Αμ το άλλο! Α, ναι, τώρα το θυμήθηκα. Ο σκύλος… εκείνος ο γεροκοπρίτης που μ’ είχε πάρει στο κατόπι και γλώσσα, ο λυσσάρης, δεν έβαλε μέσα του.
Αν είναι δυνατό! Είχα πιάσει την κουβέντα μ’ ένα αδέσποτο σκυλί και του μιλούσα και μιλούσε κι εκείνο… Θεέ μου, πόσο είχα πιεί!
Νωρίς το απόγευμα έγινε η κηδεία του Ίωνα. Πήγαμε, ο Γιάγκος, ο Θοδωρής κι εγώ. Μετά την ταφή βρεθήκαμε να τα πίνουμε στην ταβέρνα του Μηνά και τα πίναμε ακόμη περασμένα μεσάνυχτα, πόσο περασμένα δεν θυμάμαι. Όταν φύγαμε, οι δυο τους έκοψαν δεξιά ενώ εγώ προσπάθησα να διασχίσω το δρόμο απέναντι. Ναι, αυτό το θυμάμαι. Και το γάβγισμα του σκύλου θυμάμαι την στιγμή ακριβώς που στρίγγλιζαν τα φρένα. Ένα αυτοκίνητο, που, ή εκείνο έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα ή εγώ στεκόμουν και το κοιτούσα αποσβολωμένος στη μέση του δρόμου, λίγο έλειψε να με πάρει από κάτω. Για καλή μου τύχη στην απέναντι μεριά του δρόμου ένας σκύλος γαύγισε τη στιγμή ακριβώς που το αυτοκίνητο πλησίασε επικίνδυνα. Σαν να βγήκα από λήθαργο. Πετάχτηκα, έκανα λίγα παρασάνταλα βήματα προς το απέναντι πεζοδρόμιο. Ο σκύλος μου είχε σώσει τη ζωή.
«Πρόσεχε ρε μαλάκα!» φώναξε ο σκύλος. Ή μήπως ο οδηγός του αυτοκινήτου;
«Εντάξει ρε κόπρο, μη γαβγίζεις… κι έχω μια θολούρα τώρα!»
«Την τύφλα σου έχεις, κακομοίρη». Αυτό σίγουρα το είπε ο σκύλος.
«Όχι, δεν είμαι μεθυσμένος».
«Ναι, όλοι έτσι λέτε. Έχω δει εγώ σαν κι εσένα! Κοίτα μπροστά σου τώρα και προχώρα».
«Εσύ κατά πού πηγαίνεις;»
«Στο πάρκο της πλατείας, κάτω από το ακριανό παγκάκι. Έχει απάγκιο εκεί».
Έσκυψα και του χάιδεψα το κεφάλι. Γύρω απ’ τον λαιμό του ήταν δεμένο ένα κομμάτι σχοινί που η μία άκρη του σερνότανε στο δρόμο.
«Θέλεις να σου το λύσω;»
«Όχι, για να θυμάμαι πόσο επικίνδυνα και ύπουλα πλάσματα είσαστε οι άνθρωποι».
«Γιατί το λες αυτό; Δεν έχεις ακουστά ότι ο σκύλος είναι ο καλλίτερος φίλος του ανθρώπου;»
«Και του σκύλου είναι ο ποντικός που στήνει τη γάτα στο καρτέρι».
«Βέβαια σου χρωστάω τη ζωή μου, αλλά θα το πω. Είσαι ανάγωγος».
«Κι εσύ είσαι βρωμερός. Χρυσάνθεμα, φόβος, λιβάνι, φόβος, οινόπνευμα, φόβος… ουφ αναγούλα… Από κηδεία έρχεσαι;»
«Ναι, ρε κόπρο, χάσαμε τον Ίωνα. Χτες ήταν ζωντανός, σήμερα τον θάψαμε. Καλά που δεν ξέρετε εσείς οι σκύλοι τι θα πει θνητότητα, θάνατος, απώλεια. Ούτε καν υπαρξιακές αναζητήσεις έχετε. Ευτυχώς, κι είναι τόσο μικρή η ζωή σας!»
Ο σκύλος γέλασε γαβγίζοντας γαργαριστά.
«Πιο μικρή απ’ τη δική σου;»
Σειρά μου να γελάσω. «Χα, χα, χα… πόσα χρόνια ζωής νομίζεις πως σου μένουν;»
«Δεν με απασχολεί. Εσένα πόσα χρόνια ζωής νομίζεις πως σου μένουν; Τόσα όσα χτες νόμιζε κι ο Ίωνας!»
«Σκάσε. Θα με πιάσουνε τα κλάματα».
«Για τον Ίωνα που πέθανε ή για τον εαυτό σου;»
«…»
«Καλά το μυρίστηκα εγώ! Ο χρόνος, ο χρόνος που τελειώνει… ο μεγάλος σου φόβος. Τον οσφραίνομαι εγώ τον ανθρώπινο φόβο. Βρωμοκοπάτε φόβο εσείς τα πελώρια ατελή πλάσματα».
«Είσαι αστοιχείωτος. Ο άνθρωπος είναι το τελειότερο πλάσμα της φύσης. Καμία σχέση με τον σκύλο που, όπως και να το κάνουμε, ζει δέκα, δέκα πέντε, άντε κάτι πάρα πάνω χρόνια. Δεν το βλέπεις κι εσύ; Βγάζει μάτι η διαφορά».
«Ενώ ο άνθρωπος που ζει ογδόντα, ενενήντα, εκατό χρόνια, νομίζεις πως ζει περισσότερο! Σε γελάσανε μαλάκα. Μέτρα πρώτα τον βιωμένο χρόνο του φόβου σου, να δεις ποιος ζει περισσότερο. Από την κούνια σας πρεζώνουν με τον φόβο. Ο φόβος της τιμωρίας από τον γονιό, το δάσκαλο, το νόμο, την κοινωνία, το Θεό. Και πάντα ο μέγας φόβος του θανάτου. Ένας φόβος εξουσιάζει τον χρόνο που σας χαρίζεται. Τον κρύβετε στα σκοτεινά υπαρξιακά σας σημεία. Κατασκευάζετε πλαστές ανασφάλειες για να τον διαιωνίσετε. Κι εν τέλει, αφού δεν χαίρεστε τη γεμάτη φόβους ζωή σας, τρέμετε από τον φόβο για το τέλος της. Γι αυτό και ο άνθρωπος δεν είναι ο καλλίτερος φίλος του σκύλου. Γιατί το φίλο πρέπει και να τον εκτιμάς. Καραγκιόζηδες…»
«Ουστ ρε». Χα, χα. Ο σκύλος αναπήδησε.
«Όχι, που δεν φοβάσαι εσύ».
«Φοβάμαι, ναι. Αλλά φοβάμαι μόνο την συγκεκριμένη στιγμή που απειλούμαι. Εκείνο το λίγο, τον ελάχιστο χρόνο ώσπου ν’ αποφασίσω να το βάλω στα πόδια ή να επιτεθώ. Δεν φοβάμαι όμως την στιγμή που κάθομαι ασφαλής κάτω απ’ το παγκάκι μου επειδή την προηγούμενη μέρα σκοτώθηκε ο φίλος μου ο Αζώρ. Δεν κουβαλάω μέσα μου τη διαρκή απειλή του θανάτου. Δεν πηγαίνω σε κηδείες για να κλάψω το θάνατό μου, άνθρωπε υποκριτή!»
«Δηλαδή, εσένα ο θάνατος δεν σε απασχολεί;»
«Με απασχολεί η ζωή, η επιβίωση, η ευχαρίστησή μου. Δεν φτάνει αυτό;»
«Ίσως γιατί έχεις άγνοια της έννοιας του θανάτου».
«Γιατί; Εσύ τι γνωρίζεις γι αυτό;»
Του έριξα το τσουρεκάκι που είχα στην τσέπη μου απ’ την κηδεία, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης που μου έσωσε τη ζωή. Το έφαγε λαίμαργα. Ύστερα είπε «φύγε τώρα θέλω να απολαύσω τον ύπνο μου» και κουλουριάστηκε κάτω απ’ το παγκάκι.
Δεν ξέρω πώς έφτασα σπίτι μου.
Δεν ξέρω αν στ’ αλήθεια μιλούσε ο σκύλος ή ήταν παιχνίδι του μυαλού μου αυτό.
Κι ούτε ξέρω αν έχω τη δύναμη να σκοτώσω τους φόβους μου. Να αγνοήσω εκείνους που με πρεζώνουν κι εξουσιάζουν τη σκέψη μου. Ν’ απαλείψω απ’ το νου μου τη διαρκή απειλή του θανάτου μου.
Ξέρω όμως ότι θα ήθελα να είχα μόνο λίγη από τη σοφία του γεροκοπρίτη.
karalitsa2@gmail.com