ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Από τον Ντελόρ στον Σόιμπλε και τώρα οι ελπίδες μόνο στον Ντράγκι

Ο
δρόμος που διάνυσε η Ευρώπη από τα γενναιόδωρα «πακέτα» στο ασφυκτικό Σύμφωνο Σταθερότητας, που θέλει όλες τις χώρες να γίνουν… Γερμανία, και το τελευταίο χαρτί για την ευόδωση του ευρωπαϊκού οράματος.

Οι κατά σύμπτωση ταυτόχρονοι θάνατοι, την περασμένη Τετάρτη, δυο κορυφαίων ευρωπαϊκών προσωπικοτήτων, του Ζακ Ντελόρ και του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πυροδότησαν ποικιλία αντιδράσεων τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά τον Ντελόρ, όλα τα σχόλια είναι θετικά από όλους τους Ευρωπαίους. Σε ό,τι αφορά τον Σόιμπλε, οι περισσότεροι Γερμανοί τον σχολιάζουν θετικά, αλλά η εικόνα που είχε στον υπόλοιπο κόσμο δεν μπορεί να θεωρηθεί θετική. Ιδιαίτερα δε στην Ελλάδα, αφού ο Σόιμπλε ήταν ο σκληρός που όχι μόνο επέβαλε τα μνημόνια, αλλά και έβλεπε θετικά την αποχώρηση της Ελλάδας από την ΟΝΕ ως τιμωρία.

Το ζήτημα είναι ότι αν προσπαθήσει κανείς να δει αντικειμενικά τέτοιες ηγετικές φυσιογνωμίες καλύτερα θα είναι να κρίνει τις πολιτικές που ακολούθησαν και τις επιπτώσεις που αυτές είχαν παρά να χρησιμοποιήσει άλλα προσωπικά κριτήρια. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να πούμε καταρχήν ότι και οι δύο ήταν ευρωπαϊστές. Και οι δύο θεωρούσαν ότι οι ευρωπαϊκές χώρες μόνο εν τη ενώσει μπορούν να επιβιώσουν διεθνώς. Όμως είχαν στο μυαλό τους δύο διαφορετικές εκδοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Ντελόρ υποστήριζε την ενοποίηση όλων των ευρωπαϊκών χωρών, πέραν του κοινού νομίσματος και της ενιαίας αγοράς που εκείνος είχε χτίσει.

Προωθούσε την οικονομική και πολιτική ενοποίηση, στόχους που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση στην ίδρυσή της, αλλά επί δεκαετίες, όπως αποδεικνύεται από την πραγματικότητα, έχει εγκαταλείψει. Ο Ντελόρ ένωσε την Ευρώπη δίνοντας χρήματα σε όλους. Τα πακέτα Ντελόρ, που αποσκοπούσαν να μειώσουν τη διαφορά Βορρά – Νότου, βοήθησαν τις πιο αδύναμες χώρες να αναπτυχθούν. Αυτό συνέβη και στην Ελλάδα ανεξαρτήτως από το αν η διαχείριση από τις ελληνικές κυβερνήσεις ήταν άριστη ή μη και από το αν μεγιστοποιήσαμε το όφελος των χρημάτων αυτών των πακέτων ή όχι. Η ουσία είναι ότι χωρίς αυτά τα χρήματα η Ελλάδα δεν θα βρισκόταν ποτέ στο επίπεδο ανάπτυξης που βρίσκεται.

Επιπλέον, όμως, εκτός από την οικονομική της διάσταση, η λογική Ντελόρ είχε και μια καθοριστική πολιτική διάσταση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαγόρασε την εμπιστοσύνη των πολιτών του Νότου. Επί δεκαετίες έδινε λεφτά κι έτσι ξεπεράσαμε και εμείς την αντιευρωπαϊκή λογική των συνθημάτων που επικρατούσαν τότε, με εμβληματικότερο το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο». Τα χρήματα του Ντελόρ αφενός δημιούργησαν ανάπτυξη και ανέβασαν τα εισοδήματα και αφετέρου αγόρασαν συνειδήσεις και δημιούργησαν σταδιακά μια φιλοευρωπαϊκή στάση ακόμη και στις πιο δύσκολες χώρες, όπως είμαστε εμείς.

Μετά τη δημιουργία του ευρώ οι επιλογές ήταν δυο: να ακολουθηθεί η πολιτική της οικονομικής ενίσχυσης των αδύναμων χωρών και η εμβάθυνση, μέσω της χρηματικής ενίσχυσης, της φιλοευρωπαϊκής νοοτροπίας ή να υιοθετηθούν πολύ σκληροί όροι δημοσιονομικού ανταγωνισμού, όπως και τελικά έγινε. Από εκείνο το σημείο και μετά, η Ευρώπη άρχισε «να στέλνει τον λογαριασμό» και να λειτουργεί πιεστικά προς τις πιο χαλαρές δημοσιονομικά χώρες, μέσω της πίεσης για την τήρηση του ασφυκτικού και αυθαίρετου Συμφώνου Σταθερότητας. Ολόκληρη η ευρωπαϊκή πολιτική αποσκοπούσε στη στήριξη του ευρώ και στον χαμηλό πληθωρισμό με βάση τα γερμανικά πρότυπα. Απαιτούσε απ’ όλες τις χώρες να γίνουν Γερμανία.

Καμία λογική εκτός της γερμανικής προσέγγισης δεν ήταν ανεκτή και έτσι οι πιο αδύναμες χώρες, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και η Ιταλία, έγιναν οι «κακοί μαθητές». Η Γαλλία ήταν πολύ πλούσια και μεγάλη οικονομία για να κινδυνεύσει, ο μεγαλύτερος κίνδυνος προερχόταν πάντα από την Ιταλία, αλλά πάλι ήταν πολύ μεγάλη για να πτωχεύσει διότι θα γκρέμιζε ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, η Ελλάδα ήταν το βολικό θύμα που μπορούσε να τιμωρηθεί για να δώσει η Γερμανία το μήνυμα σε όλους να υπακούσουν.

Ο Σόιμπλε ανέλαβε να παίξει τον ρόλο του κακού, έναν ρόλο που ταίριαζε απόλυτα στις αντιλήψεις του. Μας πρόσφερε δύο επιλογές. Ή θα εκτελούσαμε τις γερμανικές οδηγίες κατά γράμμα ή θα πτωχεύαμε. Έτσι ήρθαν τα πολύ σκληρά μνημόνια, αντί για μια πολύ πιο ήπια προσαρμογή, έτσι φτάσαμε να χάσουμε μεγάλο μέρος του ΑΕΠ, της εθνικής περιουσίας, να πτωχεύσουν πολλές επιχειρήσεις και νοικοκυριά, να υποφέρουμε για δέκα χρόνια (σε μεγάλο βαθμό και εξαιτίας της ανικανότητας των μνημονιακών κυβερνήσεών μας). Ο Σόιμπλε ήθελε μια ισχυρή Ευρώπη, αλλά αν οι Νότιοι δεν τα κατάφερναν, δεν του ήταν δύσκολο να φανταστεί μια Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, ίσως και τη Γαλλία, δηλαδή μια γερμανική Ευρώπη και ένα παραπαίδι, την Ευρώπη του Νότου.

Καμία σχέση δεν είχε το ευρωπαϊκό όραμα του Σόιμπλε με το ευρωπαϊκό όραμα του Ντελόρ, ο οποίος πίστευε ότι μετά τη νομισματική ένωση θα έπρεπε να υπάρξει η πραγματική σύγκλιση των οικονομιών και να χρηματοδοτηθεί επί δεκαετίες ακόμη, κάτι που η γερμανική λογική ποτέ δεν θα επέτρεπε. Η γερμανική λογική, που ενσαρκώθηκε στο πρόσωπο του Σόιμπλε, οδήγησε σε πολιτικές λιτότητας και εμπόδισε την έκδοση κοινών ομολόγων (ευρωομόλογα) που θα επιμέριζαν το κόστος της σύγκλισης σε όλες τις χώρες, με ελάχιστο ή και μηδενικό κόστος για τις ισχυρότερες, αλλά με τεράστιο όφελος για τις πιο αδύναμες. Η πολιτική αυτή οδήγησε τελικά στο να περιοριστεί η Ευρώπη απλώς και μόνο σε μια νομισματική ένωση και να καταλήξει σήμερα ουραγός στις διεθνείς εξελίξεις.

Αν αντίθετα είχε ακολουθηθεί μια οραματική πολιτική που επέμενε στην οικονομική και πολιτική ενοποίηση, δηλαδή αν υπήρχαν ευρωομόλογα, ευρωπαϊκή εγγύηση του συνόλου των καταθέσεων, ενιαίοι κανόνες κεφαλαιαγορών, ενιαία ενεργειακή πολιτική, ενιαία στάση στο Μεταναστευτικό, ενιαία αντιμετώπιση των διεθνών ζητημάτων, η Ευρώπη σήμερα θα ήταν σε καλύτερη μοίρα. Μετά τον θάνατο και των δύο και υπό την πίεση που δημιουργούν οι διεθνείς γεωπολιτικές, τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις, η Ευρώπη έχει ακόμη έστω και καθυστερημένα μία επιλογή: να εγκαταλείψει τη λογική της πολιτικής που εξέφραζε ο Σόιμπλε και να προχωρήσει στον δρόμο που έδειχνε ο Ντελόρ και επιμόνως υποδεικνύει τώρα ο Μάριο Ντράγκι, αυτόν της άμεσης οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης.

 

nikolopoulos@reporter.gr