ΛΙΤΣΑ ΚΑΡΑΜΠΙΝΗ

Από τα γιαούρτια στις φωτοβολίδες

Η
μόδα ξεκίνησε από την Αγγλία της δεκαετίας του ‘50. Νεαροί ταραχοποιοί, γόνοι καλών οικογενειών οι περισσότεροι, έριχναν γιαούρτια σε όσους ήθελαν να γελοιοποιήσουν, να εξευτελίσουν. Άλλοτε το έκαναν για την πλάκα τους. Οι εφημερίδες της εποχής, αυτή την αντικοινωνική συμπεριφορά την ονόμασαν «λευκή επανάσταση».

Την επόμενη δεκαετία, η μόδα, άρχισε δειλά μα σταθερά να κυκλοφορεί και στους δρόμους της Αθήνας. Εδώ, οι νεαροί ταραχοποιοί δεν ήταν γόνοι ευκατάστατων οικογενειών, τουλάχιστον οι περισσότεροι, αλλά ήταν τα νεαρά παιδιά των οποίων οι τότε εξουσίες τους έκλεβαν τα σεντούκια με τα όνειρα. Φτώχεια, ανεργία, ξενιτιά. Γιατί οι εξουσίες που πέρασαν από τον τόπο, δημοκρατικές ή δικτατορικές, κυβερνούσαν ανέκαθεν με ψέματα, βία, εκφοβισμό των αδυνάτων και αρπαγή του δημόσιου χρήματος. Αυτό γέμιζε τα κύτταρα της κάθε νέας γενιάς ανθρώπων με θυμό, οργή και επιθετικότητα.

Και πριν φτάσουμε στο σήμερα, ας σταθούμε στο 1984 όταν ήρθε και στην Ελλάδα η οπαδική βία με πρώτο θύμα τον 18χρονο Άρη Δημητριάδη. Εκεί, ήταν η αρχή για μια «επανάσταση βουτηγμένη σε άδικο αίμα» Στο διάστημα που μεσολάβησε, θάψαμε πολλά ακόμη νέα παιδιά εξαιτίας ανεγκέφαλων οπαδών που επιμένουν ακόμη να αυτοαποκαλούνται φίλαθλοι.

Αυτοί οι ανεγκέφαλοι, σκέφτομαι, για να υφίστανται τόσα χρόνια και να έχουν μάλιστα οργανωθεί σε συνδέσμους οι οποίοι δρουν ως εγκληματικές οργανώσεις μέσα και έξω από τα γήπεδα, τι είδους υπηρεσίες μπορεί να προσφέρουν και σε ποιών τα γρανάζια; Γιατί η ευνομούμενη πολιτεία μας δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να εξαφανίσει αυτούς τους εγκληματικούς συνδέσμους; Το είπε μια, το είπε δυο, το είπε τρεις…

Μέχρι που φτάσαμε τούτες τις μέρες, ένα παιδί δεκαοχτώ χρονών να τραυματίσει σοβαρά με φωτοβολίδα έναν νεαρό αστυνομικό ο οποίος ακρωτηριάστηκε και τούτη την στιγμή χαροπαλεύει.

Το παιδί ανήκει σε σύνδεσμο. Κάποιος με αρμοδιότητες από τον σύνδεσμο του όπλισε το χέρι και του έδωσε την εντολή. Εκείνος την εκτέλεσε. Στόχος εντεταλμένος οι αστυνομικοί. Τον πέτυχε.

Αναρωτιέμαι γιατί ένα παιδί, σχεδόν έφηβος, έχει την ανάγκη να ανήκει σε μια εγκληματική ομάδα; Να παίρνει εντολές από αμφιλεγόμενους ανθρώπους, να παραχωρεί το δικαίωμα σε αυτούς να σκέφτονται και να αποφασίζουν για κείνον. Να του οπλίζουν το χέρι και να του δίνουν την εντολή. Πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος μας από τη δεκαετία του ‘50 και του ‘60;

Από την άλλη, γιατί ο αστυνομικός τον οποίο πληρώνουμε εσύ κι εγώ για να εξασφαλίσουμε την προστασία μας, βρισκόταν εκείνη την στιγμή στο γήπεδο για να προστατέψει ανώνυμες εταιρείες που συσσωρεύουν, πάνω ή κάτω απ’ το τραπέζι, αμύθητο χρήμα;

Γιατί η κυβέρνηση βγάζει ακόμη μια φορά την ουρά της απ’ έξω και δείχνει ως υπεύθυνους τις ΠΑΕ και τη Δικαιοσύνη; Αρκεί που ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη αντάμα με τον αναπληρωτή υπουργό Αθλητισμού πήραν υπό μάλης το φάκελο με τα ονόματα διακοσίων σκληρών χούλιγκαν και τον κατέθεσαν στη εισαγγελέα του Αρείου Πάγου; Τι θεαματική κίνηση!

Όχι δεν αρκεί. Θα αρκούσε να ακολουθούσαν πιστά την συγκεκριμένη νομοθεσία. Γιατί νόμοι υπάρχουν, από προθέσεις υποφέρουμε. Θα κλείσουν, είπαν, δυο μήνες τα γήπεδα. Τότε, θ’ ανάψουν οι αντιπαραθέσεις στα κανάλια. Οι φίλαθλοι θα επιστρέψουν στις κερκίδες και… Τέλος.

Μόνο ο άτυχος αστυνομικός θα παραμείνει για την υπόλοιπη ζωή του το θύμα της υπόθεσης και ο άμυαλος θύτης, αφού πυρπόλησε μόνος του το σεντούκι των ονείρων του, θα μεταβληθεί σε ένα ακόμη θύμα μιας ψεύτρας εξουσίας.

Κερδισμένοι οι βαρόνοι των γηπέδων. Οι ισχυροί εντολείς των κυβερνήσεων.

Για πόσο; Ποιος ξέρει!

Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ είπε. «Ο πανίσχυρος δεν είναι ποτέ αρκετά ισχυρός».

Ελπίζω. Αφελώς, αλλά ελπίζω.

 

karalitsa2@gmail.com