ΛΙΤΣΑ ΚΑΡΑΜΠΙΝΗ

Πόλη τραβεστί

Π
αραμονή Χριστουγέννων, η μέρα των γενεθλίων της. Γίνεται σαράντα χρονών. Γεννήθηκε πριν πενήντα εφτά χρόνια από πατέρα στρατιωτικό και μάνα δασκάλα.

Ήταν και τότε παραμονή Χριστουγέννων. Η οικογένεια, όπως κάθε χρονιά, στόλιζε όλη μαζί το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ο δεκαεπτάχρονος Ζήσης, έβαλε στην κορυφή του δέντρου ένα αγγελάκι, στο σημείο ακριβώς όπου κάθε χρόνο έβαζε το αστέρι. Ανέβηκε σε μια καρέκλα, έβαλε το αγγελάκι κατακόρυφα στο πάνω κλαρί και, καθώς πήδηξε να κατεβεί, έπεσε, χτύπησε, έβαλε τα κλάματα.

«Οι άντρες δεν κλαίνε», του είπε αυστηρά ο πατέρας του.

Δεν είμαι άντρας, γυναίκα είμαι. Γιατί κάνετε πως δεν το βλέπετε;»

Έτσι, τέλειωσε η δεκαεπτάχρονη κάλπικη ζωή του. Και ο χρόνος άρχισε να μετράει από την επόμενη στιγμή, όταν ο πατέρας τον πέταξε στο δρόμο. Με μπουνιές, με κλωτσιές, με λέξεις σκληρές, άγριες. Ξοπίσω του πέταξε και το χριστουγεννιάτικο δέντρο μαζί με το γυάλινο αγγελάκι. Το σώμα του πονούσε από το ξύλο. Η ψυχή του αιμορραγούσε. Καθώς έφευγε, ένα διερχόμενο αυτοκίνητο πάτησε με την μπροστινή του ρόδα το αγγελάκι, το έκανε θρύψαλα. Το είχε αγοράσει με το χαρτζιλίκι του, μπορούσε να το είχε μαζέψει απ’ το δρόμο, δεν το σκέφτηκε. Το άφησε πίσω του μαζί με τα ουρλιαχτά της μάνας.

Παραμονή Χριστουγέννων και σήμερα. Καθώς διασχίζει το πάρκο της πόλης, τη βλέπεις να λικνίζεται περπατώντας πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες της. Τα βήματά της ασταθή, αβέβαια, σαν να ψάχνει το δρόμο της. Ένας βήχας ξερός, κοφτός της κόβει την ανάσα. Με κόπο πλησιάζει το κοντινότερο παγκάκι. Κάθεται. Πετάει κάτω την τσάντα της. Με την ανάποδη του χεριού της σκουπίζει τον ιδρώτα της.

Αν την προσέξεις από κοντά, είναι ακόμη όμορφη, μ’ αυτή την τραχιά ομορφιά μιας τραβεστί. Πενήντα εφτά χρονών, άσε να μετράει εκείνη μόνο τα σαράντα. Ούτε νέα, ούτε γριά. Ούτε άντρας, ούτε γυναίκα. Ούτε ανέντιμη, ούτε έντιμη. Άγρα πελατών. Προσβολή της δημόσιας αιδούς. Μπάτσοι, ξύλο, κρατητήρια. Αλλόκοτη, διαφορετική από τους άλλους πολίτες της πόλης.

Ανάμεσα σε δυο δύσκολες ανάσες κοιτάζει ψηλά και χαμογελάει. Ύστερα, κοιτάζει την τσάντα που πέταξε κατά γης. Δεν έχει τη δύναμη να την σηκώσει.

Σκέφτεται. Αναδουλειές. Τι γίνεται, ο κόσμος δεν ξενοπηδάει; Οι νοικοκυραίοι πηδάνε τώρα μόνο τις γυναίκες τους; Φαίνεται, η φτώχια τους μάντρωσε στα σπίτια να τις δέρνουν, να τις βρίζουν, να τις πηδάνε και ν’ ασχολούνται με την τάξη των επιβεβλημένων πραγμάτων. Τους ξέρει καλά όλους αυτούς. Τους ξέρει έναν έναν με το μικρό του ψευδώνυμο. Νοικοκυραίοι όλοι τους. Νοικοκυραίοι σε πανικό. Πιόνια που τρώνε ο ένας τον άλλο.

Εκείνη, μια ζωή στους δρόμους. Εγκλωβισμένη σ’ ένα σώμα αντρικό. Κι επειδή από τα δεκαεφτά της χρόνια είχε την εντιμότητα να το φωνάξει, την τιμωρούν μ’ έναν ιδιότυπο πόλεμο. Κοινωνικό, ανήθικο. Την πέταξαν σαν άδειο σακί απ’ την αγέλη τους, σαν ένα τίποτα. Τώρα η αγέλη τους ολόκληρη είναι ένα τίποτα μπροστά στην εξουσία του παγκόσμιου χρήματος που κι αυτό είναι ένα τίποτα. Χρήμα δίχως αντίκρισμα.

Κι έτσι, χριστουγεννιάτικα, μοιάζει και η πόλη τραβεστί, με μπιχλιμπίδια πολύχρωμα στολισμένη, που καλύπτουν επιδέξια τις κακοφορμισμένες πληγές της φτώχιας, της μοναξιάς, του ατέλειωτου φόβου. Πόλη τραβεστί, δρόμοι στολισμένοι, μαγαζιά, λουκέτα, ανάσες κοφτές, δύσκολες, πόνος, αγωνία πασπαλισμένη με ζάχαρη άχνη. Χριστούγεννα, γενέθλια, το γυάλινο αγγελάκι…

Το αγγελάκι, μπροστά της, ολοζώντανο, συναρμολογημένο… Πώς;

Ανασαίνει όλο και πιο βαριά. Ανάβει τσιγάρο με χέρια που τρέμουν. Κακώς. Γιατί κακώς; Ποιο είναι το καλό, ποιο το κακό; Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα; Το αγγελάκι πλησιάζει. Το τσιγάρο της πέφτει απ’ το χέρι.

Μπροστά της μια αγκαλιά ανοιχτή. Μα πώς να γείρει σε μια αγκαλιά που δεν είναι ασελγής! Λαχταράει, διστάζει, ντρέπεται. Ωστόσο, με την τελευταία της ανάσα, αφήνεται στην αγκαλιά του γυάλινου αγγέλου.

Ένα μεσόκοπο ζευγάρι που έχει βγάλει τον σκύλο του βόλτα πλησιάζει το σημείο όπου μια γυναίκα κείτεται νεκρή. Η σύζυγος βάζει τις φωνές «βοήθεια, βοήθεια… μια γυναίκα κάτι έπαθε», ο σκύλος γαβγίζει, ο σύζυγος λέει «α, η Ζιζή είναι, πάμε να φύγουμε».

«Την ξέρεις, να φωνάξουμε το 100».

«Εγώ, όχι… πού να την ξέρω… δηλαδή, όλοι την ξέρουν, τραβεστί είναι…»

Ο σκύλος γαβγίζει το αφεντικό. Γαβγίζει λυσσασμένα. Μαζεύονται και άλλοι.

Κάποιοι καλούν ασθενοφόρο. Η σειρήνα ακούγεται από μακριά. Νυχτώνει. Τα λαμπιόνια ανάβουν Οι νοικοκυραίοι στα σπίτια τους. Η πόλη βυθίζεται στη λάμψη της ψευδαίσθησης.

Η πόλη, η τραβεστί…

 

karalitsa2@gmail.com