Ραγίζουν καρδιές οι νέες καταθέσεις στο Δικαστήριο
ΔΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΤΙ

Ραγίζουν καρδιές οι νέες καταθέσεις στο Δικαστήριο

«Ένα σημείωμα που ευχαριστούσε τον άντρα της και εμάς λέγοντας πως θα μας αγαπά για πάντα» και «τα καμένα αθλητικά παπούτσια της» ήταν ο επίλογος της ζωής τής κόρη τους που χάθηκε μαζί με το μωρό της στις φλόγες.

O
Χαράλαμπος Διονυσιώτης και η σύζυγος του Μαρία κατέθεσαν στη δίκη για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, τη Δευτέρα, την τραγική ιστορία της κόρης τους Μαργαρίτας που βρέθηκε μαζί με το μωρό της καμένη στην θάλασσα. Όπως κατέθεσε ο κ. Διονυσιώτης, μετά από την αγωνιώδη αναζήτηση της κόρης του, κατά την οποία έβλεπε γύρω του εικόνες ολέθρου, βρέθηκε τελικά στην Αργυρά Ακτή όπου κάποιος του φώναξε πως το παιδί και το εγγονάκι του ήταν εκεί, μέσα στη θάλασσα.
«Η κόρη μου βγήκε βασταζόμενη από την μητέρα ενός παιδιού. Το μωρό ήταν στην αγκαλιά ενός Ρουμάνου πυροσβέστη, διασώστη. Το παιδί ήταν αναίσθητο, του έκανε μαλάξεις και ζούσε. Παίρνω τον γαμπρό μου του ‘πα “να ‘σαι όσο πιο πολύ ψύχραιμος, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά”. Τους κουβαλήσαμε. Ήμασταν εγώ, ο γαμπρός μου, η Μαργαρίτα, το μωρό, και ο διασώστης που κάθε τόσο του έκανε μαλάξεις. Με εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα πήραν το μωρό μαζί με τον διασώστη για Παίδων. Εγώ έχω βάλει το κορίτσι μου σε ένα πεζουλάκι να κάτσει. Εμφανίζεται ένα ασθενοφόρο και τη βάζω μέσα. Πήγαμε με το γαμπρό μου πρώτα στο Παίδων το μωρό. Το παιδί είχε τελειώσει… Οι γιατροί μου είπαν “αν ερχόταν δέκα λεπτά νωρίτερα κάτι θα κάναμε… Αργήσατε”. Το παιδί τελείωσε στα σκαλιά του νοσοκομείου. Αν υπήρχε βοήθεια από θαλάσσης, θα μπορούσε σήμερα να ζούσε» κατέθεσε συγκινημένος ο μάρτυρας και συμπλήρωσε: «Η οικογένεια μου εδώ και τεσσεράμισι χρόνια δεν ζει… Υπάρχει απλά, περιμένουμε τη δικαίωση για τους ανθρώπους που έφυγαν και τους ανθρώπους που ζουν με ανοιχτές πληγές στο σώμα και την ψυχή».
Η Μαρία Διονυσιώτη δακρυσμένη μίλησε στο δικαστήριο για τον τρόπο που η κόρη της αποφάσισε να αποχαιρετίσει τους ίδιους και τον σύζυγο της, υπαγορεύοντας στους διασώστες όσα ήθελε να πει στους αγαπημένους της λίγο πριν διασωληνωθεί: «Νοσοκομείο Ελπίς έγραφε το χαρτί. Σε αυτό ευχαριστούσε τον Ανδρέα (σύζυγό της) για την ευτυχισμένη ζωή που της χάρισε. Για τους γονείς της έλεγε ότι ήταν υπερήφανη που τη μεγαλώσαμε με αρχές και αξίες και ότι θα μας αγαπάει για πάντα. Το παρέδωσαν στον Αντρέα μαζί με ένα ζευγάρι καμένα αθλητικά παπούτσια. Αυτό το σημείωμα το χαράξαμε και το έχουμε μαζί με τις φωτογραφίες των παιδιών μας. Ο διασώστης μας είπε “δεν έχω γνωρίσει τέτοια δυνατή κοπέλα, με εγκαύματα σε όλο της το σώμα, που αν δεν μας υπαγόρευε αυτό το γράμμα, δεν μας άφηνε να τη διασωληνώσουμε”».
Η μάρτυρας τόνισε πως δεν κατάφερε να δει ποτέ την κόρη της όσο νοσηλεύτηκε. «Δεν με άφηναν να τη δω στην Εντατική. Μου λέγανε ότι έχουν καεί λίγο τα ματάκια της, θα τη δεις αύριο. Την άλλη μέρα, μου έλεγαν, έχουν καεί λίγο τα χεράκια της, θα τη δεις αύριο. Πέρασαν 11 μέρες και τη Μαργαρίτα δεν την είδα ποτέ… Πέθανε στις 3 Αυγούστου… Αυτοί που έφυγαν βασανίστηκαν πολύ, πόνεσαν. Μαρτύρησαν και μαζί τους μαρτυρήσαμε και εμείς. Η ζωή μας έχει αλλάξει. Δεν είναι τίποτα ίδιο. Η Μαργαριτούλα μας, έκανε ασπίδα το κορμί της για να σώσει τον μπέμπη της. Έχει καεί η ψυχή μου μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Έτσι νιώθουν όλοι όσοι χάσαμε τους δικούς μας ανθρώπους… Δεν τους βοήθησε κανείς… Πλήρης αδιαφορία για τα πάντα. Μέσα σε λίγη ώρα όλα χάθηκαν γιατί κάποιοι δεν φρόντισαν να μας προστατεύσουν… Όσοι έφταιξαν πρέπει να τιμωρηθούν στον βαθμό που έφταιξε ο καθένας».
Το ζευγάρι λίγα χρόνια πριν την τραγωδία στο Μάτι, είχε χάσει τον γιο του.
Κλαίγοντας η Ιωάννα Καρακουκάλη, που δεν βρισκόταν στο Μάτι, είπε στο δικαστήριο για τη μητέρα της που εγκλωβίστηκε στην φωτιά. «Μιλήσαμε στις 18:30. Είχε εγκλωβιστεί σε μια πολυκατοικία. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Μου έλεγε ότι είχε παντού φωτιά και να πάμε να την πάρουμε από εκεί. Την έπαιρνα συνεχώς τηλέφωνο, συνεχώς. Δεν μου απαντούσε. Κάποια στιγμή μου απάντησε και άκουγα κραυγές, ουρλιαχτά… Δεν μπορούσα να καταλάβω αν κάποιος μου μιλάει. Πήρα την Αστυνομία και τους είπα ακριβώς που βρισκόταν. Στις 21:06 το βράδυ μιλήσαμε για τελευταία φορά, ήταν ζωντανή και ήταν καλά. Πριν το κλείσουμε τότε, μου είπε ότι θα πεθάνει και ότι με αγαπάει και δεν μου ξαναμίλησε. Δε μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν ζωντανή μέχρι εκείνη την ώρα, ότι ήταν 48 ετών έκανε προσπάθεια να μείνει στη ζωή και δεν έκανε κανείς προσπάθεια να τη βοηθήσει… Κανείς.”
Για τον σύζυγο της Νίκο Κοσσόρα, που βρέθηκε καμένος στο κτήμα Φράγκου, στον τόπο που χάθηκαν 26 άνθρωποι, κατέθεσε η Πολύμνια Κοσσόρα. «Ο άντρας μου ήταν ένας από αυτούς που είχαν εκτραπεί από τη Λεωφόρο Μαραθώνος, χωρίς να έχουν καμία δουλειά εκεί. Πήγε το γιο μου στο αεροδρόμιο και επέστρεφε. Έχασε τη ζωή του αναίτια, λόγω της εγκληματικής διαχείρισης της φωτιάς από τις Αρχές. Μια Αρχή να είχε κάνει τη δουλειά της, δεν θα είχαμε τόσα θύματα». Η μάρτυρας αναφέρθηκε εκτενώς στις προσπάθειες που έκαναν επί ημέρες για να εντοπίσουν τον σύζυγο της, αναζητώντας τον ακόμη και στον βυθό, μέχρι τελικώς να ενημερωθούν ότι ήταν νεκρός.
Ο Γεώργιος Μίχας κατέθεσε στο δικαστήριο για τον 23χρονο γιο του, τον Βίκτωρα. Η σωρός του παιδιού είχε ξεβραστεί στην ακτή μία βδομάδα μετά την πυρκαγιά.
Στο δικαστήριο κατέθεσαν και εγκαυματίες που περιέγραψαν εικόνες χάους και οδύνης, όπως η σκηνή που ανέφερε η μάρτυρας Δήμητρα Καστορίδα όπου ενώ προσπαθούσε η ίδια και άλλοι να κρατηθούν μαζί μεσοπέλαγα, ένας ηλικιωμένος καρκινοπαθής τους παρακινούσε να τον αφήσουν για να σωθούν.

Την Τρίτη, ακόμη μία τραγική στιγμή της ασύλληπτης τραγωδίας στο Μάτι περιέγραψε μία γυναίκα, η οποία μαζί με τη μητέρα της, μεσοπέλαγα που βρέθηκαν για να σωθούν από τη φωτιά, αναγκάστηκαν να αφήσουν από κοντά τους τα άψυχα σώματα του αδελφού της και της φίλης τους για να σωθούν.
Η κ. Βασιλική Μίχα εξιστόρησε πώς χάθηκε ο 23χρονος αδελφός της, Βίκτωρας, ο οποίος δεν άντεξε μέσα στη θάλασσα όπου βρέθηκαν για να γλυτώσουν από τις φλόγες που τους είχαν ζώσει. Κλαίγοντας με λυγμούς, η μάρτυρας περιέγραψε ότι εκείνο το απόγευμα αιφνιδιάστηκαν από τη φωτιά και έφυγαν από το σπίτι η ίδια, ο αδελφός της, η μητέρα τους και η φίλη της Αιμιλία Ανδρουλιδάκη με το αυτοκίνητο. «Υπήρχε κατάσταση πανικού από το πουθενά και ξαφνικά» είπε η γυναίκα, αναφέροντας πως βρέθηκαν μποτιλιαρισμένοι στο όχημα. Για να φύγουν άφησαν το αυτοκίνητο και πήγαν προς τη θάλασσα που ήταν δίπλα τους, με τη φωτιά να τους ακολουθεί. «Αν είχαμε καθυστερήσει να φύγουμε δύο-τρία λεπτά, η φωτιά θα μας είχε προλάβει και θα είχαμε καεί μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν υπήρχε κάποιος να μας ειδοποιήσει… Να χτυπήσει μια καμπάνα… Ένας να είχε ειδοποιήσει κάποιον θα είχαμε φύγει και τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά… Δεν υπήρχε οξυγόνο. Τα κουκουνάρια που καίγονταν έπεφταν πάνω μας. Και για να μην καούμε τρέχοντας μπήκαμε στο νερό…», σημείωσε.
Όπως κατέθεσε η κ. Μίχα, μετά από αρκετή ώρα μέσα στο νερό, η φίλη τους δεν τα κατάφερε και πέθανε. «Η μητέρα μου θεώρησε σωστό να την κρατήσει δίπλα της γιατί πιστεύαμε ότι κάποιος θα έρθει να μας μαζέψει. Ήθελε να την πάει στα παιδιά της», είπε και πρόσθεσε πως μετά από αυτό ο αδερφός της άρχισε να παραπονιέται για κράμπες στα πόδια και να λέει πως δεν θα τα καταφέρει «Μόλις αντιλήφθηκε ότι η Αιμιλία δεν ήταν στη ζωή πανικοβλήθηκε. Μετά από δύο κύματα, ο Βίκτωρας… έφυγε. Ήταν γυρισμένος ανάποδα. Η μαμά μου, δεν ξέρω πώς άντεξε και το αντιμετώπισε. Τον γύρισε, είδε το πρόσωπό του και ήταν μαύρος. Δεν το πίστευα ότι είχε φύγει. Μου έλεγε “ο Βίκτωρας δεν είναι, πλέον, στη ζωή”. Περίμενα κάποιον να έρθει. Τον κρατούσα. Μου είπε “αν συνεχίσεις να τον κρατάς θα φύγεις και εσύ, θα φύγω και εγώ”. Για να μη χωριστούμε δέσαμε ένα ρούχο στους καρπούς μας. Είχαμε μόνο η μία τη άλλη και κοιτούσαμε τον ουρανό περιμένοντας κάποιος να μας πετάξει ένα σωσίβιο», ανέφερε στο δικαστήριο, όπου δεν ακούγονταν ο παραμικρός ήχος όσο κατέθετε κλαίγοντας η μάρτυρας. Η κ. Μίχα, συντετριμμένη, συνέχισε λέγοντας πως κάποια στιγμή τα κύματα τους έφεραν πλάι τους τα πτώματα δύο γυναικών. «Τρέμαμε από το κρύο και την κούραση. Γυρνάω και λέω στη μαμά μου: “Θα πεθάνουμε και εμείς;”. Δεν μου απαντούσε… Το πρόσωπο της ήταν μαύρο… Ήξερα πως αν έφευγε η μάνα μου θα έφευγα και εγώ… Δεν θα τα κατάφερνα…», κατέθεσε, συμπληρώνοντας ότι στις 11 τη νύχτα ήρθε η σωτηρία για αυτές όταν ένα καϊκι τούς πέταξε δύο σωσίβια. «Εκείνη την ώρα έκλαιγα. Δεν ήξερα τι έπρεπε να αισθανθώ. Είχα αφήσει πίσω μου τον αδερφό μου. Λες και με είχαν κόψει στα δύο…», σημείωσε κλαίγοντας με αναφιλητά. Επίσης, είπε πως η άφιξη στο λιμάνι της Ραφήνας ήταν οδυνηρή καθώς εκεί «βρεθήκαμε στο έλεος του Θεού».
Η μητέρα της μάρτυρα και μητέρα του 23χρονου, Βίκτωρα, Αθηνά Μουτάφη, συγκλόνισε με όσα είπε στην κατάθεση της: «Είδα τον Βίκτωρα μπρούμυτα να επιπλέει. Τον γύρισα ανάσκελα και του μιλούσα και δεν απαντούσε. Ήταν μαύρος παντού. Ο χειρότερος εφιάλτης που φαντάζεστε εσείς οι γονείς, εγώ τον έβλεπα μπροστά μου… Ή θα πήγαινα μαζί του ή θα άφηνα τον Βίκτωρα να σώσω τη Βάσια… Δεν ξέρω πώς το έκανα, μη με ρωτάτε. Λειτούργησε το μητρικό ένστικτο. Αποφάσισα να πάρω τη Βάσια και να φύγουμε. Δεν έχω λόγια να σας περιγράψω εκείνες τις στιγμές. Δεν υπάρχουν λέξεις στο ελληνικό λεξικό. Τελικά συνεχίσαμε. Τον άφησα και έφυγα. Ήθελα να ουρλιάξω… Ήθελα να βουτήξω στη θάλασσα να πάω να τον φέρω πίσω. Δεν το πίστευα, αλλά της έλεγα “θα τα καταφέρουμε”. Έβγαλα το εσώρουχό μου και δέσαμε τους καρπούς μας για να μη χαθούμε».
Ο κ. Αναστάσιος Αθανασόπουλος κατέθεσε στο δικαστήριο για την απώλεια της μητέρας του, η οποία κάηκε μέσα στο σπίτι όπου έμενε, σε πολυκατοικία στο Μάτι.

Την Πέμπτη, την οδυνηρή ιστορία των 9χρονων δίδυμων κοριτσιών, που χάθηκαν αγκαλιασμένα με τον παππού και την γιαγιά τους στο κτήμα της φρίκης, όπου κάηκαν 26 άνθρωποι, στο Μάτι, άκουσαν οι δικαστές στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά. Μια ιστορία αγωνίας και ασύλληπτου πόνου, αλλά και ποταπών συμπεριφορών μέχρι να εντοπιστεί «αυτή η υπέροχη άμορφη μάζα» των αγαπημένων του, όπως κατέθεσε ο πατέρας των κοριτσιών και γιος των δύο παππούδων τους, Ιωάννης Φιλιππόπουλος.
Τα δύο κοριτσάκια, η Σοφία και η Βασιλική, με τον παππού τους Φίλιππο και τη γιαγιά τους Σοφία, βρέθηκαν, ύστερα από αγωνιώδεις προσπάθειες να εντοπιστούν, αγκαλιασμένοι στο οικόπεδο της οικογένειας Φράγκου.
«Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου. Αφού έκαναν έρευνες, βρήκαν αυτή την υπέροχη άμορφη μάζα: η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και ο πατέρας μου από πάνω με τα χέρια του ανοιχτή αγκαλιά» είπε ο κ. Φιλιππόπουλος.
Τόσο ο πατέρας των δύο 9χρονων όσο και η μητέρα τους αναφέρθηκαν στο δικαστήριο και σε μια αποκρουστική, απάνθρωπη πτυχή των όσων βίωσαν αναζητώντας τους οικείους τους. Οπως είπαν, επειδή απευθύνθηκαν δημοσίως για πληροφορίες δίνοντας τηλέφωνο, δέχθηκαν κλήσεις από ανθρώπους που «έπαιζαν» με την αγωνία που βίωναν, δείχνοντας απόλυτη σκληρότητα: «Απελπισμένος, είπα θα βγω στα κανάλια να μιλήσω μήπως έχει δει κάποιος τα παιδιά. Έδωσα τηλέφωνο. Με παίρνανε τηλέφωνο, “έλα, έχουμε τα παιδιά σου”, “τα σκοτώνουμε”, μου έκαναν παιδικές φωνές και βάζανε τα γέλια…» κατέθεσε συντετριμμένος ο πατέρας.
Η μητέρα των δίδυμων Γεωργία Ξυραφάκη περιέγραψε τις ώρες και τις ημέρες αγωνίας που βίωσαν μέχρι τελικά να εντοπιστούν και να ταυτοποιηθούν οι σοροί των παιδιών και των πεθερικών της.
«Εκείνο το Σαββατοκύριακο ήμουν με τα κοριτσάκια μου και τα πεθερικά μου στη Νέα Μάκρη. Δευτέρα, 23 Ιουλίου 2018, έπρεπε να γυρίσουμε προς Αθήνα γιατί έπρεπε τα πεθερικά μου να κάνουν κάτι υποχρεώσεις. Γυρίσαμε Αθήνα, φτάσαμε στο σπίτι μας στην Καλλιθέα, και αφού έκαναν τις δουλειές που είχαν έφυγαν και κατευθύνθηκαν στη Νέα Μάκρη σε μια οικία που μίσθωναν. Ηταν όλα ήσυχα… Τους χαιρετήσαμε, και ήταν η τελευταία φορά που τους είδαμε…».
Η μάρτυρας, εξιστορώντας την ημέρα της τραγωδίας, είπε πως αναζητούσε ανεπιτυχώς στο τηλέφωνο τον πεθερό και την πεθερά της. «Πήρα τηλέφωνο τον σύζυγό μου να τον ρωτήσω που βρισκόταν και του είπα πως οι γονείς σου και τα παιδιά μας έχουν ξεκινήσει για Νέα Μάκρη. Μου λέει εντάξει, έρχομαι κι εγώ σπίτι. Ξεκίνησα να παίρνω τηλέφωνο την πεθερά και τον πεθερό μου, αλλά δεν μπορούσα να τους πιάσω. Εκεί άρχισα να ανησυχώ. Ήθελα να δω τι συνέβαινε. Με πήρε ξανά τηλέφωνο ο σύζυγός μου. Μιλήσαμε και πάλι με την αδελφή του. Είχε επικοινωνία με τη μητέρα της, ήταν στη λεωφόρο Μαραθώνος, στη στάση Ραφήνας, και της είπε ότι είχανε φωτιές. Τότε αρχίσαμε να ανησυχούμε πραγματικά. Βάλαμε ειδήσεις. Παίρναμε τηλέφωνο τα πεθερικά μου συνεχόμενα. Δεν πιάναμε γραμμή. Παίρναμε την αστυνομία, τους λέγαμε ότι τα παιδιά και τα πεθερικά μου πήγαιναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν ότι ακόμα δεν είχαν εικόνα. Τότε ο σύζυγός μου πήρε το μηχανάκι και μου είπε: “Θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω”… Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε ότι είναι στον δρόμο: “Εχει φωτιές δεξιά – αριστερά, δεν μπορώ να προχωρήσω, είναι παντού σκοτάδι και φωτιά”. Του λέω, σε παρακαλώ, γύρνα πίσω, αν έχει γίνει κάτι κακό μη χάσω κι εσένα. Η αγωνία άρχισε να φουντώνει. Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο την πυροσβεστική. Μπορεί και ανά πέντε λεπτά. Είχαν μάθει τα ονόματα όλων μας. Τότε ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στα νοσοκομεία. Δεν βρήκαμε άκρη, γυρίσαμε σπίτι. Θυμάμαι ότι δούλευε την επόμενη ημέρα, του είπα θα έρθω κι εγώ μαζί σου αλλιώς θα τρελαθώ…».
Η γυναίκα περιέγραψε την οδύσσεια που βίωσαν προσπαθώντας να βγάλουν κάποια άκρη, μιλώντας με κάθε αρμόδια υπηρεσία. Η πυροσβεστική τους είπε να αναζητήσουν «στους πεθαμένους» τα παιδιά και τα πεθερικά της και τους έστειλαν στο Γουδή να δώσουν γενετικό υλικό και περιγραφή τού τι φορούσαν.
Όπως είπαν οι μάρτυρες, τέσσερις ημέρες μετά την πυρκαγιά ταυτοποιήθηκαν οι σοροί των παππούδων, οι οποίοι ήταν αγκαλιασμένοι με δύο μικρότερης ηλικίας σορούς: «Ήταν τα παιδιά μας! Την επόμενη ημέρα ταυτοποιήθηκαν. Η πεθερά μου κάτω, τα παιδιά στη μέση και ο πεθερός μου από πάνω με ανοιχτή αγκαλιά. Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν, με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε 3 Αυγούστου 2018».
Απαντώντας σε ερωτήσεις της υποστήριξης της κατηγορίας, η μάρτυρας τόνισε πως τους έβαλαν αναγκαστικά σε πορεία προς το Μάτι και εγκλωβίστηκαν. «Πιστεύω ότι παγιδευτήκανε! Δεν τους επιτρέπανε επιστροφή προς την Αθήνα» είπε.
Ο πατέρας των κοριτσιών, «Ιωάννης Φιλιππόπουλος, ο πατέρας της Σοφίας και της Βασιλικής και ο γιος του Φίλιππου και της Σοφίας», όπως είπε στην έναρξη της κατάθεσής του, ανέφερε πως, όταν πήγε με το μηχανάκι να ψάξει τα παιδιά και τους γονείς του, φτάνοντας στο Κόκκινο Λιμανάκι, «κάνανε προσπάθειες να με σταματήσουν, αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν. Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα. Γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν υπήρχε πυροσβεστική, αστυνομία. Δεν έβρισκα κανέναν. Εκεί στον δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω τι κάνετε εδώ, φύγετε, είναι επικίνδυνο. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα. Κατέβηκα στο λιμάνι της Ραφήνας, τους έψαχνα: τίποτα. Γυρνάω πίσω, πάμε στα νοσοκομεία, παντού αρνητική απάντηση. Πήραμε αστυνομία, πυροσβεστική. Μας έλεγαν, όλη νύχτα, είστε η πρώτη μας προτεραιότητα». Όπως είπε, ύστερα από ώρες αναζήτησης και δεκάδες τηλέφωνα στις αρμόδιες υπηρεσίες, «με πήραν από την Πυροσβεστική. Μου λέει “τους έχω ελέγξει. Στους ζωντανούς δεν είναι! Ψάξτε στους πεθαμένους. Πήγαινε στο Γουδή”. Τρέχουμε στο Γουδή, μπαίνουμε μέσα και μας άρχισαν διάφορα. Λέω, ψάχνουμε τα δίδυμα παιδιά μας και τους γονείς μας, πείτε μας τι πρέπει να κάνουμε. Έδωσαν πρώτα έμφαση σ’ εμένα. Δυστυχώς έχω τζακ ποτ, και γονιός και παιδί στα θύματα…».
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που κλήθηκε να διαχειριστεί για το χαμό των δικών του. «Εάν εκείνη η ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή, θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο, που σημαίνει πως είχε την ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα. Αν μπορεί να ανακουφίσει κάπως αυτό: τα κοριτσάκια, λόγω ηλικίας, πέθαναν νωρίτερα, που σημαίνει πως οι γονείς μου κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκατέλειψαν… Όταν ταυτοποιήθηκαν οι σοροί των γονιών μου, μας είπαν “πάρτε τους γονείς σας, τα κορίτσια δεν μπορούμε να τα δώσουμε”. Μου λένε δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε ποια είναι η Σοφία και ποια η Βασιλική. Τους λέω κάντε μια αεροβάπτιση, αν είναι δυνατόν. Ζήτησαν από τη γυναίκα μου εκμαγεία, τα παραδώσαμε στο νεκροτομείο και μας έδωσαν τα κορίτσια… Μετά από τρεις ημέρες μας ειδοποίησαν ότι τα πόδια της μάνας μου ήταν μερικά μέτρα μακριά… Κάναμε μια συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά… Τους είπα να σφραγίσουν τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δεν ζύγιζαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει… Ζήτησα να κατεβάσω εγώ τα φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσα να κόψω ούτε μία τούφα μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι… Ζήτησα αυτό. Μπορέσαμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας, μισοί πεθαμένοι, μισοί καμένοι, μισοί ζωντανοί. Τους πήγαν σε επικίνδυνο μέρος, χωρίς να υπολογίσουν τις συνέπειες. Η δική μου οικογένεια πήγε τσάμπα».
Στο δικαστήριο κατέθεσε και η Βαρβάρα Γεωργακοπούλου, που έχασε τον σύζυγό της. «Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από το να αφήνεις πίσω τη σορό του δικού σου ανθρώπου». Η μάρτυρας ήταν μέχρι τις 12 το βράδυ στην παραλία, έχοντας δίπλα της το άψυχο σώμα του συζύγου της. «Κάποια στιγμή, στις 12, μου λένε αυτή είναι η τελευταία βάρκα… Δεν μπορώ να τον αφήσω, τους λέω. Μου λένε δεν γίνεται να μείνετε, έχουμε εντολή να εκκενώσουμε την ακτή. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα να φεύγεις και να αφήνεις πίσω σου τον άνθρωπό σου νεκρό… Αναγνωρίστηκε μετά από 13 ημέρες. Άλλος θάνατος για μένα».
Η Ειρήνη Ορφανού κατέθεσε για την απώλεια της αδελφής της. «Ήρθα να καταθέσω για την απώλεια της αδερφής μου. Όλα αυτά τα χρόνια υπήρχαν πολλές φωτιές, αλλά επί της Μαραθώνος πάντα υπήρχαν πυροσβεστικά. Υπήρχε μια τάξη. Εκείνη την ημέρα η αδερφή μου ήταν μόνη της. Εγώ έκανα την τελευταία μου χημειοθεραπεία και ήμουν στην Αγία Παρασκευή. Δεν υπήρχε άνθρωπος να πάει να τη βοηθήσει. Κατέβηκε τα σκαλιά και εκεί έμεινε. Ήταν καμένη, ήταν συγκλονιστικό θέαμα..» κατέθεσε η μάρτυρας, η οποία τόνισε πως «αυτό που έγινε με το Μάτι δεν είχε γίνει ξανά ποτέ».