Και πώς να μην είναι άλλωστε, αφού ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται και θα συνεχίσει να μειώνεται σημαντικά, σύμφωνα με όλα τα σενάρια των δημογραφικών προβολών, ενώ οι προκλήσεις του δημογραφικού αφορούν από το ασφαλιστικό σύστημα, την κοινωνική πρόνοια, τις εργασιακές και εκπαιδευτικές πολιτικές ως την άμυνα και ασφάλεια της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, το 2050 ο πληθυσμός της χώρας υπολογίζεται ανάμεσα στα 10 εκατ., σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο, και τα 8,3 εκατ. στο πιο απαισιόδοξο. Με βάση το ενδιάμεσο σενάριο θα είμαστε 8,8 εκατ.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απαντήσεις σε άλλες σχετικές ερωτήσεις. Για παράδειγμα θα θέλαμε περισσότερα παιδιά από αυτά που δηλώσαμε ότι έχουμε, κυρίως από 3 παιδιά και πάνω. Και γιατί δεν τα κάνουμε; Κυρίως λόγω οικονομικών δυσκολιών και οικονομικής ανασφάλειας και δευτερευόντως εξαιτίας διαφορετικών προτεραιοτήτων των ζευγαριών.
Αλλά και αν οι οικονομικές δυσκολίες αμβλυνθούν και ενισχυθούν τα εισοδήματα των ζευγαριών, μέσω γενναιόδωρων οικονομικών πολιτικών ή βελτίωσης της μακροοικονομικής κατάστασης της χώρας, θα έχουμε αύξηση των γεννήσεων; Και θα είναι αυτή μια ικανή συνθήκη για να ανατρέψει τις δυσοίωνες προοπτικές για την πληθυσμιακή μας εξέλιξη ως χώρα;
Η απάντηση είναι απλή και δυστυχώς όχι ευχάριστη με τις ρίζες του προβλήματος να είναι χρονικά πιο βαθιές. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς τον δείκτη διαγενεακής γονιμότητας θα διαπιστώσει ότι από το τη γενιά του 1940 γεννιούνται κάτα μ.ό. λιγότερα από 2,1 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας. Αυτός είναι ο κρίσιμος αριθμός για να παραμείνει ο πληθυσμός μιας χώρας σταθερός –να έχουμε την ανανέωση των γενεών– εάν δεν αλλάξει το προσδόκιμο ζωής και οι μεταναστευτικές ροές. Δηλαδή, εάν δεν επηρεαστούν οι άλλες δύο δημογραφικές συνιστώσες, πέραν των γεννήσεων, που είναι οι θάνατοι και η μετανάστευση. Έτσι από το 1940 και μέχρι το 1978, καμία ελληνική γενιά δεν αναπληρώθηκε και από τη γενιά του 1960 και μετά ξεκίνησε μια προοδευτική μα απρόσκοπτη μείωση της γονιμότητας, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Αλλά και εάν προσέξει κανείς, αυτό που οι δημογράφοι αποκαλούν στιγμιαίο δείκτη γονιμότητας, θα διαπιστώσει ότι από το έτος 1987 η Ελλάδα έχει πέσει κάτω από ένα ακόμα διακριτό σημείο που είναι το 1,5 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας. Δηλαδή για πάνω από 30 χρόνια (!) βρίσκεται στην παγίδα χαμηλής γονιμότητας, όπου ο πληθυσμός μιας χώρας μειώνεται στο μισό στα 65 χρόνια ceteris paribus. Και σημειωτέον, για κάποια χρονικά διαστήματα, όπως το 1995-2003 έχουμε ξεπεράσει και ένα ακόμα διακριτό σημείο που είναι το 1,3 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, με τον πληθυσμό να μειώνεται στο μισό στα 44 χρόνια.
Μάλιστα η κατάρρευση των δεικτών γονιμότητας έχει και περιφερειακή διάσταση. Σε ελάχιστες περιφέρειες της χώρας οι γεννήσεις υπερτερούν των θανάτων, έχουμε δηλαδή το φυσικό ισοζύγιο να είναι θετικό. Για την ακρίβεια 12 στις 74, ενώ οι διαφοροποιήσεις είναι εντονότερες εάν δει κανείς τους δήμους, 56 μόνο από τους 325. Αλλά και εάν κανείς επιχειρήσει ένα ευρωπαϊκό δημογραφικό benchmarking θα διαπιστώσει ότι έχουμε τη μεγαλύτερη διάμεση ηλικία στον πληθυσμό 46,1 έτη, μετά την Ιταλία και Πορτογαλία (48 και 46,8 αντίστοιχα – μ.ό. Ε.Ε.-27 στα 44,4 έτη) και τον υψηλότερο δείκτη γήρανσης 165,7 έναντι 187,3 και 185,2 των ιδίων κατά σειρά χωρών, με μια Ευρώπη να γερνά εν συνόλω (140,7 ο μ.ό. Ε.Ε.-27). Επιπλέον, 4 στις 20 περιοχές της Ε.Ε.-27 με τις πιο ακραίες τιμές του δείκτη γονιμότητας βρίσκονται στην Ελλάδα (Φωκίδα, Ευρυτανία, Ροδόπη και Φθιώτιδα).
Πιθανότατα όλα αυτά και άλλα πολλά είναι γνωστά στους αναγνώστες, πολλώ δε μάλλον στο νεοσύστατο Υπουργείο Οικογενειακής Πολιτικής που έχει μπροστά του δύσκολα και ζωτικής σημασίας ζητήματα να αντιμετωπίσει. Μάλιστα, χωρίς άμεσο μετρήσιμο αποτέλεσμα, καθότι η ανάσχεση των τάσεων θα χρειαστεί πολιτικές που η απόδοσή τους θα είναι μάλλον σχετικά μικρή και μακροχρόνια ξεπερνώντας αρκετούς εκλογικούς κύκλους.
Σίγουρα όμως οι πολιτικές που θα εφαρμοστούν θα πρέπει να ακολουθούν τις σύγχρονες τάσεις οικογενειακής πολιτικής, που προτάσσουν την εναρμόνιση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, δημιουργώντας σε αμφότερες θετικά περιβάλλοντα, που ενισχύουν την ισότιμη χωρίς διακρίσεις συμμετοχή γυναικών, νεών και ώριμων ηλικιακά ατόμων στην αγορά εργασίας, ώστε να αυξηθεί ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός (άτομα ηλικίας 20-69 που δύνανται να εργαστούν).
Πολιτικές που βελτιώνουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων με την καλλιέργεια νέων δεξιοτήτων, που έχουμε ιδιαίτερη ανάγκη στην χώρα μας, αφού σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό δείκτη δεξιοτήτων είμαστε τελευταίοι στη ΕΕ ως προς τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού. Αλλά και της παροχής ποιοτικής προσχολικής αγωγής και μέριμνας, που είναι η πιο παραμελημένη βαθμίδα εκπαίδευσης στην Ελλάδα με την μεγαλύτερη απόδοση για ένα κράτος.
Βέβαια πέραν των δημόσιων πολιτικών πρέπει να δούμε τι μπορεί να κάνει ο καθένας και η καθεμία μας μεμονωμένα, συνειδητοποιώντας ότι το παραδοσιακό γραμμικό μοντέλο ζωής των τριών φάσεων –εκπαίδευση, καριέρα, συνταξιοδότηση– έχει παρέλθει οριστικά, ενώ τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα έχουν 50% πιθανότητα να φτάσουν στην ηλικία των 105 χρόνων, όπως γράφουν οι καθηγητές Λίντα Γκράτον και Άντριου Σκοτ στο βιβλίο τους «Ο Γρίφος των 100 ετών». Άρα και σε προσωπικό επίπεδο θα χρειαστεί να επανεπινοήσουμε αρκετές φορές των εαυτό μας, να βγούμε από την ζώνη άνεσης (comfort zone) και να πειραματιστούμε στην διάρκεια του μακρύ βίου μας.
Η Φαίη Μακαντάση είναι Επικεφαλής Ερευνών του ανεξάρτητου, μη-κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισμού “διαΝΕΟσις”