ΛΙΤΣΑ ΚΑΡΑΜΠΙΝΗ

Τομτόμ, ο πίθηκος Μακάκα

Π
ριν ακόμη χαράξει η μέρα ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα από έναν τρομερό εφιάλτη. Βρισκόμουν, λέει, σ’ ένα δάσος με πυκνά πανύψηλα δέντρα που έμοιαζε με πάρκο προστασίας άγριων ζώων, αλλά κλεισμένος σ’ ένα μεγάλο σιδερένιο κλουβί. Στο έδαφος, έξω απ’ το κλουβί, υπήρχε πεταμένη μια ταμπέλα με ευδιάκριτα γράμματα που έγραφε «Τομτόμ. Πίθηκος του γένους Macaca Fuscuta». Υπέθεσα ότι αυτός θα ήταν ο προηγούμενος κάτοικος του κλουβιού. Στα κάγκελα κολλημένη, από την έξω μεριά, υπήρχε μια άλλη ταμπέλα η οποία προφανώς περιέγραφε εμένα, αλλά εγώ από μέσα δεν μπορούσα να τη διαβάσω. Παρότι σφήνωνα το κεφάλι μου μέσα από τα κάγκελα, πότε δεξιά πότε αριστερά, ήταν αδύνατο να καταφέρω να την διαβάσω ώστε να μετριάσω την αγωνία που μου δημιουργούσαν τα ερωτήματα, τι είμαι, ποιος είμαι, τι πρόκειται να μου κάνουν.

Στο μονοπάτι που περνούσε σύριζα με το κλουβί μου, περιδιάβαιναν διάφορα ζώα του δάσους. Σταματούσαν μπροστά μου, μ’ έδειχναν με το μπροστινό τους ποδάρι και κάτι έλεγαν μεταξύ τους μορφάζοντας με τις μουσούδες τους. Ύστερα, κάποια μου γρύλιζαν απειλητικά, κάποια χιμούσαν και δάγκωναν το κλουβί μου έτοιμα να με κατασπαράξουν και κάποια άλλα γελούσαν μοχθηρά βλέποντας τον τρόμο στα μάτια μου. Και σαν να μην μου έφτανε ο ανείπωτος τρόμος των θηρίων, ήταν και κάποιοι πίθηκοι που σκαρφάλωναν πάνω απ’ το κλουβί μου και κατουρούσαν πάνω μου. Δεν βαριέσαι, σκεφτόμουν, μπροστά στον κίνδυνο που ελλοχεύει μπρος στα μάτια μου, πες πως ψιλοβρέχει. Τέλος, τα ζώα του δάσους, ένα ένα, χάνονταν μέσα στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων καθώς ερχόντουσαν άλλα.

Τρομαγμένος κι απελπισμένος μονολογούσα διαρκώς «τι είμαι, ποιος είμαι, τι θα μου κάνουν;»

Ώσπου η απάντηση ήρθε αναπάντεχα έξω από το κλουβί. Ένας πίθηκος που κρεμόταν απ’ τα κάγκελα πήδηξε μπροστά μου και με το χέρι του μου έδειξε την ταμπέλα που δεν μπορούσα να διαβάσω.

«Τι γράφει;» τον ρώτησα. Άκου τώρα!

Ο πίθηκος ξεράθηκε στα γέλια. Ύστερα, έπιασε τα αχαμνά του. Παρά την προσβλητική του χειρονομία αποφάσισα να συνεχίσω την κουβέντα μαζί του επειδή ήταν ο μόνος με τον οποίο μπορούσα να μιλήσω.

«Γιατί γελάς, ηλίθιε, σε ρώτησα τι γράφει» του φώναξα οργισμένος.

Ο έκφυλος συνομιλητής μου πλησίασε, έπιασε το πουλί του και κατούρησε εκτοξεύοντας το κάτουρό του πάνω μου. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

«Ουστ, ρε! Ποιος είσαι εσύ, ρε, που θα…»

Ο πίθηκος σήκωσε από το έδαφος την ταμπέλα και την κόλλησε στο στήθος του. Τώρα, με κοιτούσε με βλέμμα γεμάτο οίκτο.

«Κατάλαβα, είσαι ο Τομτόμ, ο πίθηκος μακάκα. Ώστε, εσύ ήσουν μαντρωμένος εδώ μέσα πριν από μένα, ε;»

Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Ναι, αυτός ήταν.

«Κι εγώ ποιος είμαι, τι είμαι, μήπως μπορείς να μου διαβάσεις την ταμπέλα;»

Ο πίθηκος Τομτόμ, με απίστευτη ευκολία, ξεβίδωσε τις βίδες που συγκρατούσαν την ταμπέλα, την πήρε στα χέρια του και την έστρεψε προς το μέρος μου. Την διάβασα φωναχτά. «Μήτσος. Ο πίθηκος Μαλάκας». Ο Τομτόμ γέλασε τόσο που η ταμπέλα του έπεσε από τα χέρια.

«Και τι θα μου κάνουν, ξέρεις;»

Γέλασε πάλι. Δυνατά. Περιπαιχτικά. Στο βλέμμα του διέκρινα μια σαρδόνια λάμψη. Κι έπιασε ξανά τ’ αχαμνά του. Με το ένα χέρι. Το άλλο το κουνούσε από κάτω με κοφτές οριζόντιες κινήσεις.

«Θα μου τα κόψουν;»

Κούνησε πάλι το κεφάλι του καταφατικά.

«Ω, συμφορά μου! Εσένα γιατί δεν σου τα έκοψαν; Πώς την σκαπουλάρισες;»

Με τον δείκτη του χεριού του μου έδειξε την πόρτα. Τότε μόνο πρόσεξα ότι η πόρτα δεν ήταν σφαλισμένη. Είχε μόνο ένα μάνταλο που άνοιγε από μέσα. Αναθάρρησα κι άγγιξα το μάνταλο ν’ ανοίξω. Ένα γέρικο λιοντάρι έχωσε το μπροστινό του πόδι ανάμεσα απ’ τα κάγκελα. Βρυχήθηκε. Τρόμαξα. Τράβηξα απότομα το χέρι μου από το μάνταλο. Λούφαξα στη μέσα μεριά. Τώρα ήξερα ποιος ήμουν. Ο Μήτσος, ο πίθηκος Μαλάκας, εγκλωβισμένος σ’ ένα κλουβί με το μάνταλο ξεκλείδωτο. Και τώρα… να μείνω ή να φύγω; Έξω, το γέρικο λιοντάρι βρυχάται ακόμη.

Σηκώνομαι και το πλησιάζω. Με φωνή που πνιγόταν στο λαρύγγι μου βρυχήθηκα κι εγώ στα μούτρα του μπροστά. Ο πίθηκος Τομτόμ μου άπλωσε το χέρι. «Έλα» σαν να μου είπε. Τότε σηκώνω το μάνταλο, ανοίγω την πόρτα και…

Ξύπνησα κολυμπώντας στον ιδρώτα μου. Πιάνω τα αχαμνά μου, τα βρίσκω στη θέση τους. Βάζω τα γέλια. Γέλια δυνατά, περιπαιχτικά που φτύνουν στον απέναντι καθρέφτη σαρδόνιες λάμψεις. Ύστερα κάθομαι ανακούρκουδα και ξεφυσάω μια ανάσα βαθειά. Μονολογώ φωναχτά.

Όχι, που θα κάτσω εγώ να μου κόψουν τ’ αρχίδια… Ένα μάνταλο ανάμεσα σε μένα και την ελευθερία μου είναι μόνο. Αρκεί να το δω, να το πιάσω στα χέρια μου. Αρκεί να τολμήσω.

 

karalitsa2@gmail.com