ΛΙΤΣΑ ΚΑΡΑΜΠΙΝΗ

Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια…

Π
ότε παραμιλάω, πότε μιλάω με τα έπιπλα, τις γλάστρες, τα σπουργίτια που κουτσουλάνε το παράθυρό μου. Τελευταία, όσο η ζωή ακριβαίνει, τόσο και πιάνω την ψιλοκουβέντα με τα άψυχα του σπιτιού. Προχτές, μιλούσα μ’ ένα λεξικό.

Μιλάνε τα λεξικά; Ναι, μπορεί, καμιά φορά εκεί που έχεις αρχίσει προ πολλού να παραμιλάς εσύ, πολύ θέλει ν’ ακούσεις να μιλάει κι ένα λεξικό; Ιδίως τούτο δω το λεξικό που ούτε ξέρω πώς έφτασε στα χέρια μου και μου τρώει χώρο απ’ το τραπέζι που έχω τα συμπράγκαλα του υπολογιστή. Να το πετάξω… να μην το πετάξω… κι αν δεν το πετάξω τι να το κάνω, κάθε φορά που ψάχνομαι για κάτι, στη μηχανή αναζήτησης της Google το βρίσκω…

Το ζυγίζω στα χέρια μου. Βαρύ. Το ξεφυλλίζω. Το πετάω ανοιχτό πάλι στο τραπέζι. Όπως το κοιτάζω στην επάνω δεξιά σελίδα έχει τη λέξη «μάγκας» και δίπλα αναφέρει ότι μάγκα έλεγαν το άτομο που επεδείκνυε προκλητικά ή επιθετικά τη δύναμή του στον κοινωνικό περίγυρο¨.

Και πως μου βγαίνει ένας ρεμπέτικος νταλκάς…

«Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια τους πάτησε το τρένο,

με μάγκικο σαλπάρανε με ναργιλέ σβησμένο.

Μεγάλωσε ο μπαγλαμάς κι έγινε σαν βαπόρι,

παλιοί καημοί στ’ αμπάρι του στο πουθενά η πλώρη».

Αυτό το τελευταίο, το «στο πουθενά η πλώρη» μου πατάει κάτι σουβλιές… Μα εκείνη ακριβώς την στιγμή ακούω το λεξικό, το άψυχο χάρτινο λεξικό, να μιλάει με μια ψιλή, στριγκιάρικη φωνή και να λέει «1979 Μανώλης Ρασούλης και Νίκος Παπάζογλου».

«Μιλάς κι εσύ;» του λέω έκπληκτος.

«Ναι, αμέ, πώς εσύ παραμιλάς;»

«Ξέρεις κι από τραγούδια;»

«Όλα τα ξέρω, εγκυκλοπαιδικό λεξικό είμαι, μη κοιτάς που εσύ σκέπτεσαι να με πετάξεις. Ανάθεμα στο Google!»

«Κι αφού τα ξέρεις όλα, γιατί τους μάγκες, ρε, τους πάτησε το τραίνο;»

«Δεν τους πάτησε το τραίνο, γιατί δεν υπάρχει τραίνο. Κάθε άνθρωπος με μέσο επίπεδο νοημοσύνης – δεν ξέρω αν συγκαταλέγεσαι κι εσύ σ’ αυτούς – γνωρίζει σήμερα ότι οι μάγκες το κλέψανε το τραίνο, το κλέψανε μαζί μ’ όλο τον πλούτο που είχανε φορτώσει οι χαμάληδες στα βαγόνια αποσκευών του».

«Και πού το πήγαν;»

«Στις Ελβετίες… σε κάτι παραδείσια νησιά…»

«Εκεί που κάποτε έλεγαν ότι θα άνοιγαν τους λογαριασμούς;»

Το λεξικό άρχισε να τραγουδάει παράφωνα το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι…»

«Δεν μου απάντησες, εκεί εννοείς;»

Και πάλι δεν απαντάει. Πετάει στον αέρα, έτσι, στο ξεκούδουνο, λέξεις που κι εγώ ακόμη αισχύνομαι να γράψω.

«Να, είδες, δεν τα ξέρεις όλα γι’ αυτό θα σε πετάξω, τσάμπα μου τρως το χώρο».

«Τι να σου πω ρε χάπατο! Άκου… θ’ άνοιγαν τους λογαριασμούς! Πες, τους άνοιξαν. Σου έστειλαν και στικάκια (εκείνα τα ξεχασμένα σε συρτάρια). Σιγά μην νοιάστηκες. Ύστερα φορτσάρισαν στο φαγοπότι, σου ρούφηξαν και το μεδούλι. Κι εσύ ακόμη τους ίδιους προσκυνάς. Τώρα να σε ρωτήσω ποιος είναι ο καταλληλότερος, τι θα μου πεις; Αμ, καλά σε λένε πρόβατο…»

«Πώς τολμάς, ρε! Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;»

«Χα, χα, χα. Εσύ… που από άνθρωπος με σάρκα και ψυχή, έχεις συρρικνωθεί σε ένα πλήκτρο στον ολοκαίνουριο ηλεκτρονικό σου κόσμο. Ένα πλήκτρο, ένα delete, αυτό που το πατάς και τα σβήνει όλα. Και χάνεσαι, αφανίζεσαι ολοταχώς, delete φίλε, delete. Μόνο εκείνοι που κλέψανε το τραίνο θα επιβιώσουν, εκείνοι και οι μπάτσοι τους».

«Ε, λοιπόν, σιγά, εγώ, ο μόρτης, ο ε ντε λα μαγκιέ ντε Βοτανίκ, μην και φοβηθώ τους μπάτσους!»

«Καλάααα… Ξέρεις ότι παλιά ,οι μπάτσοι, κούρευαν τους μάγκες με την ψιλή και τους έκοβαν και το μισό μουστάκι; Το υπόλοιπο αναγκάζονταν να το ξυρίσουν μόνοι τους και να τους μείνει και η ξεφτίλα. Μεγάλη ξεφτίλα, φίλε μου, το κούρεμα με την ψιλή. Μα να σου ξυρίζουν και το μισό μουστάκι…»

«Εντάξει, αλλά σήμερα οι μπάτσοι πια δεν κάνουν τέτοια».

«Ναι, αλλά οι έξωθεν μπάτσοι; Εκείνοι που περιφρουρούν εκείνους που έκλεψαν το τραίνο; Και μπάτσος, όπως λένε τα κιτάπια μου, το επιβεβαιώνει και ο μεταγενέστερός μου Μπαμπινιώτης, είναι λέξη Τουρκική η οποία σημαίνει φοροεισπράκτορας. Κακομοίρη μου, τι άλλο πια σε περιμένει!»

«Εμένα φοβερίζεις ρε;»

«Ναι. Και τις μαγκιές σου στους μπάτσους να τις πεις».

«Στους μπάτσους… Α, ρε, τι μου θύμισες τώρα! Κείνο το παλιό αδέσποτο μουρμούρικο που τραγουδούσε η Μαριώ στο ¨Περιβόλι τ’ ουρανού,¨ στην Πλάκα, κάπου το ‘69 και σειόταν το μαγαζί συθέμελα. Άκου χαρτοφιλόσοφε το άσμα, άκου το κι ας το ακούσουνε κι οι κλέφτες και οι μπάτσοι τους και τα ολούθε της Γης τα καρακόλια. Κι ύστερα πες μου αν το έχεις ξανακούσει».

«Μπάτσοι και χωροφυλάκοι μας ξυρίσαν το μουστάκι. Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρχίδια».

«…..»

«Παρακαλώ! Δεν το έχεις ακουστά, ε; Και πώς να το ‘χεις, τί κι αν είσαι λεξικό… τώρα που γίνανε του καναπέ κι οι μάγκες… Εκτός κι αν επαναστατήσουνε οι καναπέδες και τουμπάρουνε τους μάγκες και δικάσουνε τους μπάτσους».

«Α, κατάλαβα! Εννοείς, όταν τα πρόβατα θα γίνουν λύκοι και πάρει ο διάολος τους ψεύτες και τους κλέφτες που λυμαίνονται τη χώρα και… Καλά, ξαναπές το μου μετά τις εκλογές!

«Χα, χα, χα, θα σκίσω τις σελίδες μου….»

 

karalitsa2@gmail.com