«Τρέχω στους γιατρούς».
«Κάτι σοβαρό;»
«Δεν ξέρω. Ένας περίεργος πόνος στο στομάχι, σαν κράμπα. Με πιάνει, με αφήνει… με πιάνει, με αφήνει… Μ’ έχει ρημάξει φίλε μου. Άσε και το άλλο! Όταν με πιάνει αυτή η κράμπα, κουλουριάζομαι, ξεραίνομαι στον πόνο. Όταν με αφήνει με πνίγει ένας περίεργος φόβος. Φοβάμαι, φοβάμαι σαν τρελός. Κι όταν σου λέω φοβάμαι, φοβάμαι τα πάντα, σαν να μου αδειάζουν στο μυαλό ένα βυτίο φόβο. Και να φανταστείς πως οι γιατροί τίποτα δεν μου βρίσκουν. Όμως εγώ, Διονύση μου, υποψιάζομαι πως κάτι κακό έχω, όχι μόνο στο στομάχι μου, αλλά και στο μυαλό μου».
«Ρε συ, τώρα που τα λες, τα ίδια ακριβώς συμπτώματα είχε κι ένας άλλος φίλος κι έγινε καλά. Φοβόταν τα πάντα, φοβόταν για τα πάντα και κάθε τόσο να οι κράμπες στο στομάχι. Υπέφερε καιρό, μέχρι που έχασε τη δουλειά του. Από κει και πέρα τον πήρε ο διάολος και τον σήκωσε. Έπιασε πάτο ο άνθρωπος, σου λέω. Ώσπου μια μέρα, εκεί που ήταν αραχτός γιατί τίποτα δεν είχε πια να κάνει, είδε την αρρώστια του κατάφατσα, την είδε όπως τώρα δα σε βλέπω και με βλέπεις. Την είδε, την άρπαξε και την ξερίζωσε. Κι έγινε καλά, ρε Φανούρη, ο άνθρωπος».
«Έλα τώρα, μήπως πήγε και σε μάγισσες;»
«Μπα, δεν χρειάστηκε. Τα μαγικά τα έκανε μονάχος του. Και θα σου πω πώς…»
«Τι να μου πεις ρε Διονύση! Δεν ξέρω σε ποιο σύννεφο πετούσε ο φίλος σου, αλλά εγώ έχω προβλήματα υπαρκτά, χειροπιαστά που με γεμίζουν φόβο, λίγο πολύ εσύ τα ξέρεις. Πέρα από την ακρίβεια, την ανεργία και όλα τα άλλα, η επιχείρηση που δουλεύω θα βάλει λουκέτο κι εγώ θα χάσω τη δουλειά μου και οι συνέπειες θα είναι τραγικές αν και όχι βέβαια μόνο για μένα. Βλέπεις, ο αθεόφοβος ο εργοδότης μου, τα δικά του τα λεφτά τα έχει σιγουρέψει, τι τον νοιάζει…»
«Μπράβο, ρε, τα είπες όλα. Φόβος για τις συνέπειες, φόβος για το αύριο, φόβος για το Θεό – εξ ου και αθεόφοβος. Κι εντάξει, από τα πρώτα μας βήματα, πες, έτσι μας τα μάθανε. Μας βίδωσαν την κράμπα στο κεφάλι, άλλο που εσύ την νιώθεις τώρα στο στομάχι σου. Έπειτα μας έμαθαν να παπαγαλίζουμε κείνο το φοβερό ¨έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τ’ αφήσουμε¨ κι ύστερα μας βάλανε το βουλοκέρι. ¨Πολίτης χώρας ευνομούμενης¨. Κι άντε τώρα εσύ καθάρισε με τις κράμπες και τους φόβους σου. Γι αυτό σου λέω, κείνος ο φίλος…»
«Ρε Διονύση, δεν θέλω ν’ ακούσω την ιστορία του φίλου σου γιατί κάθε τι καινούριο που ακούω μου προσθέτει κι άλλους φόβους στο κεφάλι. Όταν ακούω ειδήσεις, διαβάζω εφημερίδες, συμμετέχω σε συζητήσεις με θέματα τρέχοντα, τρελαίνομαι στο φόβο. Χάνομαι, ακινητοποιούμαι. Δεν τρώω, δεν κοιμάμαι, δεν πηδάω, τι άλλο να σου πω. Κι ωστόσο οι γιατροί τίποτα δεν μου βρίσκουν».
«Μα τίποτα δεν έχεις. Απλά, φίλε μου Φανούρη, είσαι ένας ιδανικός πολίτης. Έχεις ανοίξει στο μυαλό σου φάκελο κι έχεις ρίξει μέσα όλους τους φόβους σου μαζί. Και κείνους που σου κάρφωσαν από τα γεννοφάσκια σου κι εκείνους που επιτήδεια σου καλλιέργησαν στα τωρινά τα χρόνια. Αλλά, φίλε μου Φανούρη, η πολιτική διαχείριση των δικών σου φόβων ταΐζει και ισχυροποιεί την πολιτική εξουσία και η πολιτική εξουσία με τους δικούς της φόβους – άλλους φόβους έχουνε εκείνοι – ταΐζει και ισχυροποιεί την παγκόσμια εξουσία. Και η παγκόσμια εξουσία είναι εκείνη ακριβώς που φοβάσαι εσύ».
«Άσε με Διονύση, άσε με. Να, η κράμπα τώρα στο στομάχι, πονάω… πονάω, Διονύση…»
«Σήκω πάνω ρε και πάρε τα χέρια απ’ το στομάχι, ο πόνος είναι αντανακλαστικός. Βάλε τα χέρια στο κεφάλι, εκεί σε πιάνει κράμπα. Αυτό είναι, βάρα, κούνα το κεφάλι σου ν’ αγανέψει η κράμπα. Έτσι… Καλά λέει κι ο φίλος μου πως μας ραντίζουν απειλές! Οι απειλές φέρνουν τις κράμπες κι οι κράμπες φέρνουνε τους πόνους. Κι ύστερα φτου κι απ’ την αρχή…»
«Ρε συ Διονύση, πέρασε η κράμπα! Λες ρε;»
«Ναι λέω, ρε. Και τώρα θα σου πω τι μου έλεγε ο φίλος μου που πάθαινε κι εκείνος κράμπες κι ύστερα βυθιζότανε σε μια άβυσσο από φόβο.
»Ο φόβος, λέει, είναι αρχέγονο συναίσθημα, χρήσιμο σε σένα να σε φυλάει απ’ τους κινδύνους, χρήσιμο και σ’ όποιον θέλει εσένα που φοβάσαι να καθυποτάξει. Στην αρχαία Σπάρτη υπήρχε ιερό του Φόβου που ήταν σύμβολο πειθαρχίας και συνοχής. Ο Πλάτωνας κείνα τα χρόνια είπε ότι ο φόβος είναι προϋπόθεση της εξουσίας, όπως λέμε σήμερα προαπαιτούμενο… Να μην σου πω και για τον Φαραώ ο οποίος για να συντηρεί το φόβο των υπηκόων του, διέταζε να τιμωρούν τους αθώους περισσότερο παρά του ένοχους. Ωστόσο, ο Παπανούτσος στα νεότερα χρόνια είπε ότι ο άνθρωπος είναι έμφοβο ον που δεν κουράζεται να ελπίζει. Και τώρα άκου και τα λόγια που έδωσε εντολή ο Νίκος Καζαντζάκης να γράψουνε στον τάφο του. ‘Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος’.
»Κι εδώ, μαλάκα μου Φανούρη, που παθαίνεις κράμπες στο μυαλό, μπουκώνεις φόβο και με τους φόβους σου ταΐζεις τους δικούς σου φόβους, πες μου εσύ πώς θεραπεύτηκε ο φίλος μου απ’ την αρρώστια που και σένα βασανίζει. Λοιπόν, τι περιμένεις, να πιάσεις κι εσύ πάτο για ν’ αρχίσεις θεραπεία;»
karalitsa2@gmail.com