στο σπίτι μου γιατί η γυναίκα μου είναι καμένη. Να με πας σε ασθενοφόρο».
Συνεχίζοντας την περιγραφή του ο κατηγορούμενος είπε: «Έφτασα στο ασθενοφόρο και είδα έναν σάκο με έναν νεκρό. Ο οδηγός του μου είπε ότι το πρωτόκολλο δεν επιτρέπει μεταφορά νεκρού με ζωντανό. Του λέω: «Ποιο πρωτόκολλο; Εδώ γίνεται Ιράν – Ιράκ». Ρώτησα τον κάτοικο: «Θα μπείτε μέσα; Υπάρχει ένας νεκρός». Μου απάντησε: «Θα μπω. Στο νοσοκομείο θέλω να πάω».
Όπως είπε ακόμη ο κατηγορούμενος ο ίδιος εκείνο το βράδυ ένιωσε φόβο. «Δεν φοβήθηκα όταν ήμουν καπετάνιος πριν μπω στην Πυροσβεστική, στον Περσικό, στον πόλεμο Ιράν- Ιράκ. Στο Μάτι όμως φοβήθηκα γιατί ήμασταν εμείς και εμείς. Ζητούσαμε συνεχώς πυροσβεστικά και τα είχαν στείλει όλα στο Νταού» είπε φορτισμένος για να συμπληρώσει απευθυνόμενος στο δικαστήριο: «Με συγχωρείτε. Είμαι σε σύγχυση. Είναι πρώτη φορά που είμαι σε δικαστήριο κατηγορούμενος. Αυτό που συνέβη στο Μάτι είναι φοβερό, τόσοι άνθρωποι (…) Είναι πολύτιμοι οι άνθρωποι, δεν είναι εμπορεύματα. Χάθηκαν τόσοι άνθρωποι εκεί. Είναι φοβερό. Συγχωρέστε με».
Από την πλευρά του ο Χαρ. Χιώνης υποστήριξε κατά την απολογία του: «Υπήρχε έλλειψη επίγειων και εναέριων δυνάμεων που είχαν διατεθεί από νωρίς στη φωτιά της Κινέτας. Δυστυχώς η Πολιτεία λόγω της οικονομικής κρίσης δεν διέθετε αλλά οχήματα για την εξυπηρέτηση μας. Με δική μας ευθύνη και σύμφωνη γνώμη των πληρωμάτων καθιστούσαμε επιχειρησιακά οχήματα που θα έπρεπε να ήταν ακινητοποιημένα.Οι βλάβες ήταν συνεχείς. Μόνο αν ακούσετε τις συνομιλίες μας θα καταλαβαίνατε γιατί πράγμα μιλάμε…».
Επιπλέον ο ίδιος αναφέρθηκε στο ζήτημα της οργανωμένης εκκένωσης της περιοχής από τους κατοίκους. «Εάν υλοποιηθεί ατάκτως υπάρχει κίνδυνος για τον κόσμο» είπε και προσέθεσε: «Εκφράζω τη βαθιά μου θλίψη στους συγγενείς των θυμάτων αλλά η κατάσταση ήταν μη διαχειρίσιμη. Μας ξεπερνούσε. Εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Λυπάμαι που δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι ακόμα παραπάνω». Ωστόσο, υποστήριξε πως οι κάτοικοι θα έπρεπε να έχουν διαβάσει τις οδηγίες που είναι αναρτημένες στη γραμματεία Γενικής Προστασίας.
Τέλος, στη δική του απολογία, ο τότε επικεφαλής της Διοίκησης Πυροσβεστικών υπηρεσιών Αθηνών Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Αν πρέπει να ζητήσω οργανωμένη απομάκρυνση και εκτιμώ πως η προσπάθεια να βγάλουμε τον κόσμο θα ήταν εφιαλτική, δεν θα το κάνω. Με συγχωρείτε, αλλά δεν θα το κάνω. Ακούσαμε εδώ για τα λίγα λεπτά που απείχε η θάλασσα και άλλα περίεργα, εκ του ασφαλούς. Στη συγκεκριμένη πυρκαγιά η θάλασσα δεν ήταν ασφαλής χώρος. Εννέα άτομα πνίγηκαν. Μία ήταν η οδός διαφυγής: Η λεωφόρος Μαραθώνος και αυτή θα έπρεπε να μείνει ασφαλής. Από τις 6 το απόγευμα δεν ήταν ασφαλής. Δύο αυτοκίνητα μπήκαν και κάηκαν και τα δύο».
Ακόμη ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος είπε ότι γύρω στις 6 μ.μ ο ίδιος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον υπαρχηγό της Πυροσβεστικής Βασίλη Ματθαιόπουλο για να του αναφέρει ότι είχαν πληροφορία για δύο νεκρούς. Όμως, όπως είπε, δεν τον βρήκε και ενημέρωσε άλλο αξιωματικό, ο οποίος πλέον έχει αποβιώσει.
Είχε ενημερώσει για νεκρούς υποστήριξε ο Χρήστος Λάμπρης
Στην αναφορά ότι ο ίδιος είχε ενημερώσει τον αρχηγό για «16 σάκους με νεκρούς στις 11 το βράδυ» προέβη τη Δευτέρα, κατά τη διάρκεια της απολογίας του στη δίκη για το Μάτι ο τότε εναέριος συντονιστής Χρήστος Λάμπρης.
Απολογίες όμως στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά έδωσαν ακόμη ο Γεώργιος Πορτοζούδης, τότε διοικητής της Υ.Ε.Μ.Π.Σ, ο Στέφανος Κολοκούρης, τότε διοικητής της 1ης ΕΜΑΚ και μετέπειτα αρχηγός του πυροσβεστικού σώματος, καθώς και ο Χρήστος Δροσόπουλος, κυβερνήτης του ελικοπτέρου «ΦΛΟΓΑ 1», στο οποίο βρίσκονταν ο κ. Λάμπρης.
Ειδικότερα, ο κ. Λάμπρης κατά την απολογία του εξιστόρησε αναλυτικά τις κινήσεις του στο Μάτι μέχρι την παραλία όπου ήρθε αντιμέτωπος με τις σορούς, τις οποίες είχε συλλέξει η ΕΜΑΚ. Μάλιστα, όπως ανέφερε ενημέρωσε αμέσως τον τότε αρχηγό της Πυροσβεστικής Σωτήρη Τερζούδη γι΄ αυτούς τους 16 νεκρούς. Να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος είχε πετάξει με ελικόπτερο πάνω από τη φωτιά στην Κινέτα και εν συνεχεία πάνω από τη φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Μετά την πτήση, μετέβη, κατόπιν εντολής που έλαβε, οδικώς στη φωτιά στην Ανατολική Αττική. Μεταξύ άλλων στην απολογία του ο κατηγορούμενος ανέφερε: «Στη Λεωφόρο Μαραθώνος υπήρχε τρομερή κίνηση από αυτοκίνητα… Η εικόνα της πυρκαγιάς με έκανε να παγώσω. Είχε κινηθεί πολύ γρήγορα. Οι φλόγες ήταν τεράστιες πάνω από 20 μέτρα. Είχαν καεί σπίτια. Τηλεφώνησα αμέσως, στις 18.58 στον υποδιοικητή Βασίλη Ματθαιόπουλο και του είπα πως η κατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολη. “Εδώ έχει καεί κόσμος” του είπα. Μου απάντησε πολύ ανήσυχος ότι θα τα στείλει όλα εκεί. Βρήκα έναν τροχονόμο σε διασταύρωση της Μαραθώνος και του είπα να κάνει αναστροφή τα αυτοκίνητα, να τα γυρίζει προς Αθήνα. Ήταν πάρα πολλά αυτοκίνητα και φορτηγά. Είχα αγωνία γιατί αν άλλαζε ο αέρας, θα καίγονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι».
Ο κ. Λάμπρης αναφέρθηκε όμως και στην κατηγορία που του αποδίδεται ότι δηλαδή εγκατέλειψε τη θέση του κατά τους κρίσιμους χρόνους: «Δεν εγκατέλειψα τα καθήκοντα μου. Ούτε στο γραφείο ήμουν ούτε στο σπίτι μου. Μέσα σε 40 λεπτά πήγα από την Ελευσίνα στη φωτιά για την οποία τώρα κατηγορούμαι. Ενημέρωσα για την εικόνα που είχα τους σωστούς ανθρώπους στους σωστούς χρόνους», είπε χαρακτηριστικά.
Στο πλαίσιο της δική του απολογίας ο Γ. Πορτοζούδης, έκανε μεταξύ άλλων αναφορά στις καταγγελίες πως εκείνο το απόγευμα είχε εγκαταλείψει τη θέση του. Συγκεκριμένα υποστήριξε: «Είχε προγραμματιστεί ραντεβού με την κυρία Α…, υπεύθυνη για τον προγραμματισμό συνάντησης με εθελοντές. Της είπα να έρθει εκείνη την ημέρα. Της έβγαλα άδεια εισόδου. Μου είπε ότι θα έρθει με την αδελφή της ή κάποιον άλλον. Ήρθε γύρω στις 6:30. Την ανέβασα στο γραφείο. Της εξήγησα για την υπηρεσία. Της έδωσα ένα αναμνηστικό, μπρελόκ και μπλουζάκι. Στη συνέχεια την κατέβασα στο ισόγειο και τους είπα πως κατεβαίνω στην πίστα με τα ελικόπτερα και τους είπα αν χρειαστεί να με καλέσουν. Ήταν ελικόπτερα δεμένα με τους μηχανικούς, πολύ δυνατός ο άνεμος και έβλεπα καπνό από Πεντέλη. Δε με ξένισε κάτι. Στη συνέχεια αποχώρησε η κυρία Α… και περίμενα να έρθει το πρώτο ελικόπτερο. Ήρθε το πρώτο με κύριο Αναστασόπουλο.
«Μου λέει “διοικητή πρέπει να κάηκαν δύο-τρεις άνθρωποι”. Του λέω δεν είναι δυνατόν. Φανταστείτε την επόμενη ημέρα που μάθαμε τον αριθμό των νεκρών. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν πατεράδες μας, μάνες μας, παιδιά μας (…) Μετά άρχισε μία ανθρωποφαγία στο πρόσωπό μου με κατευθυνόμενα δημοσιεύματα από μία μερίδα του Τύπου, ότι εγώ εγκατέλειψα τη θέση μου και δεν με βρίσκανε, χωρίς να υπολογίζει κανείς εάν εγώ είχα δύο παιδιά και η κυρία Αναστασοπούλου άλλα δύο. Να ακούει η μάνα μου στο χωριό, στα πρωϊνάδικα, στις φυλλάδες. Σκεφτόμουν όλα αυτά που έκανα τόσα χρόνια και εάν μου άξιζε να βρεθώ κατηγορούμενος…».
Κατά τη διάρκεια της δικής του απολογίας στη δίκη ο τότε διοικητής της 1ης ΕΜΑΚ Στέφανος Κολοκούρης, είπε πως εκείνη την ημέρα είχε άδεια ωστόσο του ζητήθηκε από τον κ. Ματθαιόπουλο να επιστρέψει διότι υπήρχε βαθμός επικινδυνότητας 4. Όπως είπε, ενώ βρισκόταν στη φωτιά της Κινέττας δεχόταν τηλεφωνήματα από κ. Ματθαιόπουλο και τον αρχηγό που τον έβαλε σε ανοικτή ακρόαση με τον υπουργό για να ενημερωθούν. «Με πήρε ο Ματθαιόπουλος τηλέφωνο αφού είχε σουρουπώσει, με πήρε και μου λέει πάρε δέκα-δώδεκα αυτοκίνητα και ομάδα πεζοπόρων και κατευθύνσου στη φωτιά Νέας Μάκρης» ανέφερε ο κ. Κολοκούρης, προσθέτοντας πως ακόμα στη φωτιά της Κινέττας ακόμα υπήρχε κίνδυνος για σπίτια.
Τέλος ο Χρήστος Δροσόπουλος, κυβερνήτης του ελικοπτέρου «ΦΛΟΓΑ 1» στο οποίο βρισκόταν και ο κ. Λάμπρης, δήλωσε αθώος και τόνισε πως βρίσκεται στη θέση του κατηγορούμενου επειδή εκείνη την ημέρα υπερέβαλε εαυτόν. «Ο ισχυρισμός ότι διέθετα 20 λεπτά καύσιμα είναι εσφαλμένος. Κανένα στοιχείο δε διέλαθε της προσοχής μου, αντίθετα υπερέβην τα εσκαμμένα» είπε ξεσπώντας σε κλάματα.
Θέλω να εκφράσω την συντριβή μου είπε η Ρένα Δούρου στην έναρξη της απολογίας της
«Καμία συγνώμη δεν είναι αρκετή γιατί ποτέ και τίποτα δεν μπορεί να αναπληρώσει τις ζωές των θυμάτων» ήταν τα πρώτα λόγια της Ρένας Δούρου όταν καθισμένη στο βήμα ξεκίνησε την απολογία της για την τραγωδία στο Μάτι.
«Ευθύς εξαρχής θα ήθελα να πω ότι γνωρίζω ότι καμία συγγνώμη δεν είναι αρκετή, ποτέ και τίποτα δεν μπορεί να αναπληρώσει τις απώλειες και να φέρει πίσω τις ζωές και να απαλείψει το γεγονός που σημάδεψε και τη δική μου ζωή. Πρέπει ως κοινωνία να εκφράσουμε τη συντριβή μας. Η συγγνώμη οφείλεται σε κάθε περίπτωση, ακόμα και εάν τα αίτια είναι για κάποιους λόγω αντικειμενικών συνθηκών.
Η συγγνώμη αυτή είναι ανεξάρτητη και από οποιοδήποτε αίσθημα πικρίας για μία άδικη κατηγορία. Εκείνο που προέχει είναι η αδικία που υφίστανται άλλοι και όχι εμείς»,
Η τότε περιφερειάρχης Αττικής επέλεξε στο πρώτο μέρος της απολογίας της και αφού εξέφρασε την συντριβή της για την απώλεια τόσων ζωών, να περιγράψει τον τρόπο που η ίδια μετά την τραγωδία κατέστη «εξιλαστήριο θύμα» από πολιτικούς αντιπάλους που όπως είπε την στοχοποίησαν αμέσως. «Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ στο κλίμα που είχε δημιουργηθεί εκείνη την εποχή. Νομίζω πως θα πρέπει να ειπωθεί γιατί εξηγεί πώς φθάσαμε στην δίωξη μου. Ξεκίνησε με ένα γνωστό πολιτικό παιχνίδι, που με δεδομένο πως για την φωτιά στην Ηλεία είχε καταδικαστεί ο νομάρχης, βρήκε ένοχο για το Μάτι…» είπε η κυρία Δούρου η οποία ανέφερε πως στο πλαίσιο αυτής της τακτικής «λοιδορήθηκα, κατασυκοφαντήθηκα, απειλήθηκα».
«Από την επόμενη μέρα κιόλας, ο Τύπος της αντιπολίτευσης με έλεγε φόνισσα. Δεν θέλω να επεκταθώ γιατί δεν είναι αυτό το θέμα της Δίκης, αλλά επιτρέψτε μου να πω ένα πράγμα. Αρκετές μέρες μετά, έδωσα μια συνέντευξη στην “Εφημερίδα των Συντακτών”, δεν έλεγα ότι όλα πήγαν καλά, όπως είχε ειπωθεί.. έλεγα ότι όσοι έχουν θέση ευθύνης να μην θεωρήσουν ότι έγινε η στραβή στη βάρδια τους, αλλά να εργαστούν για να αλλάξει η κατάσταση… Ενώ λοιπόν η διατύπωση ήταν αυτή, διαστρέβλωσαν το νόημα, πήραν αποσπασματικά τη φράση και προσπάθησαν να πουν ότι είμαι αναίσθητη… ότι είμαι ανάλγητη… Και τότε προτίμησα τη σιωπή από σεβασμό στα θύματα. Προτίμησα να με θεωρούν ένοχη από το να ασεβώ σε τηλεμαχίες. Έλεγα ότι θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου όταν έρθει η ώρα. Εδώ δηλαδή» ανέφερε η Ρένα Δούρου.
Σύμφωνα με την κατηγορουμένη, η Πυροσβεστική, διά των επιτελικών στελεχών της που δικάζονται, ομολόγησε στο δικαστήριο πως είχε αδυναμία να αντιμετωπίσει δύο μεγάλα συμβάντα. «Έχουμε ομολογία από τους εκπροσώπους της Πυροσβεστικής ότι δεν είχε τα μέσα για να ανταποκριθεί στα δύο συμβάντα. Φανταστείτε να είχαμε και τρίτο στα διυλιστήρια… Αυτήν την αδυναμία την μάθαμε με ένα τραγικό τρόπο, και μάλιστα την μάθαμε αυτόν τον τελευταίο μήνα» είπε η κυρία Δούρου αναφερόμενη στις απολογίες που έχουν προηγηθεί.
Η πρώην περιφερειάρχης ξεκινώντας τις απαντήσεις της επί της κατηγορίας, τόνισε ότι εφάρμοσε «και με το παραπάνω όσα προβλέπονται από το θεσμικό πλαίσιο το οποίο είχε αλλάξει μετά τη φωτιά στην Ηλεία», συμπληρώνοντας ότι απόλυτη αρμοδιότητα για τη διαχείριση της φωτιάς και την διάσωση πολιτών είχε η Πυροσβεστική.
Η κυρία Δούρου θα συνεχίσει την απολογία της την Παρασκευή.
Νωρίτερα στο βήμα βρέθηκε ο τότε γενικός γραμματέας Πολιτικής Προστασίας Γιάννης Καπάκης ο οποίος είπε πως την επίμαχη μέρα και αφού εξελίσσονταν πολύ δυσμενώς η φωτιά στην Ανατολική Αττική και υπήρχε και το μέτωπο στην Κινέττα, στις 9:30 το βράδυ κάλεσε το κεντρικό συντονιστικό όργανο. «Εμείς, ωστόσο, χωρίς να γνωρίζουμε τι έχει γίνει στο πεδίο, καλέσαμε το Κεντρικό Συντονιστικό Όργανο Πολιτικής Προστασίας. Μας έκανε ενημέρωση ο κ. Ματθαιόπουλος τι διαμείβεται στα μέτωπα των πυρκαγιών, μας μίλησε η Αστυνομία και άλλοι εμπλεκόμενοι φορείς. Εκεί έμαθα ότι υπάρχει ενδεχόμενο να υπάρχουν νεκροί. Αργότερα βγαίνοντας από τη συνεδρίαση, κατά τις 11:00, μάθαμε πως η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη από ό, τι έχουν αναφέρει” εξήγησε ο κ. Καπάκης.
Ο πρώην γγ Πολιτικής Προστασίας, αφού είπε στην απολογία του ότι δεν είχε αρμοδιότητα για την οργανωμένη απομάκρυνση, εξέφρασε την άποψη ότι «εάν γινόταν, ενδεχομένως να είχαμε μία πολύ μεγαλύτερη εκατόμβη θυμάτων. Αυτό το λέω και από την εμπειρία μου στα 30 χρόνια στο Πυροσβεστικό Σώμα. Ούτε ενημέρωση μπορούσε να γίνει, ούτε οργανωμένη απομάκρυνση. Εγώ δεν μπορώ να φανταστώ και το εφιαλτικό σενάριο πώς θα πήγαινε στη θάλασσα 5.000 κόσμος μέσα σε μία ένταση θερμής ακτινοβολίας. Και μέσα στη θάλασσα κινδύνευσαν οι άνθρωποι».
Ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε και στο σκέλος τής κατηγορίας που αντιμετωπίζει σχετικά με την μη κήρυξη, εγκαίρως, της Δυτικής και Ανατολικής Αττικής σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αφήνοντας αιχμές για τη συγκατηγορούμενη του και πρώην περιφερειάρχη Αττικής, Ρένα Δούρου ότι έσπευσε να το ανακοινώσει χωρίς να το έχει κάνει. «Μίλησα με την κυρία Δούρου στις 20:40 και της είπα ότι θα τεθούν οι περιοχές σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Στις 20:49 έκανε ένα tweet λέγοντας πως τίθενται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης η Δυτική και Ανατολική Αττική. Πώς έγινε αυτό αφού δεν είχε τη δικιά μου συγκατάθεση; Ακολουθούσαν πάρα πολλά δημοσιεύματα που αναπαρήγαγαν την κήρυξη, την οποία τελικά δεν την κήρυξε αλλά κατά τα άλλα εγώ ήμουν αυτός που δεν το έκανα. Αν είναι τόση σημαντική η κατάσταση έκτακτης ανάγκης γιατί στις εννέα παρά είκοσι; Στη Κινέττα γιατί δεν έγινε; Δεν υπήρχε ανάγκη; Όλο αυτό είχε αξία για να καταστεί σαφές το όργανο που θα αποφάσιζε την οργανωμένη απομάκρυνση».
Με την έναρξη της σημερινής δικάσιμου απολογήθηκε ο Χαράλαμπος Συρογιάννης, πρώην υποδιοικητής εναέριων μέσων της ΕΛΑΣ, ο οποίος είπε πως την επίμαχη ημέρα δεν δέχθηκε αίτημα για να διαθέσει το μόνο ελικόπτερο που ήταν σε λειτουργία. Ο κατηγορούμενος είπε πως και να του είχε ζητηθεί δεν θα έδινε άδεια καθώς οι καιρικές συνθήκες ήταν επικίνδυνες για την ασφάλειας των χειριστών.