ΛΙΤΣΑ ΚΑΡΑΜΠΙΝΗ

Αμαρτίες γονέων…

Η
Ελένη κολυμπάει σε πελάγη ευτυχίας όπως η κάθε μάνα στο κατόπι του παιδιού της όταν εκείνο ανοίγει δρόμους καινούριους στην ζωή του. Χαλάλι της. Χτυπήθηκε σαν την ουρά τ΄ αλόγου ν΄ αναθρέψει τούτο το παιδί. Μόνη, χωρισμένη από έναν άντρα ρέμπελο, μέθυσο και βίαιο, σήκωσε στις πλάτες της το βάρος της ανατροφής του γιου της. Ο πατέρας, στο αν και όποτε…
Και η Ανθούλα, παιδί χωρισμένων γονιών. Η μάνα την έκανε με τον ύστερο έρωτά της, αφήνοντας το κορίτσι λίγο πριν την εφηβεία του στα χέρια ενός πατέρα που έκανε χρόνια να συνέλθει από το σοκ. Και το πάλεψε ο άνθρωπος, όσο μπορεί να το παλέψει ένας πατέρας αναθρέφοντας μόνος μια θυγατέρα ενώ εκείνη κολυμπάει στα φουρτουνιασμένα πέλαγα της εφηβείας της. Τη μεγάλωσε, την σπούδασε και τώρα την παντρεύει. Χαλάλι η χαρά του και σε κείνον.
Όλοι οι συνδαιτυμόνες, καμιά τριανταριά νοματαίοι και από τα δυο σόγια, μοιάζουν να βιώνουν το υπέρτατο της ευτυχίας, αντανακλώντας την ευτυχία που λάμπει στα πρόσωπα των δυο γονιών.
Λίγο πριν έρθουν οι μεζέδες στα τραπέζια, ο πατέρας της Ανθούλας, αλλάζει τις βέρες. Ακολουθούν οι ευχές.
Σηκώνομαι να ευχηθώ ακλουθώντας την ηλικιωμένη γυναίκα που κάθεται δίπλα μου στο τραπέζι. Πίσω μου, η Σωσώ, η μεγάλη μου αδελφή.
«Βρε, πόσο χαίρομαι με τη χαρά της Ελένης μας. Καλά έκανε ο Γιάννης και δεν κάλεσε τον ανεπρόκοπο. Τι πρόσφερε αυτός στο παιδί! Μα κι η Ανθούλα δεν κάλεσε τη μάνα της… Ποιος ξέρει…»
Ίσα που πρόλαβα να της ρίξω μια αγκωνιά. Η ηλικιωμένη γυναίκα μπροστά μου, μου είναι άγνωστη. Άρα από το σόι της νύφης. Ντροπή να μας ακούσει να κουτσομπολεύουμε τη μάνα του κοριτσιού. Αλλά πώς της το κλείνεις το στόμα της Σωσώς!
«Μήπως κι ο συμπέθερος θα ήθελε να τη δει μπροστά του, μετά από…»
«Βούλωσέ το και μην το ξανανοίξεις» της ψιθυρίζω με τρόπο αυστηρό και παρακλητικό συνάμα, κρατώντας για αντίβαρο την οικειότητα που μου παρέχει η σχέση η αδελφική.
Ωστόσο η ηλικιωμένη γυναίκα αγκαλιάζει τον Γιάννη. Του εύχεται συγκινημένη «καλά στέφανα». Ύστερα αγκαλιάζει την Ανθούλα. «Στην καινούρια σου ζωή, κορίτσι μου, ανάμεσα στα καινούρια σου πράγματα, μην καταχωνιάσεις την σαβούρα που κουβαλάς στην ψυχή σου. Τα παλιά τραύματα κακοφορμίζουν. Αυτά θα μολύνουν το σπίτι σου, το γάμο σου και τα παιδιά που θα κάνεις. Γιατρέψου να τα ξεφορτωθείς. Και τη γιατρειά, ματάκια μου, συγχώρεση τη λένε».
Η Σωσώ αδημονεί. «Άντε, γιατί κολλήσαμε;» Εγώ την αγριοκοιτάζω. Η ηλικιωμένη γυναίκα φιλάει τρυφερά την Ανθούλα και προχωράει σκυφτή προς το τραπέζι.
Αγκαλιάζω σφιχτά τον ανιψιό μου μα δυσκολεύομαι να αρθρώσω μια πρόταση που να εκφράζει ευχή. «Να ζήσετε» λέω με το μυαλό μου φευγάτο, καρφωμένο στα λόγια εκείνης της γυναίκας. Τη γιατρειά, συγχώρεση τη λένε. Κι εμείς τόσο καιρό λέγαμε στον Γιάννη «ναι, έχεις δίκαιο, μην τον καλέσεις τον πατέρα σου. Τι έκανε εκείνος για σένα;» Λες να κάναμε λάθος; Λες να μην είναι το θέμα τι έκανε ο πατέρας τόσα χρόνια για το γιό, αλλά πώς θα βαδίσει στην ζωή του ο γιος, κουβαλώντας το φορτίο του θυμού για ένα πατέρα που δεν έκανε τίποτα ποτέ για κείνον!
Αγκαλιάζω και την Ανθούλα. «Καλά στέφανα» της εύχομαι. Τα δάκτυλά της μου παγώνουν την πλάτη.
Οι μεζέδες, ζεστοί, το κρασί άφθονο. Οι ευχές, οι χαρές, τα γέλια. Όμως δεν χαίρομαι πια. Ανησυχώ. Τι θα τον κάνει ο Γιάννης όλον εκείνο το θυμό, όλο το μίσος που κουβαλάει για τον πατέρα του; Τι θα την κάνει η Ανθούλα τη δική της σαβούρα των συναισθημάτων για τη μάνα της; Τραύματα και θυμοί. Μέχρι πού θα τα κουβαλάνε; Κι αν νοιώσουν κάποτε την ανάγκη να ξαλαφρώσουν από το φορτίο τι θα κάνουν; Κάπου διάβασα πως για να συγχωρήσεις το γονιό επαναλαμβάνεις τις συμπεριφορές του. Για να τις κάνεις οικείες. Για να τις δικαιολογήσεις. Και να πάψεις να τον μισείς. Γι αυτό, λέει, γιοι βίαιων πατεράδων, γίνονται βίαιοι με τις γυναίκες τους. Το ανάλογο συμβαίνει και με τις γυναίκες. Με την Ανθούλα και τον Γιάννη τι άραγε θα συμβεί;
Από τις σκέψεις μου με βγάζει η φωνή της Σωσώς. «Γιαγιά της Ανθούλας είσαστε; Σας άκουσα που τη συμβουλεύατε πριν».
«Όχι, καθηγήτριά της ήμουν, αλλά την αγαπούσα πολύ και είχαμε έρθει πολύ κοντά. Γίναμε σχεδόν οικογένεια. Κι εγώ παιδιά δε έχω…»
«Η γιατρειά είναι η συγχώρεση, άκουσα που…» τόλμησα να της πω.
«Ναι και αυτό ισχύει και όλους μας. Ξέρετε, ποτέ δεν είναι αργά να ξελαμπικάρει κανείς τα μέσα του. Να τα ξεφορτώσει από τους συσσωρευμένους θυμούς που θέλοντας ή μη θέλοντας του φόρτωσαν οι γονείς κι εκείνος με την σειρά του θα φορτώσει στα δικά του παιδιά. Είναι εκείνο ακριβώς που λένε, αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα…»
«Έχετε δίκαιο. Η συγχώρεση ξεφορτώνει, αλλά κάποιες φορές δεν ξεχνιούνται όλα αυτά».
«Μα κι ούτε πρέπει να ξεχαστούν. Να συγχωρεθούν μόνο πρέπει».
Κοιτάζω στην άκρη της αίθουσας τα παιδιά μου που κάνουν χαβαλέ με τα εξαδέλφια τους. Πόσα τραύματα, άραγε, μικρά ή μεγάλα τα φορτώσαμε εγώ και ο πατέρας τους! Πόσα τραύματα, εκείνα, θα φορτώσουν τα παιδιά τους!
Στο νου μου έρχονται η μάνα κι ο πατέρας μου. Μνήμες αγάπης, στοργής, τρυφερότητας. Ωστόσο, κάτι πηχτό και βαθύ νιώθω εντός μου να αιμορραγεί. Τραύματα που ποτέ δεν συγχώρεσα.
«Λέτε ότι ποτέ δεν είναι αργά;» Της ψιθυρίζω.
Μου χαμογελάει με συγκατάβαση. Πού να φανταστεί ότι δεν αναφέρομαι στον Γιάννη και την Ανθούλα…

 

karalitsa2@gmail.com