Οι παραπάνω θέσεις, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι διατυπωμένες σ’ όλα τα εγχειρίδια Πολιτικής Οικονομίας. Οι περισπούδαστες αναλύσεις των αιτίων της εν εξελίξει κρίσης και η σκόπιμη πολυπλοκοποίηση των κρυστάλλινων και απλών αρχών που (πρέπει να) διέπουν τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος, προσπαθούν απλώς να συγκαλύψουν την ενοχή εκείνων που σκόπιμα και από ιδιοτέλεια και μόνο διαστρέφουν, ανατρέπουν την ισορροπία και τη λογική του οικονομικού συστήματος, με σκοπό να αποκομίζουν τεράστια κέρδη, τα οποία ένα ισορροπημένο φυσικά δεν θα τους παρείχε.
Οι επιχειρήσεις
Ως γνωστό, σκοπός και ρόλος της επιχείρησης ως θεσμού του οικονομικού συστήματος είναι η ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών. Είναι η ικανοποίηση της ζήτησης σε προϊόντα και υπηρεσίες, σε προσδιορισμένο τόπο και χρόνο και σε αποδεκτές τιμές. Σκοπός της επιχείρησης δεν είναι το κέρδος όπως διατείνονται πολλοί «αγράμματοι» ακραιφνείς λάτρεις του. Το κέρδος, αναπόσπαστο ωστόσο συνθετικό στοιχείο της επιχειρηματικότητας, είναι το κίνητρο και η ανταμοιβή της, όχι ο σκοπός της. Αν η επιχειρηματική δράση ασκείται βέβαια σωστά. Η μονοδιάστατη στοχοποίηση του κέρδους, εν απουσίᾳ ή καθ’ υπέρβαση της επαρκούς ενεργού ζήτησης για συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες οδηγεί πάντα σε ανωμαλίες και, στο βάθος του τούνελ, σε κρίσεις, αν γενικευτεί. Πράγμα που δυστυχώς συμβαίνει αυτή την εποχή.
Με την εικόνα που προδιαγράφηκε, το βασικό έργο κάθε επιχείρησης είναι (α) η καινοτομία, η παραγωγή δηλ. του νέου, του καλύτερου, του χρησιμότερου και φυσικά του οικονομικότερου, και (β) το μάρκετινγκ αυτού του νέου, η προώθησή του, η διοχέτευσή του στην αγορά για ικανοποίηση της ζήτησης. Όλα τα πρωτογενή προβλήματα μιας επιχείρησης και μιας οικονομίας πηγάζουν από την πλημμελή άσκηση αυτού του ρόλου. Το επίκεντρο των προβλημάτων μιας οποιασδήποτε επιχείρησης και κατ’ επέκταση μιας οικονομίας είναι η υστέρηση σε καινοτομίες, σε νεωτερισμούς και σε ένα αποτελεσματικό σύστημα διοχέτευσής τους στους δυνητικούς αγοραστές / χρήστες τους. Είναι η διαιώνιση του παλιού, του φθαρμένου, του ξεπερασμένου, ο εξωραϊσμός του και ιδίως η προσπάθεια επιβολής του με μηχανισμούς χειραγώγησης της ζήτησης. Όμως ο ανταγωνισμός, όπου και όταν βεβαίως λειτουργεί, δεν το επιτρέπει. Φέρνει την ανανέωση και την πρόοδο. Σαν αντίδραση σ’ αυτή την ανανεωτική δύναμη του ανταγωνισμού οι δυνάμεις της οικονομικής συντήρησης, που βολεύονται με το χθες, με το ίδιο, συνασπίζονται σε θεσμούς όπως το μονοπώλιο, το ολιγοπώλιο, το καρτέλ, οι (παράνομες και ανήθικες βέβαια) συμφωνίες διατήρησης των τιμών (σε υψηλά βέβαια επίπεδα). Η ανωμαλία που δημιουργείται είναι ότι η κοινωνία καλείται να πληρώσει τιμές που δεν ανταποκρίνονται στο κόστος και στο φυσικό λογικό κέρδος υπό τις εκάστοτε φυσικά ισχύουσες σχέσεις προσφοράς και ζήτησης στις διάφορες αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Η ζήτηση δηλαδή με τεχνητούς τρόπους καλείται να πληρώσει επίπλαστες, ανύπαρκτες αξίες.
Οι τράπεζες
Ο ρόλος των τραπεζών και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι παράγωγος, όχι πρωτογενής. Με την έννοια ότι το σύστημα χρηματοδοτεί την ανάπτυξη, δεν τη δημιουργεί. Τα χρηματοοικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει μια επιχείρηση και κατ’ επέκταση μια οικονομία είναι παράγωγα, όχι πρωτογενή. Είναι απόρροια έλλειψης νέων, καινοτόμων προϊόντων, είναι απόρροια υψηλού κόστους, είναι απόρροια έλλειψης οργάνωσης προώθησης και μάρκετινγκ προϊόντων, είναι απόρροια κακοδιοίκησης ή συνύπαρξης όλων ή ορισμένων από τους παράγοντες αυτούς. Στο ίδιο πλαίσιο αναφοράς, μια τράπεζα έχει ρόλο στη χρηματοδότηση μιας καινοτομίας, ενός νέου προϊόντος ή υπηρεσίας (επένδυση) και στη γεφύρωση των χασμάτων που δημιουργούνται ανάμεσα στην πώληση και την είσπραξη του αντιτίμου της πώλησης. Η χρηματοδότηση από μια τράπεζα «άρρωστων» ή εντελώς κοινότυπων προϊόντων, ιδίως όταν απευθύνονται σε μια κορεσμένη αγορά, ή η χρηματοδότηση άλλων αναγκών χωρίς τη βεβαιότητα επανείσπραξης οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή οικονομικών πόρων και σε κρίση.
Γιατί όμως το σύστημα αυτό δεν παρέμεινε στον καλώς εννοούμενο όσο και αναγκαίο ρόλο του;
α. Γιατί ως εξάρτημα του παραγωγικού συστήματος χρηματοδότησε την υπερκατανάλωση, τα προϊόντα χωρίς αντίκρισμα (φούσκες), τις τεχνητά δημιουργημένες ανάγκες από ένα σύστημα που χειραγώγησε και κατηύθυνε τη ζήτηση προς «χρυσοφόρες» επιλογές. Προς επιλογές που πρόσφεραν υπερκέρδη.
β. Τις τελευταίες δεκαετίες το σύστημα αυτό αυτονομήθηκε από την πραγματική οικονομία, λειτούργησε ως οιονεί παραγωγικός θεσμός και «έβγαλε στην αγορά» διάφορα, άυλα βέβαια, προϊόντα, παρασύροντας τη ζήτηση μέσα από ένα ενορχηστρωμένο σύστημα μάρκετινγκ σε προϊόντα-επενδύσεις φούσκες τοξικά παράγωγα κλπ. και διοχετεύοντας κοινωνικούς πόρους, δηλ. λαϊκές συνήθως αποταμιεύσεις σε ομιχλώδεις ευκαιρίες που υπόσχονται όμως υψηλά, απίθανα υψηλά, κέρδη. Έτσι δεν παρέσυρε το σύστημα αυτό τον απλό καταναλωτή – δήθεν επενδυτή που τον μετέτρεψε για άλλοθι σε τζογαδόρο, στους ναούς των χρηματιστηρίων, όπου γίνεται το εμπόριο ελπίδων, όπου το μαύρο γίνεται άσπρο από έναν σατανικά στημένο μηχανισμό διοχέτευσης παραπληροφόρησης και χρυσωμένων χαπιών;
Ο κ. Θανάσης Φροντιστής είναι Δρ. Οικονομολόγος – π. Πανεπιστημιακός – Συγγραφέας