Ο Γρηγόρης Πολίτης, ένας από του δέκα μάρτυρες που κατέθεσε τη Δευτέρα, απευθυνόμενος στους δικαστές της έδρας με ζωγραφισμένη την αγανάκτηση και το πόνο στο πρόσωπο του αφού ανέφερε ότι είχαν κάνει στην ουσία μπαλάκι του Πινγκ πονκ τις ευθύνες και τις αρμοδιότητες οι άνδρες της πυροσβεστικής και του ΕΚΑΒ ως προς τον απεγκλωβισμό της μητέρας του από το σπίτι, είπε με χαμηλωμένη τη φωνή και σχεδόν τρεμάμενη: «Τελικά η μητέρα μου βρέθηκε σε ένα σπιτάκι έξω από το κύριο σπίτι. Δεν είχε μείνει τίποτα παρά μόνο ελάχιστα κόκκαλα. Ήταν πλήρως απανθρακωμένη. Δεν υπήρχε οργάνωση».
Από την πλευρά της η Σουμελά Χατζηλαζαρίδου, κατέθεσε με ραγισμένη ψυχή, ζώντας και πάλι τις τραγικές εκείνες ώρες που ήταν μέσα στην θάλασσα, λέγοντας με σπασμένη την φωνή τα εξής : «Από τις περίπου 18.00 βρέθηκα στη θάλασσα να κολυμπάω 6,5 με 7 ώρες. Μας χτυπούσαν κάτι ξύλα τα οποία μετά από καιρό έμαθα ότι ήταν πτώματα. Μάλιστα, ένα κορίτσι έπαθε κρίση πανικού και την πήρα πάνω μου για να αντέξει. Φωνάζαμε, ουρλιάζαμε και τίποτα. Αργά πια τη νύκτα ένα ψαροκάικο μας έριξε ένα σκοινί να ανέβουμε, μια κυρία έπαθε ανακοπή».
«Όταν ανέβηκα κόπηκε η φωνή μου, δεν μπορούσα να μιλήσω, πράγμα που σιγά σιγά επανέρχεται τώρα μετά από 6 χρόνια. Συνεννοήθηκα με νοήματα και πήγα στη Ραφήνα όπου συνάντησα την οικογένεια μου. Δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο, πηγαινοέρχονταν αμάξια, καράβια, ασυνόδευτα παιδιά. Καμία πρόβλεψη, καμία οργάνωση, κανείς δεν ειδοποίησε ούτε ήρθε να μας σώσει. Δεν ήρθε ούτε ένα άτομο, ένα πυροσβεστικό, ένα εναέριο μέσο. Εδώ θα έπρεπε να ήταν το Λιμενικό, η Αστυνομία, το ΕΚΑΒ, όχι μόνο οι πυροσβέστες», συνέχισε η Σουμελά Χατζηλαζαρίδου.
Ο Γρηγόρης Πολίτης στην κατάθεσή του είπε ότι «η μητέρα του απανθρακώθηκε στην εξοχική τους κατοικίας επί της λεωφόρου Μαραθώνος, ενώ ο πατέρας του κατόρθωσε να σωθεί» και συνέχισε: «Ο πατέρας μου, 87 ετών, έφτασε μέχρι τη θάλασσα περίπου 1 χιλιόμετρο μακριά, και έμεινε εκεί περίπου 2 ώρες χωρίς κανέναν να τον βοηθήσει. Κάποιος ιδιώτης τελικά τον πήγε σε ασθενοφόρο με αρκετά εγκαύματα στα χέρια και στο πρόσωπο. Μου κάνει εντύπωση πως ο πατέρας μου μπόρεσε να κάνει όλη αυτή τη διαδρομή, ενώ ειδικά εξοπλισμένοι άνθρωποι όχι».
Με λυγισμένη τη φωνή Γρηγόρης Πολίτης συνεχίζει την κατάθεσή του, λέγοντας:
«Η μητέρα μου δεν μπόρεσε να φύγει από το σπίτι. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, κάναμε έλεγχο. Ο πρώτος όροφος ακόμα καιγόταν. Ζητήσαμε βοήθεια πυροσβεστικού αλλά μας είπαν ότι δεν είναι δουλειά τους να κάνουν διάσωση ανθρώπου και να καλέσουμε το ΕΚΑΒ. Μετά από 20 λεπτά ήρθαν αλλά μας είπαν ότι πρέπει να έρθει η πυροσβεστική να σβήσει η φωτιά. Ξανακαλέσαμε την πυροσβεστική και φυσικά χάθηκε χρόνος. Τελικά η μητέρα μου βρέθηκε σε ένα σπιτάκι έξω από το κύριο σπίτι. Δεν είχε μείνει τίποτα παρά μόνο ελάχιστα κόκκαλα. Ήταν πλήρως απανθρακωμένη. Δεν υπήρχε οργάνωση. Όταν ξεκίνησε η φωτιά να βοηθήσουν περισσότερο στην κατάσβεση, όταν απείλησε η φωτιά δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση και όταν έφτασε στον αστικό ιστό οι δυνάμεις θα μπορούσαν να είχαν βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί και να μην είχαμε τόσα θύματα».
«Αφού παραλάβαμε τη σορό με ένα γραφείο τελετών, όπως μας είπαν, πήγαμε στο Νταού Πεντέλης σύμφωνα με τις οδηγίες. Αλλά εκεί δεν ήταν κανείς και είχε εκκενωθεί από τις 5 το απόγευμα. Τελικά, από τα κεντρικά μας ζήτησαν να την αφήσουμε πίσω εκεί που τη βρήκαμε και να την πάρουν την επόμενη ημέρα. Δεν το έκανα και τελικά κανόνισαν να παραλάβουν στο Σισμανόγλειο 5 ώρες μετά. Από εκεί φαίνεται η απόλυτη έλλειψη οργάνωσης εκείνη την ημέρα», συνεχίζει ο κ. Πολίτης.
Ο Αναστάσιος Αθανασόπουλος τόνισε χαρακτηριστικά ότι «η μητέρα του έφυγε από το σπίτι της μαζί με μία γειτόνισσα, προκειμένου να σωθεί από τις φλόγες, με αποτέλεσμα να καεί στην προσπάθεια της να ξεφύγει» και συνέχισε: «Δεν υπάρχει θέμα ρυμοτομίας ή αυθαιρέτων. Μπορούσαν να γλιτώσουν σε τρία λεπτά, αλλά εδώ ήταν αδύνατον να φύγουν όπως έγινε. Τα ποντίκια πιάστηκαν στη φάκα κι η φωτιά πέρασε τη Μαραθώνος. Όλα αυτά περί ακραίων φαινομένων και περιβαλλοντικής κρίσης, ισχύουν από τη Μαραθώνος και επάνω, κατά εμάς -τους Ματιώτες- από Μαραθώνος και κάτω έγινε το έγκλημα του εγκλωβισμού» τόνισε.
Μάρτυρας: Το διαμέρισμα της δεν κάηκε. Κάηκαν το πάνω, το κάτω και το δίπλα διαμέρισμα. Ο πανικός είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Προσπάθησε με τη γειτόνισσα να διαφύγει σε αυτά τα 19 λεπτά. Αιφνιδιάστηκαν γιατί δεν υπήρχε ενημέρωση, έστω καμπάνες. Πήγαν να φύγουν με το αυτοκίνητο αλλά δεν τις άφησαν… έχασαν πολύτιμο χρόνο, παλεύοντας σαν συγκρουόμενα του λούνα παρκ.
Εισαγγελέας: Αν έμενε στο σπίτι της, πιστεύετε θα σωζόταν;
Μάρτυρας: Λόττο…
Εισαγγελέας: Άρα δεν ήταν λάθος η αντίδραση της να φύγει, δεν ήταν πανικός… θα μπορούσε να παίξει Λόττο;
Μάρτυρας: 19 διαμερίσματα έχει η πολυκατοικία. Κάποιοι το παίξαν το Λόττο και κέρδισαν. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας, 7 ισόγεια διαμερίσματα στο ένα συγκεντρώθηκαν 17 άτομα και οχυρώθηκαν με πετσέτες και αλλά και περίμεναν. Η μάνα μου με τη γειτόνισσα όταν πήρε το διπλανό διαμέρισμα φωτιά, δεν μένεις από τους καπνούς. Η αντίδραση της ήταν λογική. Εκ των υστέρων προφήτης έρχομαι και λέω ότι ήταν Λόττο. Η κοινή λογική λέει φεύγω να σωθώ.
Η Αναστασία Φράγκου, στην οικογένεια της οποίας ανήκει το κτήμα μέσα στο οποίο βρέθηκαν απανθρακωμένοι δεκάδες άνθρωποι διαφόρων ηλικιών, κατέθεσε:
«Το κράτος στράφηκε εναντίον των κατοίκων, είπε ότι εμείς φταίμε και είμαστε αυθαίρετοι. Όμως υπάρχουν δίοδοι. Δεν καήκαμε γιατί δεν είχαμε διόδους, αλλά γιατί δεν έγινε εκκένωση, δεν ειδοποιηθήκαμε. Και όσοι σωθήκαμε ήταν από τύχη, γιατί η φωτιά έκανε δίνες και κάποια σπίτια και δέντρα γλίτωσαν» και συνέχισε:
«Βγήκαμε έξω από το οικόπεδο μας με τα οχήματα αλλά δεν μπορούσαμε να περάσουμε γιατί είχε κλείσει ο δρόμος. Καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να φύγουμε όταν ένα πεύκο λαμπάδιασε αμέσως, λες και κάποιος έβαλε μια βόμβα. Όταν μπήκαμε ξανά στο οικόπεδο, βλέπουμε τον κοσμάκη να εισέρχεται στο χωματόδρομο φωνάζοντας βοήθεια. Το μόνο ανθρώπινο πράγμα που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να ανοίξουμε την πόρτα και να πάμε όλοι να σωθούμε στο γκρεμό. Γιατί δεν υπάρχει παραλία όπως έλεγαν τα ΜΜΕ, αλλά ένας γκρεμός 18 μέτρα ύψος, τα οποία κατεβήκαμε πετώντας κυριολεκτικά. Φώναξε ο σύζυγος μου «τρεχάτε στο γκρεμό» και αρχίσαμε να τρέχουμε. Όταν άνοιξα την πίσω πόρτα του οχήματος να πάρω τα ζωάκια μας, είπα στη γειτόνισσα Χρύσα Σπηλιώτη που ήταν κοκαλωμένη «τρέχα, τί στέκεσαι;», χωρίς να ξέρω ότι είχε πάει για μπάνιο με το σύζυγο της και τον περίμενε… Όταν φτάσαμε στο γκρεμό σε ένα κύριο του βγήκε ο αστράγαλος, ένας άλλος χτύπησε τα γόνατα του, ο γιος μου έπεσε στη θάλασσα και χάθηκε για 2,5 ώρες».
Πρόεδρος: Αν πηγαίνατε στο γκρεμό δεν είχε φόβο να σκοτωθείτε;
Μάρτυρας: Ο παππούς μου είχε λαξεύσει το βράχο, γιατί του άρεσε το ψάρεμα και είχε κάνει υποτυπώδη σκαλοπατάκια για να πιάνει χταπόδια. Αλλά με το καιρό και τα χρόνια είχαν φθαρεί. Δεν βλέπαμε τίποτα από εκεί, ακούγαμε ελικόπτερα, φωνές ανθρώπων από τη θάλασσα. Κατά τις 12 παρά, ήρθε ένα βαρκάκι που μπορούσε κάπως να προσεγγίσει.
Πρόεδρος: Αυτοί που εγκλωβίστηκαν στο οικόπεδο σας δεν μπόρεσαν να κατέβουν;
Μάρτυρας: Η φωτιά τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όπως πληροφορήθηκα, ο τελευταίος που σώθηκε, είδε τον κόσμο και διέρρηξε το σπίτι μας, μπήκε μέχρι την κρεβατοκάμαρα και έμεινε εκεί μέχρι που δεν άντεχε γιατί είχαν πάρει όλα φωτιά, κουρτίνες, στρώματα. Πήδηξε από το παράθυρο και μας είπε ότι ήδη είχε περάσει το θερμικό κύμα και είχε σαρώσει το σημείο. Δεν υπήρχε πια κανένας όρθιος έξω…
Πρόεδρος: Οι άνθρωποι ποιοι ήταν;
Μάρτυρας: Το πρώτο κύμα που τους υποδεχθήκαμε, είχε οδηγηθεί στο στενό γιατί η δίοδος στη Δημοκρατίας που καταλήγει σε κανονικές παραλίες, καιγόταν. Περίπου 40 σώθηκαν. Κάποιοι ίσως δεν ήξεραν ότι υπήρχε γκρεμός σε εμάς. Όλο το παραλιακό μέτωπο στο Κόκκινο Λιμανάκι είναι σε γκρεμό, έχει βράχια. Δεν πρόλαβαν να κατέβουν. Τους έκλεισε η φωτιά και δεν υπήρχε. Η Χρύσα αν δεν περίμενε το σύζυγο της θα είχε σωθεί, η Χρύσα ήξερε που να πάει.
Πρόεδρος: Η τελευταία ενημέρωση που πήρατε ήταν στις 5:30 από την τηλεόραση;
Μάρτυρας: Μας πήρε η κουνιάδα μου που το άκουσε. Ειδοποίηση; Δεν ακούσαμε τίποτα. Ούτε ντουντούκα. Μας έσωσε η υψομετρική διαφορά. Εγώ λόγω των ζώων έμεινα στη στεριά και σώθηκα. Όλοι οι άλλοι το ίδιο, εκτός από τον κύριο που έβγαλε τον αστράγαλο του και εκείνος που μάτωσαν τα γόνατα του που έμειναν στα πρώτα σκαλιά.
«Ήμασταν εκεί μόνοι μας μέσα στην κόλαση του Δάντη»
«Τα μαλλιά μου άρπαξαν φωτιά και έλιωναν στο πρόσωπο μου και ότι είχε μείνει από το φόρεμα μου είχε πιάσει φωτιά», είναι τα λόγια ενώπιον των δικαστών του Εφετείου της Ιρλανδής Ζόι Κόλαχαν η οποία είχε έλθει στην Ελλάδα γαμήλιο ταξίδι με σύζυγο τον Μπράιαν, αλλά τελικά τον είδε μπροστά στα μάτια της να καίγεται όταν η φωτιά στο Μάτι, θέριζε ζωές και άφηνε εγκαυματίες.
Όσο συνεχίζονται οι καταθέσεις των μαρτύρων ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών στη δίκη για τη φονική φωτιά στο Μάτι, τόσο καταδεικνύεται η ανυπαρξία των κρατικών υπηρεσιών, αλλά και των Δημοτικών αρχών, την τραγική εκείνη μέρα του καλοκαιριού του 2018 που χάθηκαν 104 συνάνθρωποι μας, ενώ στο άκουσμά τους οι περιγραφές των μαρτύρων για τις φρικιαστικές στιγμές που έζησαν όταν η πύρινη λαίλαπα στο πέρασμά της μετέτρεπε τα πάντα σε στάχτη, γονατίζουν τις καρδιές και τις ψυχές όσων βρίσκονται μέσα στην δικαστική αίθουσα.
Την Τετάρτη, συγκλόνισε η κατάθεση της Ιρλανδής Ζόι Κόλαχαν η οποία είχε έρθει στην Ελλάδα γαμήλιο ταξίδι με σύζυγό, τον Μπράιαν, τον οποίο όμως τον έβλεπε να καίγεται ζωντανός στο Μάτι, ενώ στην ίδια τα σημάδια της αλλοίωσης από τη φωτιά είναι ζωγραφισμένα σε όλο το σώμα της, παρά της πλαστικές επεμβάσεις που έχει κάνει.
Είπε χαρακτηριστικά κατά την κατάθεσή της, η Ζόι Κόλαχαν: «Ο λόγος που ήθελα να σας μιλήσω σήμερα, είναι ότι 6 χρόνια μετά όχι μόνο έχω τα σημάδια, αλλά τα πόδια μου έχουν αλλοιωθεί και κάνω ακόμα θεραπεία με λέιζερ. Προσπαθούν να βρουν χειρουργικές λύσεις αλλά ο χειρουργός μου έχει πει ότι πρέπει να ζω με το σώμα μου όπως είναι. Έχασα τον αγαπημένο μου κι από τότε, αν και οι φίλοι μου μου λένε να προχωρήσω, δεν έχω αγάπη, δεν έχω σχέσεις, ντρέπομαι για το σώμα μου και δεν θέλω να το δει κανείς.
Δεν θα έπρεπε όμως, άλλοι είναι αυτοί που θα πρέπει να νιώσουν άσχημα. Και κάθε νύκτα που κλείνω τα μάτια μου είμαι πίσω στο Μάτι. Μου λείπει ο Μπράιαν. Και το μόνο που βλέπω στα όνειρα μου είναι το Μάτι, πως χάνω τον Μπράιαν. Μπορεί να νομίζετε ότι 6 χρόνια είναι πολύς χρόνος αλλά για μένα το Μάτι είναι μια ισόβια καταδίκη.
Δεν μας τηλεφώνησε κανείς, δεν μας προειδοποίησε κανείς, ούτε ένας συναγερμός. Το καταλάβαμε όταν έπιασε φωτιά ο κήπος. Κανείς δεν ήταν εκεί για να μας βοηθήσει. Σαν να ήμασταν εγκαταλελειμμένοι. Ωστόσο104 άτομα έχουν χαθεί κι άλλοι ζούμε σαν ζωντανοί νεκροί και δεν έχει τιμωρηθεί κανείς, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έχουμε απαντήσεις σε όλα αυτά».
Σε άλλο σημείο της κατάθεσής τόνισε: «Την ημέρα εκείνη υπήρχε διάχυτη μια ζέστη, σαν να προερχόταν από την κόλαση. Υπήρχε σκοτάδι, καπνός, μια φωτιά τόσο δυνατή που δεν ακούγαμε ο ένας τον άλλον» είπε με τρεμάμενη φωνή και συνέχισε: «Στο δρόμο συνάντησαν πέντε παιδιά μόνα τους. Τα πήραμε μαζί μας και από το πουθενά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο με 3 ενήλικες. Ανοίξαμε την πόρτα και τα βάλαμε μέσα. Αλλά καταλάβαμε ότι δεν είχε χώρο για εμάς, οπότε μπήκαμε στο πορτ παγκαζ.
Οι φλόγες ερχόντουσαν πάνω στο αυτοκίνητο. Τα μαλλιά μου άρπαξαν φωτιά και έλιωναν στο πρόσωπο μου. Ό τι είχε μείνει από το φόρεμα μου είχε πιάσει φωτιά. Και τότε το αμάξι συγκρούστηκε και ένα δέντρο έπεσε πάνω μας και κυρίως πάνω στο Μπράιαν.
Το χέρι με το οποίο κρατούσα το αμάξι, είχε λιώσει και με το άλλο κρατούσα τον Μπράιαν. Μόλις τον άφησα έπεσε μέσα στη φωτιά και άρχισε να φωνάζει. Η τελευταία του κουβέντα ήταν ‘γιατί’.
Συνέχιζα να φωνάζω το όνομα του ενώ τον έβλεπα να καίγεται ζωντανός. Και μετά έφυγε…. Νόμιζα ότι ήμουν μέσα στο φέρετρο και θα τον συνοδέψω. Δεν ήθελα να ζήσω… Εκεί που καθόμουν, ξαφνικά εμφανίστηκε κάποιος που φορούσε στολή πυροσβέστη και με πήρε μέσα από ένα τείχος φωτιάς».
Η πολυεγκαυματίας Καλίτσα Αναγνώστου, με βουρκωμένα τα μάτια αναφέρθηκε στα τραύματα και εγκαύματα που έχει υποστεί ο 5,5 ετών γιος της. Εγκαύματα τα οποία ακόμα σήμερα, έξι χρόνια μετά, προσπαθεί να τα αποκαταστήσει στο κορμί του παιδιού της.
Η κατάθεσή της ξεκίνησε λέγοντας, ότι «ο γιος μου μέχρι σήμερα προσπαθεί να αποκαταστήσει τα τραύματα» και συνέχισε: «Έξι χρόνια με απίστευτο αγώνα και ταλαιπωρία για να ανταπεξέλθει σε αυτό. Θα είναι εσαεί ασθενής λόγω των εγκαυμάτων. Έχουμε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη εμείς που απλά κοιμόμασταν εκείνο το απόγευμα. Μετατραπήκαμε από θύματα σε θύτες γιατί δεν ήμασταν εκεί, γιατί δεν κάναμε αυτά που περίμεναν, καταδικασμένοι στον πιο βάρβαρο θάνατο οι 104 και οι υπόλοιποι εγκαυματίες σε ισόβια κάθειρξη».
Σε άλλο σημείο της κατάθεσης της και με την φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, είπε: «Ήμασταν εκεί μόνοι μας μέσα στην κόλαση του Δάντη, με ανθρώπους να ουρλιάζουν τη μια στιγμή και μετά να σκάνε, γιατί δεν έκαναν το βασικό, να μας πούμε να φύγουμε. Ούτε καν για εκκένωση δεν έκαναν λόγω, ούτε το απλό είπαν να φύγουμε από τη Μαραθώνος να σωθούμε. Ακούστηκε για άναρχη δόμηση στο Μάτι και για το ότι δεν ξέραμε που να πάμε… για τους νεκρούς φταίμε οι ίδιοι γιατί ήμασταν εκεί. Δικές τους ευθύνες δεν υπάρχουν. Περάσαμε 19 μήνες να ακούμε παραποιήσεις της αλήθειας και να λένε πως όλα καλά τα κάνανε».
Με έντονη αγανάκτηση κατέθεσε ο Γιώργος Καΐρης ο οποίος την τραγική εκείνη μέρα έχασε τη σύντροφό του. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης, ο Γιώργος Καΐρης έκανε αναφορά σε πρόσωπα τα οποία το χρονικό εκείνο σημείο κατείχαν αξιώματα στη κρατική μηχανή.
Ξεκίνησε την κατάθεσή του λέγοντας: «Ο Δήμος ήταν ανύπαρκτος, δεν είχαν ούτε λίστα νεκρών, ούτε τίποτα. Το 112 δεν λειτούργησε. Στην Κινέτα εκκενώθηκαν τρία χωριά, σε εμάς τίποτα. Επί 77 λεπτά έκαιγε η φωτιά ανεξέλεγκτη. Και ο κύριος Τόσκας δεν βρήκε υπηρεσιακό λάθος, ο κύριος Τερζούδης είπε ότι θα έκανε το ίδιο.
Έχουμε φτάσει σε μια δίκη για πλημμελήματα, είναι σαν να δικάζουμε μια ζημιά σε ένα αυτοκίνητο. Ντρέπομαι, δυστυχώς νιώθω ότι μας κοροϊδεύουν όλους. Έχουμε φτάσει σε μια δίκη όπου προσπαθούμε να κερδίσουμε το χρόνο για να μην παραγραφεί».
Κλείνοντας και με ζωγραφισμένα τα σημάδια της συγκίνησης αναφέρθηκε στη σύντροφό του η οποία χάθηκε την ημέρα εκείνη, λέγοντας: «Μετά την κοίμησή της, ξεκίνησε ο Γολγοθάς μου».
Η ανατριχιαστική περιγραφή της κόρης ιερέα – «Σήκωσε τα χέρια του και είπε ‘Θεέ μου, συγχώρεσέ με’»
Τον εφιάλτη που βίωσαν όταν η φωτιά σάρωνε τα πάντα στο Μάτι κατέθεσαν και χθες στη δίκη για την τραγωδία, άνθρωποι για τους οποίους η 23η Ιουλίου 2018 είναι η μέρα που κατέβηκαν στην κόλαση.
Στο βήμα του μάρτυρα στάθηκαν γυναίκες που έχασαν δικούς τους ανθρώπους, που πάλεψαν για να σωθούν, που βρέθηκαν μέσα σε ένα τρομακτικό χάος, αβοήθητες πριν και μετά τη φωτιά.
Η Μαρία Αβραμίδου έχασε τη μητέρα, την αδελφή της, τον γαμπρό της και τον ανιψιό της οι οποίοι εγκλωβίστηκαν με τα αυτοκίνητα τους στην Λεωφόρο Δημοκρατίας στην προσπάθεια τους να φύγουν από το σπίτι τους στο Μάτι. Η ίδια με την κόρη της σώθηκε καθώς κινήθηκε στο ρεύμα προς Αθήνα: «Ήμουν τυχερή που έφυγα στο ρεύμα της Αθήνας, διότι πέντε λεπτά μετά ήρθε περιπολικό που έριχνε κόσμο στο Μάτι. Και αυτό είναι ειρωνικό: Υπήρχε ένα όργανο εκεί που αντί να έκανε καλύτερη την κατάσταση, έριχνε κόσμο μέσα στο Μάτι».
Η μάρτυρας κατέθεσε πως η φωτιά δεν αντιμετωπίστηκε όπως συνήθως, όπως σε άλλες πυρκαγιές που «τα πυροσβεστικά κάνουν ένα τοίχος στην πλευρά του Βουτζά και έτσι δεν είχε περάσει πότε η φωτιά στη Μαραθώνος. Δεν είχα δει πυροσβεστικά εκείνη την ημέρα».
Περιέγραψε τις προσπάθειές της να εντοπίσει τους δικούς της, τα τηλέφωνα σε κάθε αρμόδιο ή γνωστό για να μάθει τι γίνεται, πού βρίσκονται. Την αγωνιώδη αναζήτηση σε νοσοκομεία και στο λιμάνι της Ραφήνας όπου επί ώρες τους αναζητούσε: «Γύρω στις 7:30 σήκωσε κάποιος το τηλέφωνο στο 199. Του λέω θέλω να μάθω τι γίνεται στο Μάτι, έχω τέσσερις ανθρώπους. Μου είπε “δεν έχω κάτι, αφήστε το τηλέφωνο και θα σας πάρω εγώ”. Φυσικά δεν με πήρε πότε… Στη Ραφήνα γύρω στις 12 με 1 τη νύχτα, βλέπω κάποιο γνωστό μου που βγαίνει από βάρκα και μου είπε ότι υπάρχουν πολλοί νεκροί πίσω. Εκεί μου κόπηκαν τα πόδια. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως οι δικοί μου δεν θα σωθούν… Πήγαμε στο Λιμεναρχείο και τους δηλώσαμε αγνοούμενους».
Η κυρία Αβραμίδου μετέφερε στους δικαστές την εικόνα που αντίκρισε την επομένη, όταν πήγε με τον άλλο γιο τής αδελφής της στο Μάτι για να ψάξουν: «το πρώτο που είδαμε ήταν καμένα αυτοκίνητα, αντικρίσαμε ένα σκηνικό πολέμου. Η αγριότητα του τοπίου ήταν απερίγραπτη. Ο ανιψιός μου προχώρησε με ένα φίλο του και κάποια στιγμή βρήκαν τα αυτοκίνητα των δικών μας, άθικτα. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε για μέρες… Τελικά, ταυτοποιήθηκαν μέσω του DNA… Τα επόμενα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα… ήταν όλα στάχτες στη ζωή μας. Είναι κάτι για εμάς που δε θα περάσει πότε… Είναι αδιανόητο ότι 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων έγινε αυτό: κάηκαν 104 άνθρωποι, 58 εγκαυματίες, πνίγηκαν άνθρωποι στη θάλασσα. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο γεγονός, σίγουρα κάτι δεν πήγε κάτι καλά, δεν έγινε επιχείρηση εκείνη την ημέρα… Αν κάτι γνωρίζαμε και ήμασταν υποψιασμένοι για τη φωτιά, δεν θα έπαιρνα το αυτοκίνητο. Το πιο εύκολο ήταν να βρεθούμε στο λιμάνι του Ματιού».
Η μάρτυρας εξέφρασε τον θυμό και την πικρία της για την αντιμετώπιση που είχαν και πριν κατακαεί το Μάτι, αλλά και μετά την ολέθρια φωτιά που άφησε πίσω της εκατόμβη νεκρών: «Τα βάλανε μαζί μας, μας κουνάγανε το δάκτυλο! Δεν μας σεβάστηκαν ούτε πριν από τη φωτιά, ούτε μετά. Δυστυχώς νιώσαμε ότι δεν μας ακούνε, από το προηγούμενο δικαστήριο».
Η Αγγελική Παλαιολογοπούλου που κατέθεσε στο δικαστήριο ήταν στο αυτοκίνητο με την αδελφή και τον ανιψιό της κυρίας Αβραμίδου. Σώθηκε γιατί πρόλαβε να φθάσει στη θάλασσα εν μέσω εκρήξεων αυτοκινήτων και ουρλιαχτών ανθρώπων που καίγονταν.
«Μείναμε τέσσερις ώρες στη θάλασσα αλλά αρχίσαμε να παθαίνουμε υποθερμία. Βγήκαμε έξω, εκεί βρέθηκε και μία οικογένεια που έκλαιγαν γοερά και μας είπαν πως έγινε έκρηξη στο αυτοκίνητο τους και η μητέρα τους δεν πρόλαβε και κάηκε… Η βοήθεια που ελπίζαμε δεν ήρθε πότε. Κάποια στιγμή είδαμε ένα αχνό φως και ακούσαμε από ντουντούκα ότι θα έρθουν δύο αλιευτικά… Άκουσα και στις ειδήσεις που είπαν, ο πρωθυπουργός και οι υπόλοιποι, πως όλα πήγαν καλά και θεώρησα ότι και αυτοί οι άνθρωποι (που ήταν μαζί στο αυτοκίνητο) θα ήταν καλά… Όμως…».
Όσα έζησε μέσα στην θάλασσα όπου βρέθηκε με τους γονείς της, κυνηγημένοι από τις φλόγες, τις εκρήξεις και το ασύλληπτο θερμικό φορτίο, εξιστόρησε η Ελένη Παπαποστόλου. Η γυναίκα είδε τον ιερέα πατέρα της να ζητά συγγνώμη από τον Θεό και να πνίγεται στα κύματα.
Κλαίγοντας η μάρτυρας είπε: «Η θάλασσα άρχισε σιγά σιγά να κάνει κυματισμούς δεν ήταν πως πηγαίναμε κάπου αλλά παρασυρόμασταν. Άρχισα να κουράζομαι. Όταν άρχισε να αγριεύει η θάλασσα προσπαθούσα με την μητέρα μου, να κρατήσουμε τον πατέρα μου στην επιφάνεια, ερχόταν τα κύματα κατά πάνω μας. Τότε άκουσα για πρώτη φορά τον πατέρα μου να φωνάζει βοήθεια. Είχα κουραστεί πολύ αλλά έκανα τα πάντα να τον κρατήσω στην επιφάνεια. Κράτησε μία ώρα αυτό. Σηκώνει τα χέρια του ψηλά και λέει “Θεέ μου συγχώρεσε με”, γυρνάει στη μητέρα μου “σας ευχαριστώ για όσα έχετε κάνει για μένα”, και λέει και “σε όλους…” και αυτή ήταν η τελευταία του λέξη. Ακούγεται ένας βρόγχος και έφυγε από τη ζωή… Τον κρατήσαμε μαζί μας. Τον γύρισα ανάποδα και έδεσα στην άκρη του αριστερού μου καρπού το ράσο. Της έλεγα ή οι τρεις μας ή κανένας θα πάμε μαζί.
Τόσο κοντά στην Αθήνα, στη Ραφήνα, στη βάση Λιμενικού, όλοι θα μπορούσαν να είναι εκεί. Δεν ήταν! Μας περισυνέλλεξε ένα ψαροκάικο».