ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ

Οι ευρωεκλογές θα δώσουν το «χρίσμα» του βασικού αντιπάλου της Νέας Δημοκρατίας

Τ
ο ιστορικό θεμέλιο του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος είναι η διάκριση μεταξύ μιας πλειοψηφίας που στηρίζει την εκάστοτε κυβέρνηση και μιας μειοψηφίας που την ελέγχει, παράλληλα με την ύπαρξη της δυνατότητας εναλλαγής ρόλων των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων μετά από εκλογές.

Αν η εναλλαγή ρόλων δεν επιτρέπεται, όπως π.χ. στην πρώην Ανατολική Γερμανία όπου από το 1949 ως το 1989 διεξάγονταν εκλογές με προκαθορισμένη ποσόστωση εδρών για τα κόμματα (δηλ. με δεδομένη την πλειοψηφία του πάλαι ποτέ κομμουνιστικού κόμματος και με τα δορυφορικά του κομματίδια να λαμβάνουν κι εκείνα κάποιες έδρες για διακοσμητικούς λόγους στο «Λαϊκό Κοινοβούλιο»), τότε δεν υπάρχει κοινοβουλευτισμός αλλά διακωμώδωσή του.

Αν η εναλλαγή ρόλων θεσμικά επιτρέπεται, αλλά πολιτικά καθίσταται ανέφικτη, π.χ. επειδή απέναντι στο εκλογικά ισχυρό κυβερνών κόμμα βρίσκεται μια κατακερματισμένη αντιπολίτευση, τότε το κοινοβουλευτικό πολίτευμα δυσλειτουργεί, διότι η κυβέρνηση δεν αισθάνεται να απειλείται από κανέναν και έτσι μπορεί να παρεκτραπεί σε διάφορα επίπεδα.

Αυτή ακριβώς η δυσλειτουργία παρατηρείται σήμερα στην Ελλάδα, αφού από τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2023 προέκυψε μια ισχυρή κυβέρνηση με 41% των ψήφων και μια αντιπολίτευση θρυμματισμένη σε επτά κόμματα, το μεγαλύτερο από τα οποία βρέθηκε στο 17% και στη συνέχεια διασπάσθηκε κιόλας (με αποτέλεσμα να έχουμε σήμερα οκτώ αντιπολιτευόμενα κόμματα, με αντίστοιχες κοινοβουλευτικές ομάδες).

Σε πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή ο πρώην πρόεδρος της ίδιας της «Νέας Δημοκρατίας» Αντώνης Σαμαράς, τόνισε ότι «δεν είναι καλό που δεν υπάρχει αντιπολίτευση» και πως «η υπερβολική αυτοπεποίθηση μπορεί να κάνει την κυβέρνηση να ξεκοπεί από την πραγματικότητα». Οι ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024 προσφέρουν στον ελληνικό λαό τη δυνατότητα να διορθώσει ουσιαστικά το πρόβλημα, δίνοντας σε κάποιο από τα οκτώ αντιπολιτευόμενα κόμματα το άτυπο χρίσμα του κύριου ανταγωνιστή της «Νέας Δημοκρατίας» στην προοπτική των επόμενων εκλογών του 2027.

Στην πραγματικότητα ο μόνος υποψήφιος για να αναλάβει τον κρίσιμο ρόλο του «αντίπαλου δέους» είναι το ΠΑΣΟΚ, αφού μόνο εκείνο διαθέτει τόσο το απαραίτητο οργανωτικό υπόβαθρο (έτσι π.χ. στην εσωκομματική εκλογή η οποία κατέληξε στην ανάδειξη του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του το 2022 ψήφισαν 270.000 πολίτες, έναντι 400.000 στην εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στη «Νέα Δημοκρατία» το 2016 και 140.000 σ’ εκείνη του Στέφανου Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ το 2023), όσο και την αντίστοιχη απήχηση σε μαζικούς χώρους, όπως ιδίως η τοπική αυτοδιοίκηση και ο συνδικαλισμός.

Το ΠΑΣΟΚ άλλωστε καταγράφει μια αργή μεν αλλά σταθερή άνοδο των εκλογικών του ποσοστών, από το 4,7% του Ιανουαρίου 2015 στο 6,3% τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, στο 8,1% το 2019 και στο 11,8% το 2023, σε αντίθεση προς τον ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται σε διαρκή πτώση στο ίδιο διάστημα (από το 36,3% του Ιανουαρίου 2015 στο 17,8% τον Ιούνιο του 2023) και από τις τάξεις του έχουν προέλθει στο μεταξύ τέσσερα (!) άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα (Λαϊκή Ενότητα το 2015, Μέρα 25 το 2019, Πλεύση Ελευθερίας το 2023, Νέα Αριστερά το 2024).

Στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης τουλάχιστον ενάμισι εκατομμύριο πολίτες προερχόμενοι από τον ευρύτερο πολιτικό χώρο της κεντροαριστεράς, μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων, είχαμε αναζητήσει στον ΣΥΡΙΖΑ απαντήσεις για τα κρίσιμα προβλήματα της χώρας, χωρίς να τις βρούμε τελικά. Το ζητούμενο σήμερα είναι να πεισθεί η καθοριστική αυτή μάζα των ψηφοφόρων ότι η χώρα χρειάζεται μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας, ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη της «Νέας Δημοκρατίας». Το ΠΑΣΟΚ, με εμπροσθοφυλακή του μια γενιά νέων και συνεπώς άφθαρτων στελεχών, μας προσφέρει αυτή την εναλλακτική πρόταση, με τη μορφή ενός σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού προγράμματος που συνδυάζει την οικονομική ανάπτυξη με την κοινωνική δικαιοσύνη και την προάσπιση του απειλούμενου κράτους δικαίου. Η ευκαιρία βρίσκεται μπροστά μας.

 

* O κ. Κώστας Χρυσόγονος είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΠΑΣΟΚ, μέλος Π.Σ. ΠΑΣΟΚ, τ. ευρωβουλευτής