«Πού το πας» τον ρώτησα.
«Το πήγα στον παπά να το διαβάσει υπέρ υγείας και μακροημέρευσης του πρωθυπουργού μας γιατί αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη για όλα αυτά τα pass που αβέρτα μου προσφέρει για να βελτιώσει την ζωή μου. Και τώρα το πάω στο Μέγαρο Μαξίμου να φάει αυτός και οι υπουργοί του και να λάβουν την ευλογία».
Σήμερα ξανασυνάντησα στο δρόμο μου τον Μήτσο με μπαταρισμένο χέρι.
«Τι έπαθες» τον ρώτησα.
«Θυμάσαι που πήγα το πρόσφορο στο Μέγαρο Μαξίμου; Ε, καθώς μπήκα και με είδανε να το βαστώ στα χέρια, πέσανε πάνω μου σαν τα κοράκια. Άλλος τραβούσε, άλλος δάγκωνε κι άλλος ρευόταν και μασούλαγε. Κι όταν δεν έμεινε ούτε ψίχουλο στα χέρια μου, μου δάγκωναν τα δάχτυλα. Τρία δάκτυλα μου έφαγαν από το ένα χέρι που ήταν ελεύθερο, γιατί το άλλο το τραβούσε ένας μπάτσος να με πετάξει έξω. Και φώναζαν και έβριζαν, έτσι μπουκωμένοι καθώς ήταν, γιατί τα δάκτυλά μου αιμορραγούσαν κι όπως έτρεχε το αίμα μου, λέρωνε το χαλί τους».
Εκεί, δάκρυσε ο Μήτσος. Ύστερα έφυγε με τη ράχη κυρτή, και τους ώμους πεσμένους.
Α, ρε Μήτσο, να πω πως σε λυπάμαι, ψέματα θα πω. Εσύ, το λεβεντόπαιδο της γειτονιάς που έστυβες την πέτρα, τώρα να ψαρεύεις στα ρηχά voucher και pass για να τσοντάρεις κοφτές ανάσες στην ζωή σου… Ξεφτίλα ρε Μητσάρα!
Πρόπερσι τέτοιο καιρό, έταζε ο αυτοθαυμαζόμενος στο γιο σου 150 ευρώ να πάει διακοπές αν έκανε το μπόλι. Freedom Pass το έλεγε. Ωραία κουδούνιζε στ’ αυτιά σου ο ήχος των λέξεων, χάρηκες κι ένιωσες ευγνωμοσύνη. Μα όταν κατάλαβες ότι τα νέα παιδιά άρχισαν σποραδικά μα ξαφνικά να πέφτουν σαν κοτόπουλα, σφίχτηκε το φυλλοκάρδι σου. Αλλά, μπα… δεν συνδέεται, δεν μπορεί να συνδέεται, απεφάνθης. Αφού οι άριστοι που προσκυνάς, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση για τους παραπανίσιους θανάτους. Ούτε για να μερέψουν τους φόβους, τις αγωνίες σου. Οπότε, είπες κι εσύ, δεν συνδέεται το θανατικό.
Πίστευε και μη ερεύνα σου φωνάζουν. Πίστευε γενικά, σε όλα όσα σου λέμε. Πίστευε και βγάζε τον σκασμό! Ύστερα, σε χτυπούν παρηγορητικά στην πλάτη και σου αμολάνε μπρος στα πόδια σου ένα τσουβάλι pass. Πάρε για ηλεκτρικές συσκευές, πάρε για διακοπές, πάρε για βενζίνη, πάρε για ρεύμα, πάρε για super market. Πάρε για να χαρείς που στεκόμαστε στο πλευρό σου. Πάρε για να αισθάνεσαι ευγνώμων, να προσεύχεσαι για την μακροημέρευση της κυβέρνησής μας. Πάρε και μην σκέφτεσαι, μην αντιδράς!
Κακόμοιρε Μητσάρα, κι ούτε που σου περνάει απ’ το νου πως όλα τα καρτέλ και τα λαμόγια που λυμαίνονται τη χώρα σου, αυτοί που τρώνε τα λεφτά σου, ποτέ δεν θα χορτάσουν όσο εσύ κρατάς στα χέρια πρόσφορο να τους ταΐσεις. Θα σου τρώνε πάντα το πρόσφορο και τα δάκτυλα μαζί. Κι ύστερα θα σου πετάνε στα ποδάρια κανένα pass πληρωμένο από την τσέπη σου, έτσι, για την ευγνωμοσύνη. Τη δική σου. Και για τη δική τους μακροημέρευση.
Α, ρε Μητσάρα και πώς μου έρχεται ο Νταλάρας τώρα στο μυαλό…
«Όταν κοιμάσαι άλλος γράφει Ιστορία και κάποιος παίζει τη δική σου την ζωή…»
Κι ωστόσο εσύ, ρε Μήτσο, συνεχίζεις να βαδίζεις κυκλικά το ίδιο μονοπάτι μιας ζωής που δεν ορίζεις. Ματώνεις, σπαράζεις, βρίζεις, κλαίγεσαι, και τους ψηφίζεις ξανά. Κι άντε πάλι τα ίδια…
Α, να μου χαθείς, ξεφτίλα Μήτσο.
karalitsa2@gmail.com