Χ
ορός και τραγούδι ή τραγούδι και χορός βαδίζουν χέρι – χέρι με το γιαταγάνι και το καρυοφύλλι, αποτύπωσαν μάχες και ηρωϊσμούς, επικοινώνησαν τον Αγώνα, κατέγραψαν συναισθήματα δίνοντας στον ελληνικό λαό την πνευματική τροφή για να σταθεί στα πόδια του.Και όλα αυτά όχι από τους λόγους (λόγιους) της εποχής, αλλά από τον αγράμματο λαό, τον αμόρφωτο ανώνυμο δημιουργό που είτε βρισκόταν στα ταμπούρια της μάχης είτε ήταν απλός αγρότης ή αγρότισσα που ένιωθε υποχρέωση να τραγουδήσει να χορέψει αλλά και να μοιρολογήσει τα παλικάρια του αγώνα.
Ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του, όταν αφηγείται τις προετοιμασίες για τη μάχη της Ακροπόλεως αναφέρει μεταξύ άλλων: «Φάγαμε ψωμί, τραγουδήσαμε και γλεντήσαμε!…» Ο Στρατηγός ίσως και από άγνοιά του αποτυπώνει με τον πλέον τρανό τρόπο την άμεση σύνδεση της λαϊκής μούσας με την περίοδο της επανάστασης του 1821.
Το χρονικό των παραδοσιακών χορών ξεκινά με τα προεπαναστατικά εμβατήρια του Ρήγα Φεραίου και καταλήγει στο 1862 με το τέλος της Βαυαροκρατίας που υπήρξε εξίσου κρίσιμη για την διαμόρφωση της μουσικής ταυτότητας των Νεοελλήνων. Αργότερα (1887) ο Καλαβρυτινός Ίλαρχος Τζαβέλας πριν αυτοκτονήσει λόγω ασθενείας του αλόγου του τραγούδησε κλέφτικο τραγούδι της πατρίδος του. Τα ιστορικά και τα κλέφτικα τραγούδια, χοροί, επιβεβαίωναν ότι για τον έλληνα λειτουργούν διαχρονικά ως ισχυρό σύμβολο τοπικής, εθνικής και κοινωνικής φυσιογνωμίας.
Αποτυπώνονται λιτά τα πολεμικά γεγονότα και η απήχηση των ηρώων της επανάστασης στη συλλογική συνείδηση και μνήμη, ενώ ο «απόηχος» τους επεκτείνεται ως τις ημέρες μας, καθώς κατέχουν ξεχωριστή θέση στο τραγουδιστικό και χορευτικό ρεπερτόριο σε πολλές τοπικές παραδόσεις, π.χ. ο με παγκόσμια αναγνώριση μουσικός Γιώργος Μάγκας αναπολεί την τεράστια καριέρα του από ηλικίας 15 ετών, παίζοντας αρχικά φλογέρα, τον οποίο αποκαλούν μάγο του κλαρίνου και το ΜΤΥ τον έχει ανακηρύξει φαινόμενο βαλκανικής τζαζ. Εκτός από τα πανηγύρια της Λιβαδειάς όπου η πατρίδα του, παίζει σ’ όλη την Ελλάδα μέχρι τα σύνορα, την Κακαβιά και την Κέρκυρα.
Έλαβε μέρος σε πολλά φεστιβάλ αρχικά στην Βραζιλία στο Σάο Πάολο. Έκανε δίσκο που τον ονόμασε Άναρχο θεό, έπαιξε δε κλαρίνο στην κηδεία του Ανδρέα Τσαούση και Φιλιώς Περγάκη και μάλιστα με τσακισμένο κλαρίνο, δηλαδή με το επιστόμιο!…
Ενώ ο αρχιερέας του Δημοτικού τραγουδιού Δημήτριος Ζάχος ονομαζόμενο κλαρινοφάγο φέρνοντας την δεκαετία του 1960 τους καλλίτερους κλαρινίστες στη «Ζούγκλα».
Τηλεφωνούσε πελάτης από το Λος Άντζελες και παρήγγελνε τραγούδια από τηλεφώνου και έκλαιγε, την δε άλλη μέρα έστελνε «χαρτούρα» στην ορχήστρα. Και τούτο από επίσημη πηγή και αφήγηση από κληρονόμους του «Έλατου».
Τα κλαρίνα ζουν και βασιλεύουν, ηχούν μέσα μας όπως η ορθοδοξία, βυζαντινός είναι ο ήχος τους πλάγιος και μιλάει ίσια στην καρδιά! Η παράδοση είναι ένας ωκεανός αέναος απ’ όπου μπορεί κανείς να αντλήσει και έμπνευση αν κάτι τον ενδιαφέρει στο μοναχικό ταξίδι στην τέχνη.
Στις παλαιότερες γενιές δεν υπήρχε στιγμή της ζωής τους, που δεν είναι συνυφασμένη με το τραγούδι από το νανούρισμα, στο μοιρολόι από την σπορά στο γλέντι του τρύγου από την ξενιτιά στον έρωτα.
Η ελληνική επαρχία ακόμη βαστάει και δεν είναι τυχαίο πώς ημέρες σαν αυτές του Πάσχα εκεί θέλουμε να πάμε πιο κοντά σε ό,τι μας δένει με τους άλλους.
Μέσα από το τραγούδι και το χορό θα μάθουμε την ομαδικότητα, μέσα από τις αισθήσεις δηλαδή ο ένας θα κρατάει το χέρι του άλλου, και δεν θα τον βλέπει στην οθόνη του κινητού.
Εύλογα και δίκαια λοιπόν οι καλλιτέχνες αναζητούν χώρο για χορό παραπονούμενοι για τον υποβιβασμό του πτυχίου τους όπως ισχυρίζονται και εξαίρεσή τους από τις εξετάσεις τους στο ΑΣΕΠ, επειδή απουσιάζει πανεπιστημιακό τμήμα χορού με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επαγγελματική κατοχύρωση στις καλλιτεχνικές σχολές. Θεωρούν και ορθά κατά την άποψή μου τις τέχνες και χορό δημόσιο αγαθό για να μπορεί η κοινωνία να κινείται, να αναπνέει, να μετατοπίζεται.
Εάν δεχθούμε ότι η τέχνη, η ποίηση και μουσική αυτές καθ’ εαυτές συνιστούν επανάσταση, τότε δεν θα περιμένουμε 300-400 τραγούδια που απαιτήθηκαν κατά την περίοδο της επανάστασης μέχρι την απελευθέρωση για να προβεί η κυβέρνηση στην δημιουργία επαγγελματικής κατηγορίας με κατοχύρωση ΤΕ, όπως ισχύει για τους διπλωματούχους μέχρι το 2003.
Πάντως η εμμονή των απεργούντων, που δίκαια ζητούν χώρο για χορό, με συνθήματα 10, 100, χίλιες (1000) καταλήψεις με όραμα ένα κόσμο ελευθερίας, αλληλεγγύης και ισότητας, δεν συμβιβάζεται με την τέχνη γενικότερα και τον πολιτισμό, που αποτελούν την προσδοκία και θεραπεία της κοινωνίας και δεν περιλαμβάνουν μόνο την μουσική, τραγούδι και χορό, αλλά όλο το φάσμα της δημιουργίας και του πνεύματος. Γράφοντας αυτό το σημείωμα, θυμήθηκα τον μακαρίτη πατέρα μου «Μπαρμπαλάμπη», που επιστρέφοντας από τα πρόβατα στο σπίτι, κατάκοπος, έλεγε στην μάνα μου βάλε ψωμί (και όχι φαί) να φάμε. Και πριν αρχίσει το τσιμπολόϊ τραγουδούσε «πάνω ρε πάνω σε ψηλή ραχούλα είναι μια βλαχοπούλα κλπ.», ως όργανο κτυπώντας την παλάμη του στο τραπέζι και στην συνέχεια έπαιζε την φλογέρα. Δηλαδή έκανε την δική του επανάσταση, ψωμί, τραγούδι, φλογέρα, καθ’ ο ήταν και ερασιτέχνης κλαρινίστας. Μυστικά που τραγουδούν και τα πουλιά επάνω στα κλαδιά.
Ο κ. Ιωάννης Σκουτέρης είναι Δικηγόρος, τέως αντιδήμαρχος Χολαργού