«Χαμός θα γίνει» είπε ο Θανάσης ρουφώντας τον καφέ του. «Τόσοι που είμαστε, να δω πώς θα μοιράσουμε τα τριάντα τετραγωνικά σπίτι που άφησε ο παππούς».
Καθόμασταν στο μπροστινό δωμάτιο, στο ντιβάνι, απέναντι από το τζάκι που ήταν σβηστό όπως ακριβώς και η ζωή απ’ το κουφάρι του παππού. Καθώς το μοιράδι της κληρονομιάς καθόλου δεν με νοιάζει, το βλέμμα μου σκάλωσε στον τοίχο πάνω από το τζάκι όπου είναι χρόνια τώρα κρεμασμένο ένα κεφάλι-θήραμα. Αλλά όχι, είναι κεφάλι από κριάρι, άρα δεν είναι θήραμα. Ζώο οικόσιτο. Ποιος να ξέρει γιατί το επιτοίχισε ο παππούς! Τι συμβόλιζε για κείνον, τι του θύμιζε, τι προσδοκίες του γεννούσε!
«Καλλίτερα να το πουλήσουμε και να μοιραστούμε τα λεφτά» είπε πάλι ο Θανάσης, προφανώς για να τσιγκλήσει την προσοχή μου.
«Άμα τα καταφέρετε να συνεννοηθείτε, να βρείτε αγοραστή, να το πουλήσετε, τότε μοιραστείτε τα κι εμένα μην με λογαριάζετε. Αλλά να ξέρεις, ούτε όσα λεφτά ξόδεψες σε καύσιμο για να έρθεις από την Αθήνα δεν σου αναλογούν. Εγώ, για το δικό μου μερδικό, θέλω να πάρω εκείνο το κεφάλι».
Ο Θανάσης γέλασε. Περιπαιχτικά ή ανακουφιστικά, αδιάφορο.
«Και τι θα το κάνεις, ρε Γιάννη, το κεφάλι;»
«Τι να σου πω, δεν ξέρω. Ξέρω όμως πως το θέλω».
Ο Θανάσης σηκώθηκε απ’ το ντιβάνι, πήρε μαζί και τον καφέ του κι έπιασε ψιλοκουβέντα μ’ έναν άλλο ξάδελφο. Εγώ κοιτούσα ακόμη το κεφάλι-οικόσιτο. Το τρίχωμα μαδημένο εδώ κι εκεί από την τριβή των χρόνων που πέρασαν, ξέθωρο και μουντό. Τα μεγάλα στριφτά κέρατα, εξόφθαλμα ακίνδυνα πια με στρογγυλεμένες τις άλλοτε αιχμηρές τους άκρες. Το στόμα ελαφρώς μισάνοιχτο σ’ ένα μίζερο, αποξηραμένο χαμόγελο. Μόνο οι μικρές γυάλινες μπαλίτσες στη θέση των ματιών μπορούν ακόμη να λάμπουν στην αντανάκλαση του φωτός της λάμπας που κρέμεται απ’ το ταβάνι.
Στην κάμαρη σιγή νεκρική. Στον τοίχο, πάνω από το τζάκι, βλέπω ακόμη το… όχι… τώρα βλέπω ξεκάθαρα επιτοιχισμένο το δικό μου κεφάλι. Οι τρίχες της κεφαλής μου κατσιασμένες, μαδημένες εδώ κι εκεί. Το πάθος μου για ζωή, η περηφάνια μου, τα οράματά μου με στρογγυλεμένες τις άλλοτε αιχμηρές τους άκρες. Το τραγούδι μου, ο λόγος μου, η κραυγή μου, φιμωμένα κάτω από ένα μίζερο αποξηραμένο χαμόγελο που δεν μοιάζει να είναι δικό μου. Κι ύστερα, οι μικρές γυάλινες μπαλίτσες που καλύπτουν τα μάτια μου αντανακλούν το φως, ένα ξένο για μένα φως, που κρέμεται από ένα αδιάφορο για μένα ταβάνι.
Μια γριούλα με χτύπησε στην πλάτη. «Μην κλαις καμάρι μου, μεγάλος άνθρωπος ήταν ο παππούς σου» είπε.
«Ναι, το ξέρω» είπα, αλλά συνέχισα να κλαίω.
Κατά τη διάρκεια που ο παππάς έψελνε τον παππού, αλλά και όλο το επόμενο διάστημα, το μυαλό μου μια σκέψη τριβέλιζε. Τι συμβόλιζε για τον παππού το κεφάλι-οικόσιτο, τι αναμνήσεις ή προσδοκίες του γεννούσε; Η ανάγκη να βρω μια απάντηση έμοιαζε τόσο επιτακτική που μετά την ταφή παράτησα το λιγοστό συγγενολόι μου στο καφενείο του χωριού κι έφυγα. Πριν φύγω πέρασα από το σπίτι του παππού ξεκρέμασα το κεφάλι-οικόσιτο και το φόρτωσα στο πορτμπαγκάζ.
Έφτασα στην Αθήνα περασμένα μεσάνυχτα κι ωστόσο ακόμη απάντηση δεν βρήκα για την απορία που μου τριβέλιζε το νου. Αλλά, κείνο το πράμα, ήθελα πραγματικά να το πάρω ως κληροδότημα στο σπίτι μου; Ούτε κι αυτό το ήξερα.
Έπιασα τη Μεσογείων, ακολούθησα τη Μαραθώνος κι από κει βρέθηκα σε μια παραλία. Τώρα δεν θυμάμαι να πω σε ποια ακριβώς παραλία, γιατί νομίζω πως δεν οδηγούσα εγώ. Οδηγούσε το κεφάλι-οικόσιτο κι εγώ δίπλα του λαγοκοιμόμουν.
Φτάσαμε σε μια έρημη από κόσμο παραλία. Άνοιξα το ραδιόφωνο στη διαπασών.
Η φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
« Άκου ρε γιε της καλογριάς, ο φίλος σου είμαι ο Πανουριάς και το δεξί σου χέρι…»
Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και πήρα από το πορτμπαγκάζ το κεφάλι-οικόσιτο. Καθίσαμε στην άμμο, εκεί, στην άκρη που σκάει το κύμα. Το κεφάλι-οικόσιτο κύλισε στα πόδια μου, σήκωσε ψηλά τα κέρατά του που τώρα κάτω από το φως του φεγγαριού έμοιαζαν πιο στιλπνά και με κοίταξε επίμονα στα μάτια. Κι οι γυάλινες χαντρούλες στη θέση των ματιών, κι εκείνες, έμοιαζαν με μάτια ζωντανά. Και… ρε φίλε, δεν θα το πιστέψεις, από τα μάτια έσταζαν δυο κόμποι δάκρυα!
«Κλαίς;» Ρώτησα σαστισμένος.
«Ναι, πάντα κλαίγαμε όταν με το γέρο ακούγαμε τούτο το τραγούδι».
«Γιατί;»
«Γιατί, κι οι δυο μας, ποτέ δεν τολμήσαμε να φύγουμε απ’ το μαντρί. Γιατί, χρόνια τώρα, το απολίθωμα της κεφαλής μας κοσμούσε ξένα ντουβάρια. Γιατί, πριν από μας, υπήρξε ένας Καραϊσκάκης που είπε σ’ ένα γράμμα του κείνα όλα που λέει και το τραγούδι, και που δεν τολμήσαμε ποτέ εμείς να πούμε.
«Τότε, γιατί ο παππούς με το δικό σου κεφάλι, στόλισε τον τοίχο πάνω από το τζάκι του;»
«Γιατί έτσι ήξερε πως ήταν η τάξη των πραγμάτων. Αλλά πάντα ονειρευόταν, ένας απόγονός του, κάποτε να με αποκαθηλώσει και να… Δεν βαριέσαι, έτσι κι έγινα το κληροδότημά του. ‘Κάποιος απ’ τους άχρηστους’, μου έλεγε πάντα, ¨θα σε ξεκρεμάσει από κει και θα λευτερωθείς¨. Αλήθεια, τώρα τι σκοπεύεις να με κάνεις;»
«Εσύ τι θέλεις να σε κάνω;»
«Θέλω να ταξιδέψω, να φύγω μακριά, μέχρι τ’ απομεινάρια μου να γίνουν ένα με το αρχέγονο υλικό».
Η φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου ραπίζει ακόμη την αύρα της θάλασσας.
«Λένε για μένα τα καρακόλια, άκου τι λένε να μη γαμεί, άκου κι εσύ βρε Θοδωρή…»
Το κεφάλι-οικόσιτο έχει και πάλι το βλέμμα στραμμένο επάνω μου. Σχεδόν εκλιπαρεί.
«Κολύμπι ξέρεις;» του λέω.
«Ξέρω. Και χωρίς μπρατσάκια».
Του χαϊδεύω τρυφερά το μέτωπο. «Καλό σου ταξίδι λοιπόν» του λέω. Και το πετάω στη θάλασσα.
Καθώς τα κύματα παίρνουν στο αέναο ταξίδι τους το τραγίσιο κεφάλι, τον παφλασμό της θάλασσας σκεπάζει ακόμη το τραγούδι που φτάνει στο τέλος του. Ξάφνου, χάνεται η φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Τώρα τραγουδάει ο παππούς.
«Όταν γυρίσω θα τους γαμήσω, και αν αργήσω δώστους κι αυτό είναι τ’ αρχίδια μου τα δυο».
Ο νους μου τρέχει πίσω, στον Καραϊσκάκη. Αυτά ακριβώς τα λόγια έγραψε σ’ επιστολή προς τους πολιτικάντηδες της τότε εξουσίας. Α, ρε ήρωα, και πού να ήσουν τώρα! Πού να μας έβλεπες τώρα με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, με τα κεφάλια να κοσμούν ξένα ντουβάρια…
Κοιτάζω ψηλά στον ουρανό. Το φεγγάρι χάσκει ανάμεσα στα σύννεφα.
«Καλό σου ταξίδι παππού… κι έννοια σου… έρχεται τώρα καινούρια γενιά, να, την βλέπω στους δρόμους. Γενιά αλλιώτικη από σένα… αλλιώτικη από μένα…»
karalitsa2@gmail.com