ΛΙΤΣΑ ΚΑΡΑΜΠΙΝΗ

Τρεις άντρες, τρεις γενιές

Σ
ε λίγο η παρέλαση αρχίζει. Τρεις άντρες, τρεις γενιές μπροστά στην τηλεόραση. Διαφημίσεις, ειδήσεις, μαζική ενημέρωση του πλήθους από άτομα συστημικά που αρνούνται να διακόψουν τις αιμομικτικές τους σχέσεις με την εξουσία. Το κερασάκι στην τούρτα… ανέξοδες υποδείξεις εύρυθμης λειτουργίας του πολιτεύματος.

Βρε, άντε στο διάολο! Απλώνω το χέρι στο κοντρόλ. Ο παππούς γρυλίζει, δαγκώνει η ματιά του. Ο γιος μου γνέφει “μην την κλείνεις”.

Ο γιος μου… ο Αντρέας μου…

Τον γέννησα, τον ανάστησα, τον γαλούχησα σ’ έναν κόσμο εικονικής πραγματικότητας. Του φόρτωσα πτυχία στο βιογραφικό για ένα καλλίτερο μέλλον. Τον πέρασα, αλώβητο σχεδόν, μέσα από θεσμούς και παρα-θεσμούς ενός κράτους-παρακράτους. Ενός κράτους τίγκα στην παραπαιδεία, παραοικονομία, παραδικαιωσύνη, παραπολιτική. Τίγκα στις συνενοχές, τα πάθη, τα λάθη και τις διαπλοκές. Μα τα κατάφερα. Τον άνδρωσα όπως ο γέρος μου άνδρωσε εμένα.

Εγώ… η αφεντιά μου… Υδραυλικός, μ’ ένα κάβουρα στο χέρι και δυο αράδες γράμματα, όλα τούτα που έκανα, καθώς τώρα τα αναπολώ, του Ηρακλή οι άθλοι μου φαντάζουν. Ήταν και οι καιροί αλλιώτικοι, οι άνθρωποι, οι δουλειές. Ήταν… μέχρι που γύρισε ο κόσμος τούμπα. Άλλαξε η ζωή, ξετσιπώθηκαν οι άνθρωποι, χάθηκαν οι δουλειές. Φτάσαμε να ζούμε τρεις γενιές με την σύνταξη του γέρου και άμα λάχει και κάνα μαύρο μεροκάματο.

Ο γέρος… φτωχός μα νοικοκύρης απ’ τα νιάτα του. Κι αγωνιστής και δουλευτής ως τα γεράματά του.

Τρεις άντρες, τρεις γενιές μπροστά στην τηλεόραση. Η στρατιωτική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου αρχίζει.

«Α, ρε, τα χρόνια εκείνα… Φτώχεια, πείνα, θάνατος, αλλά και αγώνες, θυσίες, περηφάνια και παλικαριά! Μια χούφτα άνθρωποι τα βάλαμε με τους γερμαναράδες. Άμα τα βλέπω τ’ άρματα, τα μάτια μου γεμίζουν”. Είπε ο παππούς.

“Εγώ, άμα τα βλέπω μου έρχονται οι μίζες στο μυαλό. Σκέφτομαι, ακόμη, εκείνους που πολέμησαν, εκείνους που την κοπάνησαν για ασφαλείς προορισμούς, εκείνους που φόρεσαν την κουκούλα του προδότη. Σκέφτομαι, και τρέμω που στο λέω, ότι ο φασισμός, τότε όπως και τώρα, είναι γέννημα θρέμμα του καπιταλισμού και φονιάς του εργατικού κινήματος. Και, ντροπή μου που το λέω, μα όταν βλέπω την παρέλαση εγώ, τα δικά μου μάτια δεν γεμίζουν από δάκρυα χαράς και περηφάνιας. Έτσι κι αλλιώς, εγώ, πήρα τις θυσίες της γενιάς σου, την περηφάνια της και την παλληκαριά της και τις συρρίκνωσα τόσο πολύ που να χωρούν σε μια παρέλαση μονάχα. Τις μετάλλαξα σε υποδούλωση και λεηλασία υπό τις διαταγές των τοκογλύφων. Τσάμπα πήγαν όλα, γέρο».

Ο γιος μου με χτυπάει στην πλάτη στοργικά, σαν να ‘ναι κείνος ο πατέρας.

«Έτσι όπως τα λες, πατέρα, είναι και σήμερα, ήταν και τότε. Αφού, να φανταστείς, όταν οι Γερμανοί, τον καιρό εκείνο, είχαν περάσει τη Λάρισα και κατέβαιναν προς την Αθήνα, ο Πλαστήρας από την Νίκαια της Γαλλίας καλούσε το λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους κατακτητές. Και τους έγραφε… Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος. Αλλά ο λαός, πατέρα, τότε άκουσε μόνο την καρδιά του. Και να που κάθε φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κι αν επαναληφθεί τούτες τις μέρες; Μα τώρα ο λαός στέκει αμήχανος και παραζαλισμένος ακούγοντας πότε τα ξένα προτεκτοράτα, πότε τους ανέξοδους πατριωτισμούς των ντόπιων συμφερόντων. Ο λαός, πατέρα, στέκει με την καρδιά μαραγκιασμένη. Φοβάται, δραπετεύει, κρύβεται σε θολές ανέλπιδες προσδοκίες. Κι ωστόσο εγώ αναρωτιέμαι, αν οι άνθρωποι του μέλλοντος σ’ αυτόν τον τόπο, βρουν καινούριους ήρωες, μέσα από τούτα τα βασανισμένα χρόνια, να παρελαύνουν προς τιμή τους. Δικούς τους ήρωες, που θα ‘ναι της γενιάς των παππούδων και των πατεράδων τους. Της γενιάς σου και της γενιάς μου. Και ξέρεις,  αν οι απόγονοι μας κάνουν ακόμη παρελάσεις μόνο για τους δικούς μας ήρωες, τότε θα φταίμε εγώ, εσύ και ο παππούς. Γιατί, εμείς θα καταδικάσουμε εκείνες τις γενιές που δεν θα κουβαλάνε ήρωες, να είναι από γεννησιμιού τους πεθαμένες”.

Τρεις άντρες, τρεις γενιές βουβοί μπροστά στην τηλεόραση. Η στρατιωτική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου φτάνει στο τέλος της.

Πίσω της ένα κενό γεννιέται.

 

karalitsa2@gmail.com