ΛΙΤΣΑ ΚΑΡΑΜΠΙΝΗ

Δάσκαλε Χρόνε

Ε
ντεκα η ώρα, μεσημέρι Πρωτοχρονιάς για τον Φάνη, χαράματα αξημέρωτα για μένα.

«Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος» λέει ο Φάνης πριν καταπιεί την πρώτη γουλιά καφέ που του ‘φτιαξα.

«Πλάκα μου κάνεις… Έζησες ποτέ εσύ για έναν ολόκληρο χρόνο ευτυχισμένος;»

«Τελικά, πόσο γρουσούζα είσαι, βρε ξαδέλφη! Μια ευχή έκανα χρονιάρα μέρα, ο καινούριος χρόνος να σου φέρει…»

«Φάνη, είσαι ψεύτης. Πρώτον, γιατί δεν υπάρχει καινούριος χρόνος, αφού ο χρόνος δεν έχει αρχή και τέλος. Έπειτα, η ανθρώπινη εμπειρία μας διδάσκει ότι στο διάστημα ενός έτους ημερολογιακού – ανθρώπινης επινόησης – για κανένα μας δεν είναι δυνατό να διανύσει και τις 365 ημέρες του ευτυχισμένος. Όσο για τον χρόνο που έφυγε…»

Μια απότομη κίνηση του χεριού του μου δημιούργησε την αίσθηση ότι θα μου ρίξει μπουνιά στο στομάχι. Όχι, ανάβει τσιγάρο.

«Ο χρόνος που έφυγε…. Α, πα, πα, πα… να πάει και να μην ξαναγυρίσει». Το βλέμμα του συννέφιασε.

Με τον Φάνη είμαστε δίδυμα ξαδέλφια. Γεννηθήκαμε την ίδια ημερομηνία, μεγαλώσαμε στην ίδια αυλή και γερνάμε στην ίδια πολυκατοικία η οποία, προ αμνημονεύτων χρόνων, θεμελιώθηκε στο εξ αδιαιρέτου πατρογονικό μας οικόπεδο. Οι συχνές μας κοντρίτσες, μέρος της οικειότητας, της σύμπνοιας και της αγάπης μας.

«Ρε Φάνη, θυμάσαι τότε που ήμασταν παιδιά και εσύ είχες φτιάξει ένα αυτοσχέδιο αυτοκίνητο με ρουλεμάν και σανίδες και με δαύτο ξαμολιόμασταν εδώ έξω, στην κατηφόρα; Θυμάσαι που αυτό ήταν η αιτία κάποια φορά να σπάσεις το πόδι σου και να μείνεις για είκοσι μέρες στο Παίδων; Ήταν τότε που έμαθες ότι το όχημα πρέπει να έχει και φρένα. Έπειτα, θυμάσαι στην Τρίτη Γυμνασίου που έμεινες από απουσίες και όλη σου η τσαντίλα ήταν που εγώ θα τελείωνα το Λύκειο ένα χρόνο νωρίτερα από σένα και το ‘λεγες και το ξανάλεγες… και μη αντέχοντας η διαφορά της αποφοίτησής μας να διπλασιαστεί, περιόρισες τις κοπάνες και στρώθηκες στο διάβασμα; Θυμάσαι την Ελένη, την πρώτη σου καψούρα στην οποία αφιέρωνες όλο σου το χαρτζιλίκι μα και μέρος του δικού μου – δανεικά κι αγύριστα – για να της κάνεις όλα της τα χατίρια; Τι έρωτας κι αυτός! Όλος ο τσογλανομαχαλάς σας ζήλευε. Μέχρι που ο Αριστείδης, ο γιος του μπακάλη απέκτησε κείνο το φιατάκι το οποίο συνέθλιψε με μιας τον έρωτά σας. Η Ελενίτσα θαμπώθηκε από τα 600 κυβικά του, στρώθηκε στη θέση του συνοδηγού κι άφησε εσένα το ζαγάρι να θρηνείς και να απορείς πώς μ’ ένα του μαρσάρισμα, ο γιος του μπακάλη, μετέτρεψε σε μόρια καυσαερίων τον φλογερό σας έρωτα. Πολύ αργότερα γνώρισες την Ανθούλα και τότε για κάποιο λόγο ήξερες ότι μαζί της θα μπορούσες να πορευτείς για το υπόλοιπο της ζωής σου. Να σου θυμίσω κι άλλες κακοτυχίες της ζωής σου, ξάδελφε; Να σου θυμίσω κι άλλες χρονιές που, φτάνοντας στο τέλος τους, με τα ίδια λόγια τις σιχτίριζες; Η χρονιά που έφυγε… πα, πα, πα… να πάει και να μην ξαναγυρίσει».

«Ενώ εσύ, όσα βάσανα πέρασες στην ζωή σου, κάθε Πρωτοχρονιά εύχεσαι να τα ξαναπεράσεις. Αυτό μου λες;»

«Όχι, Φάνη μου. Μα τα τελευταία κάμποσα χρόνια περιορίζω τις προσδοκίες μου για το επόμενο διάστημα του χρόνου που ίσως σταθώ τυχερή να ζήσω, στις τρέχουσες δυνατότητές μου.. Θέλω για μένα και για τους άλλους ανθρώπους να είμαστε υγιείς, να μην πάψουμε να ελπίζουμε και ν’ αγωνιζόμαστε για το καλλίτερο. Θέλω να έχουμε τη δύναμη, τη θέληση και την απαντοχή να ωφεληθούμε απ’ ό,τι ο χρόνος μας φέρει».

«Είναι όμως κι εκείνα τ’ ασήκωτα που φέρνει ο χρόνος, μην τα βάζεις όλα στο ίδιο τσουβάλι».

«Ναι, βέβαια, δεν λέω, τούτος ο χρόνος που έφυγε, ήταν πολύ σκληρός μαζί σου. Σου πήρε την Ανθούλα. Ωστόσο το άντεξες, επιβιώνεις. Και τούτο το οφείλεις στους χρόνους, στους χρόνους-δασκάλους, που πέρασαν από την ζωή σου. Εκείνοι σε έκαναν σοφό, άξιο, δυνατό. Εκείνους πρέπει να ευγνωμονείς για όσα στην ζωή σου κατάφερες ν’ αντέξεις. Και τα κατάφερες γιατί οι μέρες τους είναι βέβαιο πως δεν σου έφεραν μόνο την ευτυχία».

Ο Φάνης χαμογέλασε. «Πρέπει να φύγω, έχω στο φούρνο αρνί με πατάτες, να μην αρπάξει… περιμένω και τα παιδιά…» Ύστερα μ’ αγκάλιασε. «Άντε και καλή χρονιά αγαπημένη μου γρουσούζα εξαδέλφη».

Έξω βρέχει. Μέσα από το τζάμι του παραθύρου κοιτάζω το μικρό κομμάτι του ορίζοντα που χάσκει στο ενδιάμεσο κενό που αφήνουν οι δυο απέναντι πολυκατοικίες. Αυτό που πάντα το ονόμαζα «ο ορίζοντας που μου αναλογεί».

Από το σημείο εκείνο βλέπω να περνά το τρένο του χρόνου της ζωής μου.

Χρόνε γραμμικέ ή κυκλικέ ή κομματιαστέ σε ίσα κομμάτια όπως βολεύει τον ανθρώπινο βιο-υπολογιστή μου, σε ευγνωμονώ.

Δάσκαλε χρόνε που πέρασες, δάσκαλε χρόνε που έρχεσαι, ακόμη και τότε που σφίγγω τα δόντια, έχετε πάντα τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη μου.

 

karalitsa2@gmail.com